Η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF: In Vitro Fertilisation) είναι μέθοδος ιατρικά υποβοηθούμενης αναπαραγωγής η οποία εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 1978, και η οποία περιλαμβάνει τη γονιμοποίηση των ωαρίων της γυναίκας από τα σπερματοζωάρια του άντρα της έξω από το σώμα της γυναίκας, και συγκεκριμένα στο εργαστήριο.
Ο κύκλος θεραπείας με εξωσωματική γονιμοποίηση περιλαμβάνει διερεύνηση και διάγνωση της υπογονιμότητας καθώς και προκαταρκτικές εξετάσεις.
Κατόπιν ακολουθεί η διέγερση της ωοθήκης με φαρμακευτική αγωγή με σκοπό την ανάπτυξη πολλών ωοθυλακίων.
Η διέγερση παρακολουθείται υπερηχογραφικά και ορμονικά και την κατάλληλη στιγμή γίνεται πρόκληση της ωοθυλακιορρηξίας. Μετά από 36 ώρες τα ωάρια που συλλέγονται από τους εμβρυολόγους φυλάσσονται σε ειδικά τρυβλία που περιέχουν το κατάλληλο καλλιεργητικό υλικό.
Εν τω μεταξύ το σπέρμα του άντρα υφίσταται μια συγκεκριμένη επεξεργασία ώστε να μπορεί να γονιμοποιήσει τα ωάρια.
Υπάρχουν δύο μέθοδοι γονιμοποίησης:
η κλασική εξωσωματική (IVF) κατά την οποία το επεξεργασμένο σπέρμα προστίθεται μαζί με τα ωάρια της γυναίκας και τα γονιμοποιεί από μόνο του, και η ενδοκυτταροπλασματική έγχυση σπερματοζωαρίου (ICSI: Intracytoplasmic Sperm Injection) κατά την οποία σε περιπτώσεις ολιγοζωοσπερμίας ή ασθενοζωοσπερμίας ή άλλων προβλημάτων του σπέρματος (πιθανόν και των ωαρίων) ένα και μοναδικό σπέρμα επιλέγεται από τους εμβρυολόγους και εγχύεται μέσα στο ωάριο.
Την επόμενη ημέρα, τα ωάρια εξετάζονται για τη γονιμοποίησή τους. Οι εμβρυολόγοι αξιολογούν τη γονιμοποίηση και καλλιεργούν μόνο τα φυσιολογικά γονιμοποιημένα ωάρια, τα οποία και αξιολογούν μετά από μια ημέρα πάλι ή για όσο διάστημα απαιτείται. Η εμβρυομεταφορά μπορεί να λάβει χώρα τη 2η, 3η, 5η ή 6η ημέρα της καλλιέργειας των εμβρύων, γεγονός που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Κατά την εμβρυομεταφορά, τα έμβρυα μεταφέρονται στην κοιλότητα της μήτρας από τον εξειδικευμένο γυναικολόγο μέσω ενός καθετήρα μέσα στον οποίο τα έχει τοποθετήσει ο εμβρυολόγος. Από το σημείο αυτό και μετά ο συντονισμός του ενδομητρίου και των εμβρύων επιτρέπει την εμφύτευσή τους ή όχι.
Η εμφύτευση επαληθεύεται 15 ημέρες μετά την εμβρυομεταφορά με μέτρηση των επιπέδων της ορμόνης β-χοριακής γοναδοτροπίνης. Η κλινική κύηση επιβεβαιώνεται με διακολπικό υπερηχογράφημα 35 ημέρες μετά την εμβρυομεταφορά.