Η Φλέρυ Νταντωνάκη – πραγματικό όνομα Ελευθερία Παπαδαντωνάκη – γεννήθηκε το 1937 στην Αθήνα και από τα 10 της χρόνια ήταν ήδη ηθοποιός. Ο πατέρας της, σκηνοθέτης, ηθοποιός και κινηματογραφικός παραγωγός ήταν η αφορμή για την ενασχόληση της από πολύ μικρή ηλικία με τις τέχνες.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, βρίσκεται στις ΗΠΑ για σπουδές στη Νότια Καρολίνα κι από κει με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Brandeis από όπου αποφοιτεί στα 1961.
Εμφανίζεται σε θεατρικές παραστάσεις στη Νέα Υόρκη. Το ταλέντο της στο τραγούδι «ανακαλύπτεται» τυχαία από κάποιους φίλους της που την παροτρύνουν να τραγουδήσει γι αυτούς κάποια ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Ξεκινά έτσι τις πρώτες εμφανίσεις της ως τραγουδίστρια με ένα ρεπερτόριο που περιλάμβανε ακόμη ισπανικά και βραζιλιάνικα λαϊκά τραγούδια.
Το 1965 ηχογραφεί στην Vanguard, τη θρυλική φολκ εταιρεία της Joan Baez, τον πρώτο της δίσκο με τίτλο «Fleury: The isles of Greeces». Eκεί μέσα, μεταξύ του «Δε με πονάς» του Καλδάρα ή του «Manha de carnaval» του Louis Bonfa, ερμήνευε και τρία κομμάτια του «νεαρού ‘Ελληνα συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη» (…) από όσο μας πληροφορούσε το ένθετο σημείωμα εκείνης της σπάνιας έκδοσης! Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 στη χώρα μας, η Φλέρυ εντάσσεται στο αντιδικτατορικό κίνημα. Γνωρίζεται με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ανδρέα Παπανδρέου και συχνά τραγουδά στις εκεί συγκεντρώσεις του. Θα αντικαταστήσει, μάλιστα και τη Μελίνα σε μια από τις παραστάσεις του «Ilya darling» του Jyles Dassin (θεατρική προσαρμογή της ήδη Βραβευμένης με Όσκαρ ταινίας «Ποτέ την Κυριακή») στο ρόλο της Ίλυας. Στην εκπομπή του Μέρβ Γκρίφφιν, στην οποία συχνά ήταν προσκαλεσμένη καταγγέλλει τη χούντα των συνταγματαρχών τραγουδώντας ζωντανά στην αμερικανική τηλεόραση το «Σώπα, όπου να’ ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» από την «Ρωμιοσύνη» του Θεοδωράκη.
Το 1969 ο Βασίλης Φωτόπουλος, ο πρώτος Έλληνας βραβευμένος με Όσκαρ για ία σκηνικά του στον «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη, επιλέγει τη Φλέρυ για τον ρόλο της Ηλέκτρας στην κινηματογραφική μεταφορά του «Ορέστη». Παρ’ όλο που ο Φωτόπουλος είχε εξασφαλίσει την άτυπη διαβεβαίωση του συνταγματάρχη της χούντας Ιωάννη Λαδά ότι δεν θα υπάρξει καμία παρέμβαση στο έργο του, ήταν δύσκολο για τη Φλέρυ να έρθει στη Μάνη όπου θα γίνονταν τα γυρίσματα. Υπήρχε ο κίνδυνος να συλληφθεί, καθώς στην Ελλάδα είχαν υποστεί βασανιστήρια από τη χούνια και φιλικά της πρόσωπα, όπως η ηθοποιός Κίττυ Αρσένη μεταξύ άλλων. Τελικά, ο «Ορέστης» σε σκηνοθεσία Βασίλη Φωτόπουλου κατάφερε να ολοκληρωθεί με συμπρωταγωνιστή το νεαρό Hiram Keller, μία και μοναδική κόπια φυλάσσεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
Στις 29 Μαΐου του 1970 κι ενώ η Φλέρυ είχε ήδη γνωριστεί με τον Μάνο Χατζιδάκι κάνει την πρώτη γνωριμία της με το αθηναϊκό κοινό τραγουδώντας στο «Κονσέρτο ’70» του Σταύρου Ξαρχάκου στο θέατρο «Κοτοπούλη». Ντυμένη με φορεσιά κοσμημένη με μοτίβα λαϊκής ελληνικής τέχνης, η Φλέρυ ερμήνευσε τα τραγούδια του Ξαρχάκου από το μιούζικαλ «Δώδεκα μήνες καλοκαίρι», ένας συνδυασμός pop μουσικής της εποχής και δημοτικών μοτίβων. Μαζί της και ο νεαρότατος Βλάσης Μπονάτσας, ενώ στο ίδιο κονσέρτο και ο Σταμάτης Κόκοτας τραγούδησε όλες τις γνωστές επιτυχίες του συνθέτη.
Το 1970, ξανά πίσω στην Αμερική συντελείται η ιστορικής σημασίας γνωριμία της με τον Μάνο Χατζιδάκι. Στο πρόγραμμα που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη με τον τίτλο «Jacques Brel is Alive and Well and Living in Paris» αντικαθιστά τελευταία στιγμή την ασθενούσα τραγουδίστρια. Μετά το πέρας του προγράμματος , στο οποίο η Φλέρυ συμμετείχε από σύμπτωση σχεδόν, ο Χατζιδάκις εκστασιασμένος της προτείνει συνεργασία. Έκτοτε, γίνεται η Μούσα του μεγάλου Έλληνα συνθέτη, σε μια περίοδο που και ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις εισερχόταν σε μια νέα και ολότελα προσωπική αντίληψη για το τραγούδι ως μορφή τέχνης.
Το 1970 στο σπίτι του Χατζιδάκι στη Ν. Υόρκη ηχογραφούν μαζί για πιάνο – φωνή μια σειρά από κλασικά ρεμπέτικα των Β. Τσιτσάνη, Μ. Βαμβακάρη, Γ. Παπαϊωάννου, Μπαγιαντέρα. Ο δίσκος αυτός με τίτλο «Η Φλέρυ Νταντωνάκη στα Λειτουργικά του Μάνου Χατζιδάκι» θα κυκλοφορήσει πολλά χρόνια αργότερα από τον Σείριο και θα αποτελέσει την τελευταία δισκογραφική ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα ρεμπέτικα τραγούδια. Το 1971 κυκλοφορεί στη χώρα μας η «Ρυθμολογία», έργο για πιάνο του Χατζιδάκι, μαζί με τα τραγουδισμένα από τη Φλέρυ έξι τραγούδια του «Κύκλου του CNS», σε ποίηση του συνθέτη.
Το 1972 ο Μάνος Χατζιδάκις και η Φλέρυ Νταντωνάκη επιστρέφουν οριστικά στην Ελλάδα. Η επιστροφή τους σηματοδοτεί την εγχώρια δισκογραφική παραγωγή με την έκδοση του δίσκου «Ο Μεγάλος Ερωτικός» με τη συμμετοχή του Δημήτρη Ψαριανού (το έργο βέβαια είχε ξεκινήσει να γράφεται στη Ν. Υόρκη τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς) και περιλαμβάνει: μελοποιήσεις σε παλαιούς και νέους Έλληνες ποιητές, από τη Σαπφώ και τον Ευριπίδη έως τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Federico Garcia Lorca, στην απόδοση του Νίκου Γκάτσου. Σχεδόν παράλληλα με τον «Μεγάλο Ερωτικό», ο Χατζιδάκις ηχογραφεί με τη φωνή της Φλέρυς μια σειρά από παλιότερα και σύγχρονα του αγαπημένα του τραγούδια («Η μικρή Ραλλού», «Τρελή του φεγγαριού» κ.α.) Οι ηχογραφήσεις αυτές θα κυκλοφορήσουν το 1977 εξ ημισείας με το «Χωρίον ο Πόθος» σε ερμηνεία Ευτύχιου Χατζηττοφή στο δίσκο «Οι Γειτονιές του φεγγαριού».
Στα τέλη του ’72, καθώς και στα μέσα της επόμενης χρονιάς ο Χατζιδάκις ξαναμπαίνει με τη Φλέρυ στο στούντιο, όπου και ηχογραφούν τα συγκλονιστικά τραγούδια του «Καπετάν – Μιχάλη» σε στίχους Γεράσιμου Σταύρου, βασισμένους στο ομώνυμο έργο του Νίκου Καζαντζάκη.«Ο Καπετάν – Μιχάλης» κυκλοφορεί τελικά το 1975 μαζί με τα «Δύο Ναυτικά Τραγούδια» και τον «Κύκλο του CNS», τραγουδισμένο τούτη τη φορά από τον βαρύτονο Σπύρο Σακκά. Το 1972, επίσης η Φλέρυ τραγουδά τα «Δώδεκα τραγούδια Γιώργου Ποταμιάνου», επιστέγασμα της φιλίας της με τον ‘Ελληνα εφοπλιστή από τα χρόνια διαμονής της στις ΗΠΑ. Ο δίσκος είχε κυκλοφορήσει με εξώφυλλο «τουριστικής» λογικής, αποσύρθηκε και επανακυκλοφόρησε από την παραγωγό εταιρεία MINOS με έναν πίνακα του Βασιλείου στο εξώφυλλο. Ορισμένα από τα τραγούδια του Ποταμιάνου, λαϊκά κυρίως και μπαλάντες με την έντονη χρήση αρμόνιου, είχαν παρουσιαστεί και διακριθεί σε φεστιβάλ τραγουδιού, όπως το «Στον Πειραιά, στο Πασαλιμάνι», που πήρε το α’ βραβείο στο φεστιβάλ Πειραιώς.
Παράλληλα με την πορεία της στο τραγούδι, η Φλέρυ συνεχίζει να παίζει και στον κινηματογράφο, περισσότερο ως φιλική συμμετοχή. Έτσι, το 1973 εμφανίζεται στη σπονδυλωτή κωμωδία μικρού μήκους «Ακρόπολις Εξπρές» σε σκηνοθεσία και σενάριο του Θόδωρου Καλομοιράκη – η ταινία αυτή, σχετικά άγνωστη όπως και οι περισσότερες μικρού μήκους, παίχθηκε στο φεστιβάλ κιν/φου Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς, καθώς και στο φεστιβάλ της Γκρενόμπλ.
Την περίοδο 1972 – 73 η Φλέρυ συναντιέται καλλιτεχνικά και με τον Χρήστο Λεοντή, με σκοπό να παρουσιάσουν τα τραγούδια του από τον κύκλο «Αχ, Έρωτα» στο καφέ – θέατρο «Πολύτροπον», στην Πλάκα. Γίνονται οι πρόβες, αλλά η συνεργασία Νταντωνάκη – Λεοντή δεν ολοκληρώνεται ποτέ και «δυστυχώς» σύμφωνα με μαρτυρία του συνθέτη «που δεν προνόησα να ηχογραφήσω κάτι από τις πρόβες».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, η Φλέρυ ταλανίζεται από τους εσωτερικούς της δαίμονες, ελκύεται από τις ανατολίτικες θρησκείες και “χάνεται στα μονοπάτια του μυαλού της” όπως δημόσια δηλώνει η ίδια. Λίγα χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξη της στην κρατική τηλεόραση δε θα διστάσει να αποκαλέσει τους γκουρού «λαιστρηγόνες επικίνδυνους»! Το 1984 ερμηνεύει τρία τραγούδια στον πρώτο μικρό δίσκο του Ηλία Λιούγκου με τίτλο «Νυχτερινή δοκιμασία» σε ενορχήστρωση Νίκου Κυπουργού και δ/νση του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος έγραφε τότε στο εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου: «… Να ξεκινήσετε την ακρόαση του για δύο πρωταρχικούς λόγους. Και γιατί τραγουδάει η Φλέρυ, ύστερα από τόσον καιρό και γιατί ενδιαφέρθηκα να τον διευθύνω ο ίδιος». Την ίδια χρονιά, ακόμη συμμετέχει κατά κάποιο τρόπο και σ’ άλλη μια μικρού μήκους ταινία: δανείζει τη φωνή της, μαζί με τον Χρύσανθο στο ντοκιμαντέρ, παραγωγής του Υπουργείου Πολιτισμού «Ω, Γλυκύ μου ‘Εαρ» σε σκηνοθεσία και σενάριο Βασίλη Κεσίσογλου – μια κινηματογραφική μεταφορά των θείων παθών μέσα από τη Βυζαντινή ζωγραφική! Ακολουθούν οι εμφανίσεις της στους μουσικούς χώρους «Τιπούκειτος» της οδού Βαλτετσίου, «Καφέ – θέατρο» στην Κοδριγκτώνος και στον Πύργο των Αθηνών, προσωπικό χώρο του Βαγγέλη Σκούρτη. Με βασικό συνεργάτη της τον πιανίστα Γιάννη Σπυρόπουλο – Μπαχ, η Φλέρυ ερμηνεύει, εκτός από Χατζιδάκι, ελληνικά λαϊκά, αλλά και jazz και soul κομμάτια. Συμμετέχει στη συναυλία συμπαράστασης στους σεισμοπαθείς του Μεξικό, όπου ερμηνεύει μερικά από τα «Canciones Populares» του Lorva και άλλα ισπανικά τραγούδια (Το «que bonita» το είχε πρωτοτραγουδήσει για τον πρώτο της δίσκο του 1965).
Το 1986 πραγματοποιεί την τελευταία της δισκογραφική παρουσία, συμμετέχοντας στο δίσκο «Τσιμεντένια Τρένα» του συγκροτήματος Τερμίτες με το σπαραχτικό «Τραγούδι της νύχτας» σε ποίηση Μιχάλη Μαρμοτάκη. Είναι αυτονόητη η εκτίμηση που έτρεφε η Φλέρυ Νταντωνάκη για το rock μουσικό κίνημα, από τη δεκαετία του ’60 που ζούσε στην Αμερική, υπεύθυνος όμως γι’ αυτή την τελευταία της συμμετοχή στη δισκογραφία, μάλλον ήταν ο στενός συνεργάτης της Γιάννης Σπυρόπουλος – Μπαχ, ο οποίος τότε ανήκε στη συνθετική ομάδα των Τερμιτών.
Ως τελευταία δημόσια εμφάνιση της, θα ανέφερα τη σύμπραξη της με τη Δήμητρα Γαλάνη στη συναυλία στη Ρωμαϊκή Αγορά, με τη γνωστή πλέον ιστορία, να εγκαταλείπει τη σκηνή σαν τρομαγμένο μικρό παιδί, σοκαρισμένη από τα πλήθη του κόσμου που είχαν συρρεύσει στο χώρο για να την ακούσουν. Τελικά όμως επιστρέφει και τραγουδά, χαρίζοντας στο κοινό της άλλη μια αλησμόνητη ερμηνεία.
Έκτοτε, ακολουθεί η σιωπή. Αποτραβηγμένη στο σπίτι της στη Νέα Σμύρνη αρχικώς κι έπειτα σ’ αυτό της οδού Σαπφούς, στα Μελίσσια, παρέα με την κόρη της Ζωή και τη μητέρα της, η Φλέρυ θεωρεί ότι τελείωσε οριστικά με την τέχνη του τραγουδιού. Διάφορες προσπάθειες που έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, από καλλιτέχνες που την θαύμαζαν, όπως ο Θανάσης Μωραΐτης για επανεμφάνιση της στα μουσικά πράγματα, αποβαίνουν άκαρπες. Στην πραγματικότητα, σκέψεις συναδέλφων και φίλων της Φλέρυς για μια πιο ενεργό συμμετοχή της στη δισκογραφία πάντοτε υπήρχαν: ανατρέχοντας σε πολιτιστικά ρεπορτάζ εφημερίδων από το 1986 μαθαίνουμε πως η Μαρία Φαραντούρη, η Μαρίζα Κωχ και η Φλέρυ Νταντωνάκη ετοιμάζονται να ηχογραφήσουν τα τραγούδια της Κωχ σε ποίηση Κώστα Βάρναλη – κάτι που εν τέλει δεν έγινε ποτέ, δυστυχώς. Το 1994 στη συλλογή τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη με τίτλο «Άπονες Εξουσίες», την ακούμε να τραγουδά το «Μάνα μου και Παναγιά».
Πρόκειται για ανακρίβεια το ότι αυτή ήταν και η τελευταία «παρουσία» της Φλέρυς στη δισκογραφία, εφόσον η συγκεκριμένη ηχογράφηση του κλασικού τραγουδιού των Μ. Θεοδωράκη/ Τ. Λειβαδίτη προερχόταν κατ’ ευθείαν αποσπασμένη από εκείνον τον πρώτο δίσκο της στην Αμερική. Το ίδιο συνέβη και με τα τραγούδια «Σουσουράδα» του Νίκου Γούναρη ή τη «Μυρτιά» των Μ. Θεοδωράκη/ Ν. Γκάτσου, τα οποία δεν έπαψαν να εμφανίζονται ενταγμένα σε διάφορες συλλογές – αφιερώματα στους αναφερόμενους συνθέτες.
Συνεχίζοντας να ζει απομονωμένη στο σπίτι – ερημητήριο της και με τους ιδιωτικούς της δαίμονες να γιγαντώνονται, η Φλέρυ χτυπιέται κι από την επάρατη νόσο. Στις 18 Ιουλίου του 1998 θα αφήσει την τελευταία της πνοή στο Νοσοκομείο του Μεταξά, στον Πειραιά και θα αναπαυθεί στο κοιμητήριο της Παιανίας, πλάι στο μνήμα του Μάνου Χατζιδάκι, του ανθρώπου με του οποίου το έργο ταυτίστηκε περισσότερο από κάθε άλλον καλλιτέχνη