Κάποια μέρα έτυχε ο Διόνυσος να βρίσκεται σε μιαν ακρογιαλιά, ανεβασμένος πάνω στα βράχια, και ν’ αγναντεύει τη θάλασσα. Έμοιαζε με όμορφο, δυνατό παλικάρι στην πρώτη του νιότη, με μαύρα κατσαρά μαλλιά και μ’ έναν πορφυρό μανδύα να σκεπάζει τους ώμους του.
Εκείνη την ώρα βρέθηκε να περνάει ένα καράβι με Τυρρηνούς κουρσάρους. Όταν τον έκοψε από μακριά το μάτι τους, τον πήραν για βασιλόπουλο και αμέσως γνεύτηκαν μεταξύ τους. Έτσι ξεμοναχιασμένος που έστεκε, ήταν μια καλή ευκαιρία να τον αρπάξουν και να ζητήσουν έπειτα λύτρα από τον πατέρα του. Χωρίς να χάσουν καιρό, μάϊναραν τα πανιά, έπεσαν δίπλα στη στεριά, πήδησαν έξω, τον έπιασαν και τον ανέβασαν στο καράβι. Όσες φορές όμως και να δοκίμασαν να τον δέσουν χεροπόδαρα, τα σκοινιά λύνονταν από μόνα τους και πετάγονταν πέρα. Ο θεός δεν μιλούσε ούτε έφερνε καμιάν αντίσταση, μόνο που χαμογελούσε.
Μονάχα αυτός που κρατούσε το τιμόνι του καραβιού κατάλαβε πως ο αιχμάλωτός τους δεν ήταν θνητός.
– Σταθείτε, φώναξε στους άλλους, αυτός που πιάσατε μοιάζει με θεό του Ολύμπου, το καράβι μας δεν τον σηκώνει και πρέπει να τον αφήσουμε γρήγορα ελεύθερο. Μη βάζετε χέρι πάνω του, μήπως μας θυμώσει και μας πνίξει σηκώνοντας φουρτούνες και ανεμοζάλες!
Πού ν’ ακούσουν οι κουρσάροι! Ο αρχηγός τους μάλιστα του έβαλε τις φωνές: – Εσύ να κοιτάζεις τη δουλειά σου! . Άνοιξε πάλι τα πανιά και άφησε εμάς τους άλλους, που είμαστε άντρες, να γνοιαστούμε για τούτον. Λογαριάζω να τον πάμε στην Αίγυπτο, ή στην Κύπρο, ή στους Υπερβόρειους, ή και ακόμα πιο πέρα. Κάποτε θα σπάσει και θα μας φανερώσει ποιοι είναι οι δικοί του και πόσο το βιος τους. Πρέπει θεός να μας τον έριξε στα χέρια, για να κερδίσουμε πολλά!
Σηκώνουν λοιπόν τα πανιά και παίρνουν ν’ αρμενίζουν. Ξαφνικά, δεν μπορούν να πιστέψουν τα μάτια τους. Το καράβι έχει πλημμυρίσει κρασί στο πανί ψηλά απλώνει κλήμα με πλήθος τα κρεμασμένα σταφύλια στο κατάρτι γύρω, από πάνω ως κάτω, φυτρώνει κισσός οι σκαρμοί των κουπιών στεφανώνονται με λουλούδια. Οι ναύτες τα χάνουν και φωνάζουν στον τιμονιέρη ν’ αλλάξει γραμμή και να γυρίσουν πίσω στη στεριά. Είναι όμως αργά πια. Ο θεός μεταμορφώνεται σε λιοντάρι και τους ρίχνεται από την πλώρη με άγρια μουγκρητά την ίδια στιγμή, στη μέση του καραβιού προβάλλει μια αρκούδα, που σηκώνεται στα δυο της πόδια, έτοιμη να τους ριχτεί. Τρομαγμένοι οι κουρσάροι τρέχουν να γλιτώσουν στην πρύμνα, γύρω από τον τιμονιέρη. Αυτός είναι ο μόνος που δεν τα έχει χάσει ξέρει πως ο θεός – όποιος και να είναι – αυτόν θα τον λυπηθεί, γιατί από την αρχή δεν ήθελε να τον πειράξουν.
Το λιοντάρι χύνεται, αρπάζει μέσα στα δόντια του τον αρχικουρσάρο και τον κομματιάζει. Για να μην τους βρει η ίδια τύχη, οι άλλοι πηδούν στη θάλασσα, όπου μεταμορφώνονται σε δελφίνια . Όταν στο καράβι δεν έχουν απομείνει παρά ο Διόνυσος και ο τιμονιέρης μόνο, ο θεός τού φανερώνεται: – Κουράγιο, καλέ μου γέροντα! Είμαι ο Διόνυσος, που γέννησε η Σεμέλη στον Δία.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
Η χρονολόγηση του Ύμνου στον Διόνυσο είναι αβέβαιη και παίζει από τον 7ο ως τον 4ο αιώνα π. Χ., αν όχι και αργότερα. Ούτε ξέρουμε ποιο λαό έχει στο νου του ο ποιητής, όταν μιλεί για Τυρρηνούς (στ. 8). Τυρρηνοί είναι το όνομα των Ετρούσκων της Ιταλίας, που τις πειρατικές επιδρομές τους τις είχαν δοκιμάσει οι Έλληνες τουλάχιστον από τον 6ο αιώνα π. Χ. Τυρρηνούς όμως ονόμαζαν και τους παλαιότερου ς κατοίκους της Ελλάδας, τους Πελασγούς, που εγκατεστημένοι αργότερα στη Λήμνο δεν ήταν λιγότερο γνωστοί ως κουρσάροι. (Βλ. Ηρόδοτο 6, 137 κ.ε.).
Ο αιχμαλωτισμένος Διόνυσος φανερώνει τη θεϊκιά του υπόσταση πλημμυρίζοντας το καράβι με κρασί και στολίζοντάς το με κλήματα, κισσό και λουλούδια. Και οι μεταμορφώσεις σε άγρια θηρία, ιδιαίτερα σε λιοντάρι, χαρακτηρίζουν το θεό αυτόν. (Πρβ. Ευριπίδη, Βάκχες 1017 Κ.ε., Οράτιο, Ωδές 2, 19, 23, Κ.ε., Νόννο, Διονυσιακά 6, 182 Κ.ε., και 40, 43 κ.ε.). Για να φοβίσει τις κόρες του Μινύα, που δεν ήθελαν ν’ ακολουθήσουν τις άλλες γυναίκες του Ορχομενού στις βακχικές του τελετές, ο θεός έγένετο ταύρος και λέων και πάρδαλις και ε των κελεόντων (= τα όρθια δοκάρια του αργαλειού) έρρύη νέκταρ αυτώ καί γάλα (Αντωνίνος Λιβεράλης 10,2).
Σε ποιο ακρογιάλι έστεκε ο Διόνυσος, όταν τον έπιασαν, δεν λέγεται στον Ύμνο. Κατά την παραλλαγή του Απολλόδωρου (3, 37 κ.ε.), βρισκόταν στην Ικαρία και είχε ο ίδιος ναυλώσει το καράβι των Τυρρηνών, για να τον περάσουν στη Νάξο. Όταν εκείνοι, για να τον πουλήσουν, άλλαξαν δρόμο και τράβηξαν κατά την Ασία, ο θεός μεταμόρφωσε το κατάρτι και τα κουπιά σε φίδια και γέμισε το πλοίο με κισσό και ήχους αυλών. – Ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις 3, 597 κ.ε.) τοποθετεί το επεισόδιο στη Χίο, άλλοι αλλού. – Ο Φιλόστρατος (Εικόνες 1, 19) περιγράφει έναν πίνακα, όπου το τυρρηνικό καράβι δοκίμαζε να πέσει πάνω στο καράβι του θεού, που ταξίδευε συντροφιά με τις Μαινάδες. Η τιμωρία των κουρσάρων ήταν η ίδια.
Η αγάπη που δείχνουν τα δελφίνια στους ανθρώπους, καθώς συνοδεύουν τα ταξίδια τους στις θάλασσες, προκάλεσε την πίστη πως ήταν κάποτε άνθρωποι (Πρβ. Λουκιανό, Ενάλιοι Διάλογοι 8,1). Έτσι πλάστηκε η παράδοση που αναφέρει ο Ύμνος μας. Γνωστές είναι και οι ιστορίες πως τα δελφίνια γλίτωσαν από τον πνιγμό τον Μελικέρτη και τον κιθαρωδό Αρίωνα (Ηρόδοτος 1, 24) κουβαλώντας τους στις πλάτες τους.
ΠΗΓΗ : ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, ΟΙ ΘΕΟΙ, τομ. 2, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ