Η αρχαία Δωδώνη υπήρξε λατρευτικό κέντρο του Δία και της Διώνης. Υπήρξε, επίσης, γνωστό μαντείο της αρχαιότητας. Προσδιορίζεται γεωγραφικά σε απόσταση περίπου 2 χλμ. από τον οικισμό της Δωδώνης και κείται σε κλειστή, επιμήκη κοιλάδα, στους πρόποδες του όρους Τόμαρος, σε υψόμετρο 600 μ.
Προϊστορία
Η Δωδώνη ως αρχαιολογική θέση σύμφωνα με τις αρχαιολογικές μαρτυρίες φέρεται να είναι ενεργή ήδη από την εποχή του Χαλκού, επικεντρωμένη στη λατρεία της Γαίας ή άλλης θηλυκής γονιμικής θεότητας. Η λατρεία του Δία εισήχθη στη Δωδώνη αργότερα από τους Σελλούς, για να εξελιχθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα σε κυρίαρχη λατρεία.
Το μαντείο και η ιστορία του
Οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη του μαντείου της Δωδώνης ως λατρευτικού χώρου τοποθετείται περί το 2.600 π.Χ.. Είναι το αρχαιότερο μαντείο που συναντάται στον Ελληνικό χώρο. Η μυθολογία λέει ότι από τη Θήβα της Αιγύπτου πέταξαν δυο περιστέρια: το ένα προσγειώθηκε στη Λιβύη, όπου χτίστηκε ο ναός του Άμμωνα Δία, και το δεύτερο ήρθε στη Δωδώνη, όπου ιδρύθηκε το μαντείο.
Αρχαιότητα
Το μαντείο στην αρχή ήταν υπαίθριο, με μια βελανιδιά (ιερή φηγός), που γύρω είχε έναν περίβολο από χάλκινους λέβητες πάνω σε τρίποδες, οι οποίοι με τους ήχους που έκαναν όταν χτυπούσαν μεταξύ τους αλλά και σε συνδυασμό με το θρόισμα των φύλλων του δέντρου και άλλους ήχους (περιστέρια, πηγή κτλ.) έδιναν τους χρησμούς, τούς οποίους ερμήνευαν οι ιερείς. Οι ιερείς δεν έπλεναν ποτέ τα πόδια τους και σέρνονταν στο χώμα για να έχουν επαφή με τη γη.
Στις ρίζες της βελανιδιάς, στην αρχή πιστευόταν ότι κατοικούσε η Γαία, αλλά με το Δωδεκάθεο αντικαταστάθηκε από το Δία και τη γυναίκα του Διώνη. Λεγόταν και Νάιος Δίας από το αρχαιοελληνικό «ναίω»=κατοικώ, γι’ αυτό και οι αγώνες που διεξάγονταν προς τιμή του κάθε 4 χρόνια στο κοντινό στάδιο λέγονταν Νάια.
Στο τέλος του 5ου αιώνα χτίστηκε ένας μικρός ναός, όπου φυλάγονταν τα αφιερώματα των προσκυνητών. Οι προσκυνητές έδιναν την ερώτησή τους γραμμένη σε ένα έλασμα (φύλλο μαλακού μετάλλου – μολύβδου), αλλά η απάντηση συνήθως τους δίνονταν προφορικά. Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., ο περίβολος με τους λέβητες αντικαταστάθηκε από έναν πιο ευρύχωρο χαμηλό πέτρινο περίβολο. Εφόσον εκεί κατοικούσε ο Δίας και το σύνολο έμοιαζε με σπίτι, ο χώρος ονομάστηκε Ιερά οικία.
Στα χρόνια του Πύρρου (312-272 π.Χ.) χτίζονται στοές γύρω – γύρω, εκτός από την πλευρά της φηγού. Στο ναό και στις στοές φυλάγονταν τα αφιερώματα των πιστών. Εκείνη την εποχή χτίζονται και πολλά άλλα κτίρια: βουλευτήριο, πρυτανείο, θέατρο κτλ. και η Δωδώνη γίνεται για ένα διάστημα πρωτεύουσα των Ηπειρωτών.
Μετά το θάνατο του Πύρρου και το γκρέμισμα του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., επιδιορθώθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε’ και επεκτάθηκε αποκτώντας και άλλους χώρους, κολώνες κτλ. Τότε πήρε και την τελική του μορφή, ενώ κατά τον Παυσανία, η φηγός υπήρχε ακόμη.
Ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδος
Το 167 π.Χ., το ιερό, όπως και άλλες 70 ηπειρωτικές πόλεις, καταστράφηκε από τους Ρωμαίους με επικεφαλής τον Αιμίλιο Παύλο, αλλά ανοικοδομήθηκε πάλι από τον Αύγουστο μόλις το 31, μετά τη νίκη του στο Άκτιο, ο οποίος και μετέτρεψε και το θέατρο σε αρένα. Από τότε όμως δεν άκμασε ξανά. Ένας από τους τελευταίους χρησμούς σε επίσημο πρόσωπο ήταν αυτός που ζητήθηκε από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη για την εκστρατεία του κατά των Πάρθων το 362.
Στα βυζαντινά χρόνια, κατά τη βασιλεία του Θεοδόσιου Α’ το 391, κάποιος έκοψε το ιερό δέντρο και το ιερό εγκαταλείφθηκε, ενώ πάνω στα ερείπιά του χτίστηκε χριστιανική εκκλησία.
Οι τελευταίες μαρτυρίες χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα, όταν επιδρομές βαρβάρων ερήμωσαν την περιοχή και με τον καιρό η λάσπη από τις πλαγιές του Τόμαρου σκέπασε τα πάντα.
Το θέατρο
Το Αρχαίο θέατρο Δωδώνης χτίστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. επί βασιλείας Πύρρου και ακολουθεί το σχέδιο που έχουν όλα τα ελληνικά θέατρα. Χωρούσε 18.000 θεατές και ήταν το μεγαλύτερο της εποχής του. Κατά την τέλεση των Ναΐων προς τιμήν του Νάιου Δία, εκτός από τους αγώνες στο στάδιο γίνονταν και θεατρικοί αγώνες.
Το θέατρο καταστράφηκε και επισκευάστηκε δυο φορές. Την πρώτη φορά το κατέστρεψαν οι Αιτωλοί με τον βασιλιά Δωρίμαχο το 219 π.Χ., αλλά την επόμενη χρονιά ο βασιλιάς Φίλιππος Ε’ της Μακεδονίας άρχισε τις επισκευές. Το 167 π.Χ., ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος το κατέστρεψε ξανά ώσπου το 31 π.Χ. το επισκεύασε πάλι ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος για να χρησιμοποιηθεί ως αρένα για θηριομαχίες από τους Ρωμαίους. Ο τοίχος που υπάρχει μπροστά από τα πρώτα καθίσματα χτίστηκε αυτή την εποχή για την προστασία των θεατών από τα θηρία.