Ιερό μυθικό πουλί. Η Φιλική Εταιρεία χρησιμοποίησε τον Φοίνικα ως σύμβολο του Ελληνικού κράτους που ξαναγεννιέται από τη στάχτη του. Ο Α. Υψηλάντης στη σημαία του Ιερού Λόγου και ο Καποδίστριας τον καθιέρωσε επίσημο έμβλημα του κράτους και το απεικόνισε πάνω στα νομίσματα και τις σφραγίδες.
Από τον Ησίοδο τον -8ο αιώνα, έχουμε την αρχαιότερη αναφορά για τον Φοίνικα, που τον ταυτίζει με τον ήλιο και τον Θεό Απόλλωνα.
Κατά τον Ηρόδοτο είχε το μέγεθος του αετού και πούπουλα χρυσοκόκκινα (βιβλ. 2,73). Κάθε 500 χρόνια ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, μεταφέροντας το νεκρό πατέρα του, τον οποίο τύλιγε σε σχήμα αβγού μέσα σε σμύρνα και τον έθαβε στο ιερό του Ήλιου.
Ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος, λέει: «Δεν έχω δει ποτέ αυτό το πουλί παρά μόνο σε εικόνες. Μέρη του φτερώματός του έχουν το χρυσό χρώμα και άλλα βαθυκόκκινο και μοιάζει στο περίγραμμα και τις διαστάσεις με αετό. Το πουλί αυτό μοιάζει με μεγάλο αετό ή με ερωδιό με χρυσό και κόκκινο φτέρωμα αν και ο κινέζικος έχει πέντε χρώματα. Του δίνουν πολλές ηλικίες, 500 , 540 , 1000 , 1461 , 12.994 χρόνια. Αυτός είναι ο Φοίνικας που γνωρίζουμε, το πουλί που αναγεννάτε μέσα από τις στάχτες του». Ο Φοίνικας δεν ζει με φρούτα ή λουλούδια, αλλά με μία υγρή κολλώδη ουσία, όπως το ρετσίνι, που ευωδιάζει λιβάνι. Μύρα η κομμιοφόρος.
Κατά τον Πλίνιο ένας μόνο Φοίνικας υπάρχει σ` ολόκληρο τον κόσμο. Όταν γερνά, κατασκευάζει φωλιά με κλαδιά αρωματικών φυτών, τη γεμίζει με αρώματα και πεθαίνει καιόμενος μέσα σ` αυτή. Από τη στάχτη του ξαναγεννιέται και μεταφέρει τα λείψανα της προηγούμενης υπάρξεώς του μαζί και της φωλιάς του στην πόλη του Ήλιου για ταφή. Ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος γράφει ότι: «Ο Φοίνικας ζούσε 1.460 έτη και οι ενδείξεις της επιστροφής του δίνονταν από τις κινήσεις των αστέρων».
Ο Πλατωνικός Φιλόσοφος Κέλσιος, στο έργο του «Αληθής Λόγος», μας λέει: Ένα πουλί της Αραβίας, ο Φοίνικας, κουβαλά στην Αίγυπτο τον νεκρό πατέρα του τυλιγμένο σε σμύρνα (βαλσαμόδεντρο) και τον αποθέτει στο τέμενος του ήλιου.
Τα κείμενα των πυραμίδων τοποθετούν το γεγονός της δημιουργίας και των Ζεπ Τεπί (θεοί) στην Ηλιούπολη, στον «Ναό του Φοίνικα».
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Φοίνικας, αυτό το εξαίσιο πουλί, εμφανίζεται σαν από θαύμα πάντα από τον ανατολικό ορίζοντα κατά την διάρκεια παγιωμένων σημείων του ουρανού, για να αναγγείλει την αρχή μιας νέας κοσμικής εποχής. Επέστρεφε στην Ηλιούπολη αναγεννημένος κάθε 1.460 χρόνια, όταν έκλεινε ο Σωθικός (Σειριακός) κύκλος, ο οποίος και ονομαζόταν «Ιδανικό Νέο Έτος» και συνέπιπτε με την ηλιακή αύξηση του Σειρίου.
Οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές της αρχαίας αιγυπτιακής θρησκείας αναφέρουν ότι τα μυστήρια της Αιγύπτου ή «Μυστήρια του Όσιρι» θεσπίστηκαν από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, που ήταν παιδαγωγός του Όσιρι. Σχεδόν όλες οι πληροφορίες για τα αιγυπτιακά Μυστήρια προέρχονται από τον Έλληνα ιστορικό Ηρόδοτο. Έδρα των αιγυπτιακών μυστηρίων ήταν η πόλη Άβυδος, με τον μεγαλοπρεπή ναό του θεού «Ήλιου – Ρα». Όμως τα πιο μεγάλα και τα πιο ιερά μυστήρια της αιγυπτιακής θρησκείας ήταν τα «Μυστήρια του Φοίνικα» στην Ηλιούπολη.
Ο Πλούταρχος εξηγεί, ότι όλα τα ονόματα των Αιγυπτίων Θεών είναι Ελληνικά, και τα μετέφεραν στην Αίγυπτο, από την Ελλάδα οι εκάστοτε μεταναστεύσαντες Έλληνες. Επί πλέον (ο Πλούταρχος) ως ιερέας του Απόλλωνος στους Δελφούς, μας φανερώνει ότι η θεά Αθηνά και η Ίσις, είναι το ίδιο πρόσωπο, η ίδια θεότης με διαφορετικό όνομα. Καθώς και ο θεός Ώρος ταυτίζεται υπό των Ελλήνων με τον Απόλλωνα. Δηλαδή οι (αρχαίοι) Αιγύπτιοι και οι Έλληνες είχαν τους ίδιους Θεούς με διαφορετικά ονόματα και αυτό μας υποδεικνύει κοινή καταγωγή μεταξύ τους. Ο Πλούταρχος στο έργο του «Περί Ίσιδος και Οσίριδος» μας δηλώνει ότι η θεά Ίσις συμβολίζει το άστρο του Κυνός Σείριον ή Σώθιν «Εγώ ειμί η εν τω άστρω τω Κυνί επιτέλλουσα, κατακολουθών τω Ωρίωνι τω αστερισμώ του Οσίριδος» (Δαμάσκιος παρά Hopner). «Υπό των Ελλήνων (συνεχίζει ο Πλούταρχος) Κύων καλείται η ψυχή της Ίσιδος, Σώθις δε υπό των Αιγυπτίων, Ωρίων δε, η ψυχή του Ώρου, η δε ψυχή του Τυφώνος, Άρκτος. Οι δε ψυχές τους λάμπουν ως άστρα στον ουρανό. Επί πλέον αναφέρει «τον Θεό Όσιρι, ως στρατηγό και πλοίαρχο του Κανώβου, το οποίον πλοίο, ονομάζουν οι Έλληνες ΑΡΓΩ».