Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1913, στο Κολωνάκι από μια μεγαλοαστική οικογένεια χρυσοχόων της Κωνσταντινούπολης που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Ακριβώς λόγω της καταγωγής αλλά και της οικονομικής ευμάρειας της οικογένειας, δόθηκε στο νεαρό αγόρι καλή ανατροφή και μόρφωση. Η παιδική του ηλικία, όμως, έμελλε να στιγματιστεί από τον θάνατο του πατέρα και μεγάλωσε έτσι με τη μητέρα του και τις δύο αδερφές του. Ο μικρός Λάμπρος, ήδη από τα εφηβικά του χρόνια, ήταν πολύ όμορφος, ψηλός, με αθλητικό παράστημα, γαλανά εκφραστικά μάτια και μια λάμψη στο βλέμμα του, που υπαινισσόταν ότι κάτι το σημαντικό θα έκανε στη ζωή του. Ωσπου ήρθε η στιγμή εκείνη που τέλειωσε το γυμνάσιο και έπρεπε να αποφασίσει με τι θα ήθελε να ασχοληθεί: Ή έπρεπε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση και να γίνει αργυροχρυσοχόος ή να κάνει κάτι που θα το επέλεγε ο ίδιος. Σαν τι θα μπορούσε να ήταν αυτό; Δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Ηξερε μόνον ένα πράγμα: Οτι θα προσπαθούσε -χωρίς συμβάσεις- να ανακαλύψει τι είναι αυτό που επιζητούσε.
Στο μεταξύ, ο νεαρός άντρας δείχνει πρώιμα με τη συμπεριφορά του ότι είναι γεννημένος «μποέμ», με μια εγγενή έφεση στην καλή ζωή, μακριά από δεσμεύσεις και περιορισμούς, ενώ έχει αξιοζήλευτη επιτυχία στο ωραίο φύλο. Παράλληλα, ξενυχτάει, κάνει «κακές παρέες», πίνει και γενικώς διάγει «έκλυτο βίο», με συνέπεια η οικογένειά του -με προεξάρχοντα τον θείο του- να αντιδράσει αποφασιστικά. Τον έστειλαν, λοιπόν, στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, όμως εκείνος λίγο μετά, το έσκασε και χώθηκε σε ένα καράβι που πήγαινε στον Πειραιά, για να αποφύγει εν τέλει το στρατοδικείο, με τη μεσολάβηση ενός συγγενή του, συνταγματάρχη. Η μητέρα του και ο θείος του βρίσκονταν σε απόγνωση και αποφάσισαν να του δώσουν μία ακόμη ευκαιρία: Να σπουδάσει στο Παρίσι την τέχνη του χρυσοχόου. Οταν του μίλησαν για τα σχέδιά τους, εκείνος ένιωσε ότι οι προϋποθέσεις ήταν ιδανικές για να δοκιμάσει την τύχη του. Φυσικά, είχε άλλα στο μυαλό του, αν και βαθιά μέσα του πίστευε ότι η ζωή του θα άλλαζε προς το καλύτερο. Οπως και έγινε.
Το Παρίσι της εποχής εκείνης ήταν μια πόλη μαγική -πολύχρωμη και απρόβλεπτη- και ο επίδοξος χρυσοχόος από την αρχή έδωσε ελάχιστη σημασία στις σπουδές του. «Κάθε βράδυ κατέληγα στο Μον Παρνάς και γύριζα σαν την πεταλούδα γύρω από το φως», θα θυμηθεί χρόνια αργότερα.
Ξενυχτούσε μέχρι το πρωί πίνοντας, καπνίζοντας και διασκεδάζοντας, ώσπου -όπως ήταν αναμενόμενο- τον έδιωξαν από τη Σχολή. Οσο για το σχετικό γράμμα που έλαβε από τον θείο του δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας: «Δεν θα ξαναλάβεις χρήματα από εμάς. Να επιστρέψεις στην Ελλάδα». Αυτή ήταν η αιτία που ο «ωραίος Ελληνας» αποφάσισε πεισματικά να παραμείνει στο Παρίσι και να προσπαθήσει μόνος του, πια, να επιβιώσει. Κάπως έτσι ξεκίνησε -εντελώς συμπτωματικά- να εργάζεται ως κομπάρσος στο θέατρο «Ατενέ» του σπουδαίου Λουί Ζουβέ, προκειμένου να εξασφαλίζει ένα χαρτζιλίκι, ενώ την ίδια εποχή έκανε διάφορες άλλες δουλειές: Φωτομοντέλο, πλασιέ γυναικείων καπέλων μέχρι και ασφάλειες ζωής. Αλλά ο Ζουβέ εντυπωσιάζεται από τον Λάμπρο, από την παρουσία του και τις εκφράσεις του, το χιούμορ και τις γκριμάτσες του διαβλέποντας ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν μεγάλο πρωταγωνιστή. Ακολούθως, βρέθηκε να φοιτά, το 1933, στη Σχολή του Ζουβέ και στη συνέχεια -ως φυσικό επακόλουθο- έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνή.
Σε λίγο, μάλιστα, άρχισε να ξεχωρίζει με το όνομα Κωνστάν Νταράς και να ξεδιπλώνει σταδιακά το ανεπανάληπτο υποκριτικό του ταλέντο. Η πρώτη του σημαντική επιτυχία ήρθε με τον «Κουρσάρο» του Μαρσέλ Ασάρ, και ήταν τέτοιας έκτασης που η διάσημη συγγραφέας Κολέτ έγραψε: «Δυστυχώς, σε ένα επιχορηγούμενο γαλλικό θέατρο, ο καλύτερος ηθοποιός είναι ένας Ελληνας». Μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια θα ακολουθούσαν αλλεπάλληλες διακρίσεις. Ολα υπαινίσσονταν μια μεγαλειώδη διεθνή καριέρα για τον πολυτάλαντο ηθοποιό, μέχρι που ένα ακόμη γράμμα από την Ελλάδα θα σηματοδοτούσε -και πάλι- μια καθοριστική αλλαγή στη ζωή του: Επρεπε να ταξιδέψει επειγόντως στην Αθήνα για να καταταγεί στον στρατό λόγω του πολέμου: Επέστρεψε, επιστρατεύτηκε, τραυματίστηκε και όταν απολύθηκε, ξεκίνησε από την αρχή την καριέρα του, αυτήν τη φορά ωστόσο στην Ελλάδα. Μόνο που τώρα η φήμη του από το εξωτερικό τού προσέδιδε ένα κύρος, το οποίο συνέβαλε στο να συνεργάζεται με τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Μια δεύτερη καριέρα ξεκινούσε, η οποία τελικά θα τον επέβαλε ως τον «βασιλιά της κωμωδίας».
Η παρουσία του υπήρξε στις επόμενες δεκαετίες ιδιαίτερα έντονη στο θέατρο: Αρχικά εμφανίστηκε δίπλα στην κυρία Κατερίνα, ενώ συμμετείχε σε διάφορους θιάσους και δεν θα αργούσε να χριστεί πρωταγωνιστής, παίζοντας για αρκετές σεζόν ως συνθιασάρχης, πια, με τους Μάνο Κατράκη, Μιράντα, Βίλμα Κύρου, Τζένη Καρέζη, Μάρω Κοντού και Ελλη Λαμπέτη, παρουσιάζοντας έργα όπως «Η θεατρίνα» του Σόμερσετ Μομ, «Παράξενο Ιντερμέτζο» του Ευγένιου Ο’ Νιλ, «Ροζ αμαρτία» των Τσιφόρου-Βασιλειάδη, «Κρατικές υποθέσεις» του Λουί Βερνέιγ, «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» των Γιαλαμά και Πρετεντέρη – έργα, δηλαδή, ποικίλων υποκριτικών απαιτήσεων.
Πάντως, ο Κωνσταντάρας θα γίνει πρωτίστως δημοφιλής χάρη στον κινηματογράφο, όπου στην αρχή εμφανιζόταν ως ζεν πρεμιέ, για να ακολουθήσουν ρόλοι του πατέρα ηθοποιών όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη, ενώ θα αποκτήσει τον θαυμασμό όλων όχι μόνο για το κωμικό ταλέντο που αναδεικνύεται από τις ερμηνείες του, αλλά και από το βάθος που τους προσέδιδε. Η πρώτη συμμετοχή του σε ελληνική ταινία έγινε το 1939 στο «Τραγούδι του γυρισμού» σε σκηνοθεσία του Φιλοποίμενος Φίνου. Ακολούθησαν πλήθος ταινιών -πάνω από εβδομήντα- μεταξύ των οποίων: «Ούτε γάτα ούτε ζημιά», «Διακοπές στην Αίγινα», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Η χαρτοπαίχτρα», «Ο ζηλιαρόγατος», «Ο γεροντοκόρος», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι», «Τζένη Τζένη», «Ο μπλοφατζής» (κέρδισε το βραβείο Α/ ανδρικού ρόλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1969) και η κλασική κωμική ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο». Αλλωστε με την κωμωδία θα κέρδιζε την πλατιά αποδοχή δημιουργώντας μια ιδιότυπη περσόνα: Εκείνη του καθημερινού τύπου που του συμβαίνουν αναπάντεχα και περίεργα περιστατικά. Σε κάθε περίπτωση, διέθετε μια εσωτερική ευφορία η οποία του «έβγαινε» στη σκηνή ή στην οθόνη, εκείνη του ανθρώπου του γλεντιού που είχε μια ακτινοβολία, ένα εγκάρδιο χαμόγελο, που ήθελε να χαρεί τη ζωή και που -αλίμονο- όταν τον σνόμπαραν οι πιτσιρίκες στις ταινίες του, έπαιρνε το ύφος του δαρμένου σκύλου. Σε αντιστοιχία, επίσης, με τους ρόλους που ερμήνευε, έζησε πολυάριθμους εφήμερους ή μακροχρόνιους έρωτες, ενώ παντρεύτηκε δύο φορές: Το 1945 με τη Γιούλη Γεωργοπούλου, από την οποία απέκτησε τον γιο του Δημήτρη, και το 1971 με τη Φιλιώ Κεκάτου.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έφυγε από τη ζωή τον Ιούνιο του 1985 και -παρ’ όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν- εξακολουθεί να γοητεύει σταθερά το κοινό που απολαμβάνει το πληθωρικό του ταλέντο. Ηταν και -απ’ ό,τι φαίνεται θα παραμείνει- για όλους ο αγαπημένος γλεντζές, ο αρχοντάνθρωπος της μεγάλης οθόνης, ο εκπληκτικός υπουργός Μαυρογυαλούρος, ο αιώνιος μπλοφατζής, ο γλυκός και αυστηρός πατέρας της Αλίκης, το αμετανόητο γεροντοπαλίκαρο που όταν ερωτευόταν άκουγε μέσα του το χλιμίντρισμα του αλόγου! Πρόκειται αναμφίβολα για έναν παγκόσμιας κλάσης ηθοποιό ο οποίος, μέσα από τις αλλεπάλληλες επαναλήψεις των ταινιών του στη μικρή οθόνη, όχι μόνο δεν κουράζει ποτέ αλλά ανακαλύπτεται εκ νέου, ξαφνιάζοντας πάντοτε με την άφθαρτη -και διαχρονική- αξία των ερμηνειών του…