Ο ΒΩΜΟΣ ΤΩΝ 12 ΘΕΩΝ
Ο Βωμός των Δώδεκα Θεών αποτελεί σημαντικό μνημείο της αγοράς, καθώς ήταν και το σημείο από το οποίο υπολογίζονταν όλες οι αποστάσεις της Αττικής. Αυτός ο βωμός τοποθετήθηκε σε σημείο όπου επικοινωνούσαν οι βασικότερες συγκοινωνιακές αρτηρίες της πόλης και ήταν ονομαστός στην αρχαιότητα ,αφού λειτουργούσε ως ορόσημο-αφετηρία για την μέτρηση των οδικών αποστάσεων. Δυστυχώς εξαιτίας του ότι βρίσκεται κάτω από την τάφρο του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, σήμερα είναι ελάχιστα ορατός, καθώς και οι γνώσεις μας για τη μορφή του είναι ελλιπείς.
Το μνημείο ανασκάφηκε το 1891, κατά τη διάρκεια των εργασιών του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου. Η ανασκαφή συνεχίστηκε το 1934, όπου και έγινε η ορθή ταύτιση του μνημείου. Ο καθαρισμός και η στρωματογραφική έρευνα πραγματοποιήθηκαν επίσης το 1946 στο νότιο άκρο του βωμού, ενώ μόνο η νοτιοδυτική γωνία είναι σήμερα ορατή. Το τμήμα αυτό ξανακαθαρίστηκε το 1989.
Πρόκειται για έναν τετράπλευρο περίβολο, σχεδόν τετράγωνο στη κάτοψη. Ο περίβολος έχει δύο αναγνωρίσιμες αρχαιολογικά φάσεις, αλλά η χρονολόγηση τους είναι προβληματική. Στη πρώτη φάση η κρηπίδα, η οποία είναι γνωστή και ως κατώτερη κρηπίδα , σώζεται σε εξαιρετική κατάσταση στα σημεία που ανασκάφηκαν , καθώς λείπουν μόνο δύο λίθοι . Αποτελείται από μεγάλους λίθους και από μαλακό κίτρινο πωρόλιθο, που συναρμόζεται χωρίς συνδέσμους.
Ο Βωμός πατά εν μέρει στο βράχο καθώς και εν μέρει στο χώμα. Ίχνη εργασίας διακρίνονται μόνο στο ανώτερο τμήμα των λίθων. Στην ανώτερη επιφάνεια της κρηπίδας διασώζονται εμβαθύνσεις στις οποίες τοποθετούνταν οι βάσεις των πεσσών της κάθε πλευράς, ενώ ενδιαμέσως υπάρχουν οπές στις οποίες προσαρμόζονται οι ορθοστάτες. Το στηθαίο θα ήταν αναμφισβήτητα από πωρόλιθο αλλά δυστυχώς δε σώζεται απολύτως τίποτα. Σε κάθε πλευρά έχει υπολογιστεί ότι υπήρχαν 8 πεσσοί με εξαίρεση το διάστημα μεταξύ των μεσαίων πεσσών στο μέσο της δυτικής πλευράς, που ήταν προφανώς για την είσοδο του μνημείου. Ένα βύθισμα στο κέντρο του διαστήματος αυτού δείχνει ότι είχε προβλεφθεί κάποιου είδους ξύλινη μπάρα που έφραζε την είσοδο. Από το βωμό σώζονται, σε αυτή τη φάση, μόνο κάποια πώρινα θραύσματα. Άλλα πώρινα θραύσματα που έχουν βρεθεί διάσπαρτα γύρω από το βωμό ανήκουν πιθανόν σε ορθοστάτες .
Το μνημείο ταυτίστηκε χάρη στην επιγραφή που βρέθηκε σε ένα βάθρο αγάλματος στο χώρο του βωμού και αναγράφεται: « Λέαγρος ανέθηκεν Γλαύκωνος δώδεκα θεοίσιν ». Πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο που υπήρξε στρατηγός στην Αθήνα μετά το 480 π.Χ και σκοτώθηκε το 461 π.Χ στην αποτυχημένη θρακική εκστρατεία της Αθήνας. Μια ερυθρόμορφη κύλικα στο Μουσείο της Βαλτιμόρης δείχνει έναν ώριμο άνδρα να παρατηρεί το άγαλμα ενός νεαρού αθλητή. Η επιγραφή Λέαγρος ενδεχομένως αναφέρεται στα άγαλμα. Πιθανώς χρονολογείται στο 500 π.Χ, όπως και οι περισσότερες επιγραφές που αναφέρουν τον Λέαγρο.
Με βάση την αρχική εκδοχή της ιστορίας του βωμού, μετά την κατασκευή του κτηρίου προστέθηκε η βάση του αγάλματος του Λεάγρου. Μάλιστα, ίχνη φθοράς παρουσιάζονται στο ανώτερο τμήμα της, λόγω της έκθεσης της στο ύπαιθρο. Το άγαλμα όπως και το μνημείο καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Ώσπου να ανακαινιστεί το μνημείο και χτιστεί το δεύτερο στηθαίο πέρασε περίπου μισός αιώνας. Πάντως άγνωστη παραμένει η διάρκεια αυτής της φάσης ,παρόλο που το μνημείο καταστρέφεται τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Ο βωμός, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θουκυδίδη, αφιερώθηκε από τον Πεισίστρατο το νεότερο, γιό του Ιππία, το 522/521 π.Χ, όταν ήταν ο επώνυμος άρχοντας. Το 519 π.Χ, οι Πλαταιείς κατέφυγαν εκεί ικέτες, όπως έγινε πολύ αργότερα με τους συνεργάτες του Φειδία όταν κατηγορήθηκαν για καταχρήσεις. Γενικά, ήταν γνωστό σημείο ασύλου.
Σε βιβλίο του Θουκυδίδη αναφέρεται ότι το όνομα του Πεισιστράτου του νεότερου που αναφερόταν στην επιγραφή σβήστηκε λόγο μεγέθυνσης του μήκους του βωμού την οποία πραγματοποίησε ο δήμος. 0ι άκρες του παλαιότερου βωμού ενδέχεται να αποκόπηκαν, καθώς και ο ίδιος ο βωμός να επεκτάθηκε και να επενδύθηκε με μάρμαρα στην πρόσοψη. Κοντά στο μνημείο βρέθηκε ένα μαρμάρινο θραύσμα από βωμό, το οποίο θεωρείται ότι προέρχεται από το δεύτερο βωμό.
Για την τοποθέτηση της βάσης στο αρχικό της σημείο έγινε μερική μετατροπή της κατώτερης κρηπίδας , κάτι που αποδεικνύει σύμφωνα με τους ανασκαφείς, ότι ο περίβολος υπήρχε εκεί πριν από την τοποθέτησή της. Απομακρύνθηκε και τοποθετήθηκε στη τελική της θέση όταν πλέον χτίστηκε το δεύτερο στηθαίο, του οποίου το ανώτερο τμήμα δε δείχνει ίχνη φθοράς.
Διάφορες οπές και εμβαθύνσεις, που βρίσκονταν στην ανώτερη επιφάνεια της ανώτερης κρηπίδας μαρτυρούν την ύπαρξη ενός στηθαίου παρόμοιου με αυτό της προηγούμενης φάσης, παρόλο που η στήριξη και σύνδεση των τμημάτων γίνονται τώρα διαφορετικά. Σε αυτό το στηθαίο υπήρχαν 8 πεσσοί στην κάθε πλευρά ,με δύο εισόδους ,μία στην ανατολική και μία στη δυτική πλευρά. Οι γωνιακοί πεσσοί, καθώς και οι πεσσοί που πλαισίωναν την είσοδο στηρίζονταν πλέον με πιο σταθερό τρόπο απ’ ότι πριν, χάρη στη χρήση μολύβδινων αρμών και την στήριξη των ορθοστατών στους πεσσούς και όχι μόνο στην κρηπίδα. Το πάχος που αντιστοιχεί στους ορθοστάτες αποτελεί απόδειξη του ότι αυτοί ήταν από μάρμαρο και όχι από πωρόλιθο, πάντως οι πεσσοί θα πρέπει να είχαν κατασκευαστεί από πωρόλιθο.
Από τα ίχνη τους στην κρηπίδα φαίνεται πώς οι ορθοστάτες που πλαισίωναν τις εισόδους στην ανατολική και δυτική πλευρά ήταν παχύτεροι στη βάση τους απ’ ότι ήταν στην κορυφή τους. Αν κρίνει κανείς από τις εμβαθύνσεις
στην κρηπίδα, παρατηρεί ότι ο δεύτερος ορθοστάτης που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά ήταν ελαφρός στενότερος. Προκειμένου να χωρέσει η γλυπτική σύνθεση, οι δυο ορθοστάτες που πλαισίωναν την είσοδο είχαν μεγαλύτερο πλάτος από τους υπόλοιπους.
Ελκυστική αλλά αναπόδεικτη θεωρία για την ταύτιση του γλυπτού διακόσμου του νεότερου στηθαίου προτάθηκε από τον Thompson. Συγκεκριμένα, θεώρησε ότι στις θέσεις που προαναφέρθηκαν εφαρμόζουν σχεδόν απόλυτα τα γνωστά αττικά ανάγλυφα με τρείς μορφές, που σώζονται σε διάφορα αντίγραφα και χρονολογούνται το 5ο αιώνα μ.Χ. Το έδαφος γύρω από το βωμό, πού ήταν από πατημένο χώμα , στρώνεται με πλάκες από κίτρινο πωρόλιθο ακανόνιστων μεγεθών. Το ύψος τους καλύπτει το ύψος της κατώτερης κρηπίδας.
Σε σχετικά μικρή απόσταση από το βωμό βρέθηκε μια τετράπλευρη εστία γνωστή και ως εσχάρα, που περιβάλλεται στις τέσσερις πλευρές από κίτρινους πωρόλιθους ,ενώ στο εσωτερικό έχει γέμισμα από ογκόλιθους. Έχει ίδια κατεύθυνση καθώς και ίδιο υλικό με το βωμό και προφανώς χρονολογείται στην ίδια περίοδο. Η εσχάρα που βρίσκεται προς τα δυτικά χωρίζεται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση το έδαφος της εσχάρας βρίσκεται σε ύψος σχεδόν παρόμοιο με αυτό του βωμού.Στη δεύτερη φάση η εσχάρα απέκτησε λίθινο στηθαίο ,στρώθηκε με πέτρες και υψώθηκε.
Τα κατάλοιπα της νοτιοανατολικής γωνίας του Βωμού των Δώδεκα Θεών, που βρίσκονται στην βορειοδυτική είσοδο της Αγοράς, ανατολικά της Στοάς του Ελευθερίου Διός και νοτίως της Ποικίλης Στοάς κείτονται μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη ο βωμός ανατέθηκε από τον Πεισίστρατο το Νεώτερο όταν ήταν επώνυμος άρχοντας των Αθηνών (522/1 π.Χ). Ίσως και να είναι ο ίδιος βωμός που μνημονεύει ο Παυσανίας ως «Βωμό του Ελέους », όπου και χρησίμευε ως απαραβίαστο άσυλο των ικετών. Την ταύτιση των δύο αυτών βωμών (του « Βωμού των Δώδεκα Θεών » και του « Βωμού του ελέους » ) έλαβε υπόψη του ο Βιλαμόβιτς και επαληθεύτηκε από την αμερικανική αρχαιολογική σκαπάνη κατά τις ανασκαφές του 1934.
Η αρχαιολογική σκαπάνη κατάφερε να εντοπίσει, όπως προαναφέραμε, με μεγάλη ακρίβεια την θέση του σεβαστού Βωμού των 12 Θεών, από μαρμάρινη επιγραφή που βρέθηκε νοτιοδυτικά του Περίβολου, σχετικά με την προσφορά ενός αγάλματος, του Λεάγρου.
Το 522-521 π.Χ ο Πεισίστρατος ο Νεώτερος έστησε στην αθηναϊκή Αγορά το ιερό των Δώδεκα Θεών, έτσι ώστε να τιμηθεί από τους Αθηναίους το δωδεκαμελές Ολύμπιο Ελληνικό Πάνθεον, το οποίο για τους γνωρίζοντες σχετίζεται άμεσα με όλες τις πνευματικές και πολιτικές συλλήψεις των προγόνων μας.
Το Ιερό των Δώδεκα Θεών, από το κέντρο του οποίου μετρούσαν οι αρχές τις εξ Αθηνών αποστάσεις , αποτελείτο από έναν περίτεχνο πώρινο Περίβολο, που στο κέντρο του φιλοξενούσε έναν μαρμάρινο Βωμό. Ο Περίβολος διέθετε δύο ανοίγματα στο μέσον των μεγαλύτερων πλευρών του και έφερε διακόσμηση από πλούσιες ανάγλυφες σκηνές από την ελληνική μυθολογία , ενώ μερικές δεντροστοιχίες δαφνόθαμνων και ελαιόδεντρων συμπλήρωναν τη λιτή αλλά επιβλητική αισθητική του Ιερού.
Η θέση του Ιερού των Δώδεκα Θεών, σε έναν πολύ ανοικτό χώρο της Αγοράς και μάλιστα ακριβώς δίπλα στην περίφημη Οδό των Παναθηναίων, αμέσως το ανέδειξε ως ένα πασίγνωστο μέρος ασυλίας. Έτσι όποιος κατέφευγε στον περίβολο των Δώδεκα Θεών και άγγιζε τον σεβαστό αυτό Βωμό τους , θεωρούνταν ιερός και απαραβίαστος. Ωστόσο δίπλα στο Ιερό των Δώδεκα Θεών και σε απόλυτη παραλληλία ως προς τον μεταξύ τους προσανατολισμό, υπήρχε από τα τέλη του 6ου π.χ αιώνος και άλλος ένας περίβολος.
Μεγάλες καταστροφές υπέστη το Ιερό των Δώδεκα Θεών από τους Πέρσες που κατέλαβαν την πόλη το 480 π.Χ. , παρ’ όλα αυτά ανακαινίστηκε γύρω στο 425 π.Χ. Ύστερα από τον πολιτικό και πολιτισμικό μαρασμό της πόλεως λίγο πριν την Ρωμαιοκρατία ,το Ιερό των Δώδεκα Θεών, σπουδαίο και πολύ σημαντικό στοιχείο των λατρευτικών τους τελετουργιών , υποβιβάστηκε όσο αναφορά την αξία του αφού έγινε ένα από τα πολλά τοπικά μνημεία της αρχαιότητας, που απλώς θυμίζουν τις περασμένες δόξες της πόλεως του Θησέα.
Το πότε ακριβώς καταστράφηκε το « Ιερό των 12 Θεών» δεν είναι γνωστό. Πάντως ολόκληρη η περιοχή της Αγοράς ανάμεσα στο Βωμό των 12 Θεών καταλαμβάνεται τον 5ο αιώνα.
Βιβλιογραφία & πηγές πληροφόρησης:
http://project.athens-agora.gr
http://www.eie.gr
http://www.rassias.gr
TZENH ΑΓΓΕΛΙΚΗ & ΤΑΣΙΚΑ ΑΡΙΑΔΝΗ Α3