Ενδαγγειακή αντιμετώπιση
Το ανεύρυσμα της αορτής που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση από το θώρακα έως την κοιλιά και τις λαγόνιες χώρες καλείται θωρακοκοιλιακό ανεύρυσμα και αποτελεί μία από τις σοβαρότερες και πλέον θανατηφόρες αγγειακές παθήσεις. Ο σημαντικότερος κίνδυνος είναι το ανεύρυσμα αυτό να σπάσει και τότε η πιθανότητα ο ασθενής να καταλήξει είναι μεγάλη. Όταν το ανεύρυσμα ξεπεράσει σε διάμετρο το όριο των 5,5-6 εκ. θα πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα, πριν αυξηθεί η διάμετρός του και αυξηθεί η πιθανότητα ρήξης που θα ήταν μοιραία για τον ασθενή.
Η ανοιχτή χειρουργική αντιμετώπιση (εκτομή ανευρύσματος και θωρακοκοιλιακή παράκαμψη), που αποτελεί και την κλασική μέθοδο θεραπείας, συνοδεύεται από σημαντικά ποσοστά θνητότητας, νοσηρότητας και επιπλοκών [π.χ. νεφρικών, ηπατικών, καρδιολογικών, νευρολογικών (π.χ. παραπληγίας)].
Η δυσκολία αντιμετώπισης των ανευρυσμάτων αυτών και οι προκαλούμενες σε υψηλό ποσοστό επιπλοκές, οφείλονται στο γεγονός ότι από τη θωρακοκοιλιακή αορτή, δηλαδή από το ίδιο το ανεύρυσμα, ξεκινούν οι σημαντικότερες αρτηρίες από τις οποίες αιματώνονται σπλαχνικά όργανα ζωτικής σημασίας για τον οργανισμό μας. Οι αρτηρίες αυτές, όπως η κοιλιακή αρτηρία, η άνω μεσεντέρια αρτηρία, οι νεφρικές, οι μεσοπλεύριες και οι οσφυϊκές αιματώνουν ζωτικά όργανα, όπως το στομάχι, το έντερο, το ήπαρ, το σπλήνα και το νωτιαίο μυελό.
Η δυσκολία επίσης των χειρουργικών αναστομώσεων, ο μεγάλος χειρουργικός χρόνος ισχαιμίας, το μεγάλο χειρουργικό τραύμα (από την ΑΡ ωμοπλάτη ως την ηβική σύμφυση) και η απώλεια αίματος, αποτελούν μερικές από τις αιτίες του υψηλού ποσοστού επιπλοκών της ανοικτής επέμβασης με παρατεταμένο συχνά χρόνο νοσηλείας (ειδικά στη ΜΕΘ), αλλά και υψηλή θνητότητα.
Η ενδαγγειακή αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων αυτών με ειδικά ενδοαυλικά μοσχεύματα αποτελεί μια λιγότερο επεμβατική τεχνική που εφαρμόζεται ήδη με επιτυχία σε εξειδικευμένα κέντρα του εξωτερικού την τελευταία δεκαετία. Κατά τη μέθοδο αυτή, σχεδιάζεται με ειδικό λογισμικό και με βάση την αξονική αγγειογραφία της θωρακικής και κοιλιακής αορτής του ασθενούς ειδικό μόσχευμα, που κατασκευάζεται ειδικά για το συγκεκριμένο ασθενή. Το μόσχευμα αυτό ενσωματώνει θυρίδες (fenestrations) ή και πλάγιους κλάδους (branches), οι οποίοι σχεδιάζονται έτσι ώστε να αντιστοιχούν στη θέση έκφυσης των σπλαχνικών αρτηριών όταν το ενδαγγειακό μόσχευμα τοποθετηθεί μέσα στην αορτή του ασθενούς υπό ακτινοσκόπηση. Όλη η επέμβαση εκτελείται από τρεις μικρές τομές (δύο στις βουβωνικές χώρες και μία στη μασχαλιαία κοιλότητα) όλες μήκους 4-5 εκατοστών.
Αφού τοποθετηθεί το κύριο μόσχευμα από τη μία μηριαία αρτηρία, στη συνέχεια από την άλλη μηριαία και τη μασχαλιαία αρτηρία καθετηριάζονται μέσα από το μόσχευμα και τις θυρίδες ή τους πλάγιους κλάδους τα σπλαχνικά αγγεία που αναφέρθηκαν και στη συνέχεια τοποθετούνται νέα stents που γεφυρώνουν τα αγγεία με το μόσχευμα.
Με τον τρόπο αυτό όλη η επέμβαση γίνεται ενδαγγειακά με μικρότερη επιβάρυνση του ασθενούς. Η μέθοδος αυτή συνοδεύεται από χαμηλότερα ποσοστά θνητότητας και νοσηρότητας σε σχέση με την ανοικτή επέμβαση. Ο ασθενής έχει ανάγκη από μικρότερη μετάγγιση αίματος, ο χειρουργικός χρόνος είναι μικρότερος, όπως και ο συνολικός χρόνος νοσηλείας.
Τα μειονεκτήματα της μεθόδου, είναι ότι απαιτείται κατάλληλη ανατομία του ασθενούς, ενώ ο αναγκαίος χρόνος που απαιτείται για την κατασκευή του μοσχεύματος, ποικίλει από 4-6 εβδομάδες μια και το μόσχευμα είναι «κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα του κάθε ασθενή. Οπότε η μέθοδος αυτή δεν είναι κατάλληλη για ραγέντα ανευρύσματα που έχουν σαφώς την έννοια του επείγοντος.