Με άρθρο του σε εβδομαδιαίο περιοδικό ο βουλευτής της ΝΔ, Προκόπης Παυλόπουλος σχολιάζει τα λόγια του Μπαράκ Ομπάμα κατά της λιτότητας, γεγονός που δεν πρέπει να μείνει αναξιοποίητο, αν φυσικά, όπως αναφέρει, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την δύναμη να επιβιώσει.
Ο κ. Παυλόπουλος αναφέρει:
Γενική είναι η εντύπωση πως από τα λόγια του Barack Obama προς τον Αντώνη Σαμαρά στο Λευκό Οίκο απομένει κι ένα, διόλου αμελητέας διάστασης, πολιτικοϊδεολογικό ίζημα που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο. Και, κυρίως, δεν επιτρέπεται να μείνει αναξιοποίητο όχι μόνον από την Ελλάδα αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Αν, φυσικά, η τελευταία διαθέτει ακόμη τη θέληση και την αντίστοιχη δύναμη να επιβιώσει:
Υπάρχει κάτι ιδιαίτερα κοινό –θάλεγε κανείς μια πολιτικοϊδεολογική «διήκουσα γραμμή» -ανάμεσα στον 32ο και τον 44ο Πρόεδρο των ΗΠΑ. Δεν έχει παρά να συγκρίνει, φυσικά τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, εκτός από την πολιτική τακτική τους και ορισμένες λεκτικές αποστροφές τους σε κρίσιμες ιστορικώς στιγμές που, εν δυνάμει, βαίνουν παραλλήλως.
Α. Ο Franklin D. Roosevelt–ο μακροβιότερος, ως τετράκις εκλεγείς, Πρόεδρος των ΗΠΑ, η υπερδωδεκαετής προεδρία του οποίου προκάλεσε, το 1951, την 22η προσθήκη στο Αμερικανικό Σύνταγμα που καθιέρωσε το όριο των δύο προεδρικών θητειών- βρέθηκε στο τιμόνι της Υπερδύναμης και όταν εκκολαπτόταν αλλά και όταν, στη συνέχεια, ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Δηλαδή όταν η Ανθρωπότητα βρισκόταν αντιμέτωπη με την τότε ναζιστική Γερμανία να «εφορμά» κατά της Δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και του εν γένει δυτικού τύπου πολιτισμού.
1. Στον δεύτερο εναρκτήριο λόγο του, την 20η Ιανουαρίου 1937, με την ενόραση του ηγέτη που «ψυχανεμίζεται» την πολεμική λαίλαπα και τη ναζιστική επιδρομή κατά των θεσμών και του κοινωνικού κράτους δικαίου, τόνιζε: «Εμείς που πιστεύουμε στην Δημοκρατία γνωρίζαμε ότι το δημοκρατικό πολίτευμα έχει την εγγενή ικανότητα να προφυλάσσει τον λαό από τις καταστροφές εκείνες που άλλοτε θεωρούνταν αναπότρεπτες, να επιλύει προβλήματα που άλλοτε θεωρούνταν ανεπίλυτα. Αρνούμασταν να δεχθούμε ότι δεν υπήρχε τρόπος να ελέγξουμε τις οικονομικές επιδημίες, όπως ακριβώς ελέγξαμε άλλοτε τις επιδημίες των ασθενειών, μετά από αιώνες δεινών τα οποία αποδεχόμασταν μοιρολατρικά. Αρνηθήκαμε να αφήσουμε την λύση των προβλημάτων της κοινής μας διαβίωσης στους ανέμους της τύχης και τους κυκλώνες της καταστροφής».
2. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στον τρίτο εναρκτήριο λόγο του την 20η Ιανουαρίου 1941 –δηλαδή στην καρδιά πλέον του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου- συνέχιζε στο ίδιο μήκος ανάληψης της ιστορικής ευθύνης των ΗΠΑ: «Οι ελπίδες της Δημοκρατίας δεν μπορούν να ανεχθούν επ’ άπειρον την άδικη φτώχεια και τον πλούτο που δεν υπηρετεί παρά μόνο τον εαυτό του…. Μπροστά στους μεγάλους κινδύνους, που όμοιούς τους ποτέ στο παρελθόν δεν αντιμετωπίσαμε, είμαστε αποφασισμένοι να προστατεύσουμε και να διατηρήσουμε την ακεραιότητά της Δημοκρατίας».
Β. Ο Barack Obamaπήρε στα χέρια του το «τιμόνι» των ΗΠΑ το 2009. Δηλαδή όταν είχε πια εκδηλωθεί ο ιδιότυπος «τρίτος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος» που βιώνουμε, δυστυχώς, ακόμη. Και ο οποίος μπορεί να είχε ως αφετηρία την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008. Πλην όμως την πραγματική εστία του τροφοδότησε –κι εξακολουθεί να τροφοδοτεί- η ανερμάτιστη πορεία της ατελούς Ευρωζώνης και του ακόμη «ανήλικου» ευρώ, πρωτίστως λόγω των όψιμων νεοφιλελεύθερων επιλογών της Γερμανίας και των επέκεινα στείρων δημοσιονομικών εμμονών της.
1. Στον πρώτο εναρκτήριο λόγο του, την 20η Ιανουαρίου 2009, επισήμαινε: «Το ερώτημα που τίθεται σήμερα δεν είναι κατά πόσον το κράτος μας είναι υπερβολικά μεγάλο ή υπερβολικά μικρό, αλλά κατά πόσον λειτουργεί, κατά πόσον βοηθά τις οικογένειες να βρουν δουλειά με καλό μισθό, περίθαλψη με κόστος που μπορούν να αντιμετωπίσουν, σύνταξη που είναι αξιοπρεπής… Η Χώρα δεν μπορεί να ευημερήσει επί πολύ, άμα ευνοεί μόνον όσους ευημερούν. Η επιτυχία της οικονομίας μας πάντοτε εξαρτήθηκε από κάτι πέρα από το μέγεθος του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της. Από το εύρος της ευημερίας μας, από την ικανότητα που έχουμε να επεκτείνουμε την ευημερία σε κάθε ψυχή που το επιθυμεί. Όχι από διάθεση ελεημοσύνης, αλλά επειδή πρόκειται για τον ασφαλέστερο δρόμο που οδηγεί στο κοινό καλό».
2. Την 8η Αυγούστου 2013, απευθυνόμενος στο Έλληνα Πρωθυπουργό αλλά ουσιαστικά στέλνοντας σαφές μήνυμα προς την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ζει στον αστερισμό της επικίνδυνης γερμανικής οικονομικής επικυριαρχίας, είπε μ’ έμφαση και νόημα: «Δεν μπορούμε, έτσι απλά, ν’ αντιμετωπίζουμε τη λιτότητα ως στρατηγική… Και, το γνωρίζετε καλά, το στοίχημα είναι υψηλού ρίσκου όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για την Ευρώπη και την παγκόσμια οικονομία». Μ’ άλλες λέξεις, κατά τον τίτλο που διάλεξε ο Paul Krugman για το τελευταίο του οικονομικό δοκίμιο (2012): «Τέλος στην Ύφεση Τώρα!».
ΙΙ. Πριν απ’ όλα δύο διευκρινίσεις: Πρώτον, αποτελεί κοινό τόπο πως τα λόγια των εκάστοτε Προέδρων των ΗΠΑ, είτε κατά τους εναρκτήριους λόγους τους είτε προς τους επισκέπτες του Λευκού Οίκου, δεν μετατράπηκαν πάντα σ’ έργα. Μάλλον συνέβη, τουλάχιστον κατά κανόνα, το αντίθετο. Και, δεύτερον, κυρίως στο σημερινό κυνικό κόσμο κάθε λαός –άρα κι εμείς ή πρωτίστως εμείς, οι Έλληνες- πρέπει να στηρίζεται κατά βάση στις δικές του δυνάμεις και όχι ν’ αναζητά «από μηχανής θεούς».
Α. Όμως η «αγωνία» του BarackObama για την επώδυνη περιπέτεια της ελληνικής κι ευρωπαϊκής οικονομίας φαίνεται, έστω και εν μέρει, ειλικρινής.
1. Αν μη τι άλλο είναι πασιφανές και πανθομολογούμενο ότι απ’ αυτή την περιπέτεια κινδυνεύει και η οικονομία των ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι διανύει μια περίοδο -βεβαίως εύθραυστης- θετικής αναπτυξιακής πορείας, ακριβώς διότι κινείται στον αντίποδα των νεοφιλελεύθερων γερμανικών δημοσιονομικών επιλογών.
2. Κι ύστερα, έχουμε χρέος ν’ αναζητήσουμε και να συμπήξουμε συμμαχίες μ’ όλους εκείνους, οι οποίοι είναι σε θέση και διατίθενται –οπωσδήποτε καθένας για τους δικούς του λόγους- να συμπαρασταθούν στην Ελλάδα, αλλά και σ’ όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου που βαδίζουν υπό τα «καυδιανά δίκρανα» των Μνημονίων. Ώστε να επιδιώξουμε με ρεαλισμό την αλλαγή μιας πολιτικής η οποία οδηγεί, οιονεί νομοτελειακώς, στην κοινωνική έκρηξη μέσω υφεσιακής υπονόμευσης. Δηλαδή σε μια εξέλιξη που, αν δεν ανακοπεί, θα υπερβεί -κατά πολύ μάλιστα- τα ελληνικά σύνορα, διαλύοντας την Ευρωζώνη και κλονίζοντας τόσο την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και την ίδια την παγκόσμια οικονομία. Πολλώ μάλλον όταν αυτοί οι επίδοξοι σύμμαχοι έχουν την εμβέλεια επιρροής του επικεφαλής των ΗΠΑ.
Β. Το προαναφερόμενο χρέος αναζήτησης συμμαχιών γίνεται ακόμη περισσότερο επιτακτικό, όταν είναι εφικτό να συναντήσουμε ακόμη πιο αξιόπιστους αλλά και πιο ανιδιοτελείς συνοδοιπόρους στο χώρο της παγκόσμιας πνευματικής κοινότητας.
1. Δεν είναι, άραγε, αλήθεια πως το σύνολο των κορυφαίων οικονομολόγων –ορισμένοι από τους οποίους βρίσκονται ως και δίπλα στην A. Merkel, όρα Peter Bofinger- σε διεθνή κλίμακα, ομονοούν στο ότι η, γερμανικής έμπνευσης, πολιτική λιτότητας στις χειμαζόμενες –όπως η Ελλάδα- χώρες του ευρωπαϊκού νότου είναι όχι μόνον αδιέξοδη αλλά και άκρως επικίνδυνη για την παγκόσμια οικονομία; Και δεν είναι απτή απόδειξη αυτής της πραγματικότητας η, σε καθημερινή σχεδόν πια βάση, σχετική αρθρογραφία τους –βλ. π.χ. Paul Krugman και James Galbraith- στα πιο έγκυρα, παγκοσμίως, δημοσιογραφικά fora;
2. Δεν είναι, εξίσου, αλήθεια ότι το σύνολο και της λοιπής επιστημονικής –μ’ αιχμή του δόρατος τη φιλοσοφική- διανόησης επισημαίνει τον κίνδυνο μιας καταλυτικής επιρροής της καταστροφικής αυτής οικονομικής πολιτικής στη Δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος δικαίου και, εν γένει, στα θεμέλια του πολιτισμού μας; Και πόσο πιο «ηχηρή», για την ίδια τη Γερμανία, μπορεί να γίνει π.χ. η φωνή του Jürgen Habermas, ο οποίος και από την Αθήνα –κατά το Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας στο οποίο, «φυσικά», δεν δόθηκε η δημοσιότητα που θάπρεπε- απηύθυνε έκκληση υπέρ της Ελλάδας και κατήγγειλε ότι η, γερμανικής προέλευσης, μνημονιακή οικονομική πολιτική υπονομεύει τη Δημοκρατία;
Στη δίνη του τρίτου παγκόσμιου οικονομικού πολέμου, τον οποίο η ελληνική κοινωνία ζει κυριολεκτικώς «στο πετσί» της, βεβαίως και οφείλουμε πρωτίστως μόνοι μας ν’ αγωνισθούμε και να χαράξουμε το δρόμο μας. Θα ήταν όμως ιστορικώς ανεύθυνο να μην αδράξουμε, μαζί με τους λοιπούς λαούς του υπό την μνημονιακή «δαμόκλειο σπάθη» ευρωπαϊκού νότου, την πρόσθετη συνδρομή, πολιτική ή άλλη, που ποικιλοτρόπως μας παρέχεται. Και ας πάψουμε να τρέφουμε αυταπάτες ως προς μια ενδεχόμενη «οικειοθελή» στροφή της Γερμανίας μετά τις εθνικές της εκλογές. Διότι η ιστορία έχει αποδείξει ότι η χώρα αυτή, ιδίως στον οικονομικό τομέα, μόνον υπό την πίεση του «αντιπάλου δέους» μπορεί να εγκαταλείψει τις εμμονές της ή -γιατί όχι- και τον «αυτισμό» της. Δεν έχει παρά να ξαναδιαβάσει κανείς Γκαίτε, και κατά προτίμηση τον «Φάουστ».