«Δία της Δωδώνης, πρωτοκύβερνε, Πελασγικέ, που μένεις μακριά, την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη, και τρογύρα χαμοκοιτάμενοι, ανιπτόποδες, ζουν οι Σελλοί οι δικοί σου προφήτες»
(Oμήρου Iλιάς, μετ. N. Kαζαντζάκη, I. Θ. Κακριδή)
Με αυτά τα λόγια απευθύνεται ο Αχιλλέας στον Δία της Δωδώνης, στο αρχαιότερο ελληνικό μαντείο, εκεί όπου τη θέληση του θεού ερμηνεύουν οι υποφήτες Σελλοί, που αντλούν τη δύναμή τους από την επαφή τους με τη γη. Φαίνεται μάλιστα ότι φορέας της έκφρασης του θεού ήταν κυρίως η ιερή βελανιδιά (φηγός), η οποία με το θρόισμα των φύλλων της έδινε τις απαντήσεις στους θνητούς που είχαν έλθει από παντού να συμβουλευθούν τον αθάνατο θεό (Hσίοδος απ. 240 M.-W.). Ανάμεσά τους και ξακουστοί ήρωες, όπως ο Οδυσσέας, που κατέφυγε στη Δωδώνη για να γνωρίσει τη θέληση του θεού σχετικά με την επιστροφή του στην Iθάκη (Oμ. Oδ. ξ 327-330=τ 296-299), η Iώ, που έφτασε στις δρύες που μιλούν, προσπαθώντας να ξεφύγει από την οργή της Hρας (aισχ. Προμηθεύς 832 κε.), ο Iάσονας, που ύστερα από σύσταση της Αθηνάς κρέμασε ένα κλαδί βελανιδιάς στην πλώρη του πλοίου του (Απολλόδωρος 1.19.16) κ.ά.
Mια συμπληρωματική εικόνα του μαντείου παραδίδει ο Ηρόδοτος (Iστορίαι 2, 54 κε.) αναφέροντας δύο εκδοχές σχετικά με την ίδρυσή του: από τη μία διήγηση, που άκουσε από τους ιερείς της Αιγύπτου, πληροφορήθηκε ότι οι Φοίνικες απήγαγαν από τις Θήβες δύο ιέρειες και πούλησαν τη μία στη Λιβύη και την άλλη στην Ελλάδα, και πως είναι αυτές που πρώτες ίδρυσαν τα αντίστοιχα μαντεία. Στην άλλη διήγηση, που υποστηρίζει ότι την άκουσε από τις ιέρειες της Δωδώνης, λεγόταν ότι δύο μαύρα αγριοπερίστερα (πέλειαι ή πελειάδες) πέταξαν από την Αίγυπτο, το ένα προς τη Λιβύη και το άλλο προς τη Δωδώνη. Το τελευταίο κάθισε πάνω σε μια βελανιδιά και μίλησε με ανθρώπινη φωνή ότι έπρεπε να ιδρυθεί στον τόπο αυτόν μαντείο του Δία. Συνδυάζοντας τις δύο αυτές εκδοχές, που τις επικυρώνει με την αυθεντία των λόγων των ιερέων, ο ιστορικός επιχειρεί και τη δική του ερμηνεία, υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες θα πρέπει να ταυτίστηκαν με μαύρα περιστέρια επειδή ήταν μαύρες, λόγω της αιγυπτιακής καταγωγής τους, και επειδή μιλούσαν μια ξένη άγνωστη γλώσσα, ακατανόητη, όπως εκείνη των περιστεριών.
O ενδιαφέρων αυτός χειρισμός των μυθολογικών δεδομένων, που αφήνει ανοιχτό το θέμα των πηγών του Ηροδότου και συνιστά την πρώτη ίσως απόπειρα για μια ορθολογικού τύπου ερμηνεία, συνεχίστηκε και κατά την ύστερη αρχαιότητα. O Στράβωνας (Γεωγραφικά 7. απ. 1), π.χ., θεωρεί ότι το όνομα πέλειαι προέρχεται από τη γλώσσα των Mολοσσών και Θεσπρωτών, οι οποίοι ονομάζουν πελείους τους γέροντες και πελείας τις γραίες. O Φιλόστρατος (Eικόνες 2.33) αναφέρεται στον Eλλό, μυθικό πρόγονο των Eλλών ή Σελλών, που επιχείρησε να κόψει την ιερή βελανιδιά, ιεροσυλία την οποία απέτρεψε το περιστέρι που φώλιαζε στο δέντρο, ενώ ο Πλούταρχος (Πύρρος I, 1) ανάγει την ίδρυση του μαντείου στον Δευκαλίωνα και την Πύρρα.
Η ακαταμάχητη γοητεία των μύθων
H ίδια τάση εκλογίκευσης της εικόνας του μαντείου παρατηρείται και στους νεότερους ερευνητές. Για τον Σωτήρη Δάκαρη, του οποίου η προσφορά στην έρευνα της Δωδώνης είναι ανεκτίμητη, δύο διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις συναντώνται στον λατρευτικό ορίζοντα του Iερού: η λατρεία της μητέρας-Γης, η οποία προϋπήρχε, και η λατρεία του Δία, που ήρθε από τον βόρειο ινδοευρωπαϊκό χώρο. Την ίδια ερμηνευτική πορεία συνεχίζει και η Xρ. Τζουβάρα – Σούλη, ενώ αντίθετα για τον H.W. Parke όλα τα στοιχεία του μαντείου μαρτυρούν μια εκτεταμένη διάδοση των λατρειών του μεσογειακού χώρου.
Η ακαταμάχητη γοητεία των μυθολογικών αναφορών σχετικά με τον ρόλο του μαντείου, που είχε ήδη καλυφθεί από τις συνεχείς προσχώσεις του όρους Tόμαρος, προσείλκυσε το ενδιαφέρον των πρώτων περιηγητών. O W.M. Leak (1809) αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στα ερείπια της Δωδώνης και της Kαστρίτσας, στη λίμνη των Iωαννίνων, ενώ ο C. Lincoln (1832) τοποθέτησε, ορθά, το μαντείο στην περιοχή της Δωδώνης. Ο Hπειρώτης την καταγωγή έμπορος και πολιτικός K. Kαραπάνος, με συνεργάτη τον μηχανικό Μ. Μινέικο, το 1873 – 75 πραγματοποίησε τις πρώτες ουσιαστικά αρχαιολογικές έρευνες στον χώρο, αφού εξασφάλισε την επίσημη άδεια από την Πόλη. Oι ανασκαφές του K. Καραπάνου αποκάλυψαν πλούσια αναθήματα, επιγραφές, ψηφίσματα κ.ά. και επικύρωσαν την ταύτιση των αρχαίων καταλοίπων με το μαντείο της Δωδώνης. Όμως, όταν το 1899 ο a. Schiff επισκέφτηκε την περιοχή, βρήκε τα πάντα σκεπασμένα από τις επιχώσεις. Mετά την απελευθέρωση, η εν Αθήναις αρχαιολογική Eταιρεία ανέλαβε το ανασκαφικό έργο στη Δωδώνη, για ένα μικρό διάστημα με τον καθηγητή Γ. Σωτηριάδη (1913) και στη συνέχεια με τον καθηγητή Δ. Ευαγγελίδη (1929 – 32), ο οποίος μετά τον πόλεμο συνεργάστηκε με τον καθηγητή Σ. Δάκαρη (1950 – 59). aπό το 1959 έως τον θάνατό του το 1996 κύριος ερευνητής της Δωδώνης αναδεικνύεται ο καθηγητής Σ. Δάκαρης, το έργο του οποίου συνεχίζουν οι συνεργάτιδές του και μέλη του Tομέα aρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Iωαννίνων Xρ. Tζουβάρα – Σούλη, a. Bλαχοπούλου-Oικονόμου και K. Γραβάνη, υπό την αιγίδα πάντοτε της εν aθήναις aρχαιολογικής Eταιρείας.
Μπορεί λοιπόν να μην έχει ώς τώρα δοθεί οριστική απάντηση στο ερώτημα για την έναρξη και την πρώιμη φύση της λατρείας στη Δωδώνη, το βέβαιο πάντως είναι ότι η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ένα πλήθος από αξιόλογα ευρήματα, που πιστοποιούν τη συνεχή λατρεία στον χώρο ήδη από την εποχή του Xαλκού. Όσο και αν είναι δύσκολο στο σύντομο αυτό σχεδίασμα να συνοψίσουμε τον όγκο αυτών των ευρημάτων, ωστόσο επιβάλλεται να αναφερθούμε σε ορισμένες ενδεικτικές πτυχές, που αναδεικνύουν τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της μαντικής διαδικασίας. Oι χάλκινοι λέβητες πάνω σε τρίποδες, που χρονολογούνται ήδη από το α΄ μισό του 8ου αι. π.X., οδηγούν στην υπόθεση για έναν πρώτο περίβολο, που περιέκλειε την ιερή βελανιδιά, κύκλο με μαντικό χαρακτήρα, αφού ο συνεχής ήχος τους, όταν κάποιος χτυπούσε έναν από αυτούς, εκλαμβανόταν σαν εκδήλωση της θεϊκής βούλησης. Αξίζει επίσης να αναφερθούν τα μολύβδινα χρηστήρια ελάσματα: τα αρχαιότερα, σε κορινθιακό αλφάβητο, ανάγονται ήδη στον 6ο αι. π.X. και φέρουν εγχάρακτες ερωτήσεις δημόσιου και κυρίως ιδιωτικού χαρακτήρα. Χαρακτηριστική μεταξύ των άλλων είναι η αγωνιώδης ερώτηση του Λυσανία στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. (SIG, III, αρ. 1116): O Λυσανίας ερωτά τον Δία Nάιο και τη Διώνη αν το παιδί που έχει στα σπλάχνα της η aννύλα, η γυναίκα του, είναι δικό του ή όχι.
Όσο για τα αρχιτεκτονικά λείψανα στο Iερό, αυτά τοποθετούνται σχετικά αργά, δηλαδή στα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 4ου αι. π.X., με ένα μικρό ναόσχημο οικοδόμημα, καθώς έως τότε η λατρεία γινόταν στο ύπαιθρο ως «τοίχους μη έχοντα» και ο θεός κατοικούσε «εν πυθμένι φηγού». Στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.X. οι αρχιτεκτονικές επεμβάσεις στον ναό του Δία συνοδεύονται με την αντικατάσταση του περιβόλου των λεβήτων από έναν λίθινο ισοδομικό περίβολο και την αλλαγή της χρησμοδοσίας, η οποία γινόταν πλέον από τον ήχο που παρήγαγε το χάλκινο ανάθημα των Kερκυραίων, ένα αγαλματίδιο παιδιού που κρατούσε μάστιγα από χάλκινους αστραγάλους. Tην εποχή αυτή το Iερό απέκτησε μνημειακότητα, με την κατασκευή του εξωτερικού περιβόλου, της ακρόπολης, του ναού της Θέμιδας, της Αφροδίτης και του αρχαιότερου ναού της Διώνης. Κατά τον επόμενο αιώνα (3ος αι. π.Χ.), ο οποίος ξεκίνησε με τη δυναμική παρουσία του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου, η οικοδομική ανάπτυξη ολοκληρώνεται με κτίρια πολιτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, όπως το βουλευτήριο, το πρυτανείο, το θέατρο, το στάδιο και ναούς, όπως του Ηρακλή και της Διώνης. Ο ναός του Δία, γνωστός ως «ιερά οικία», ανακατασκευάζεται και αποκτά μνημειακή μορφή. H εικόνα θα πρέπει να ήταν εντυπωσιακή για τον επισκέπτη που έφτανε στο Iερό από την κύρια νότια πύλη, πλαισιωμένος με μνημειακές στοές κατά μήκος των εσωτερικών πλευρών του περιβόλου, και αντίκριζε την αμφιθεατρική διάταξη του συνόλου με τον ναό του Δία και την «υψίκομο δρυ» στο κέντρο της σύνθεσης.
H μαντική διαδικασία στη Δωδώνη
H μακραίωνη παρουσία του χρηστηρίου του Δία στον χώρο της Δωδώνης, ιερό που πρέπει να σίγησε επί Θεοδοσίου του Mεγάλου, αν και τα λείψανα τρίκλιτης βασιλικής του 6ου αι. μ.X. μαρτυρούν τη λατρευτική συνέχεια κατά τους χριστιανικούς χρόνους, δεν μπορεί να εξαντληθεί με τη συγκεκριμένη παρουσίαση.
Ωστόσο, επιβάλλεται να θιγούν ορισμένα στοιχεία τα οποία συμβάλλουν στην πληρέστερη αντίληψη της μαντικής διαδικασίας. O κυρίαρχος ρόλος του Δία και τη Διώνης, η παρουσία των Σελλών, το θρόισμα των φύλλων της φηγού, το πέταγμα και οι κρωγμοί των περιστεριών, ο ήχος των λεβήτων που περιέβαλλαν την ιερή βελανιδιά, οι ερωτήσεις των μολύβδινων ελασμάτων, ο ήχος της μάστιγας από το αφιέρωμα των Kερκυραίων, οι χρησμοί με κλήρωση κ.ά. απαρτίζουν ένα σύνθετο σχήμα με πολλαπλές αναλογίες, συμμετρίες, αλληλοσυσχετισμούς και αντιθέσεις.
Tο πτερωτό βασίλειο κατέχει εξέχοντα ρόλο στη μαντική διαδικασία, με την εξαίρεση του αετού, που, κατά περίεργο τρόπο, δεν φαίνεται να συμμετέχει. H μόνιμη εμφάνιση του αετού στο πλευρό του Δία της Δωδώνης, όπως προκύπτει κυρίως από τα αρχαιολογικά δεδομένα, έχει οδηγήσει σε ταύτιση του Δία με το σύμβολό του, σε σημείο που να έχουν λησμονηθεί ή παραμερισθεί τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του βασιλιά των πτηνών. Σύμφωνα με τη θρησκευτική αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων, ο αετός είναι ο αγγελιαφόρος, ο μεσολαβητής της θέλησης του Δία, ενώ στα χαρακτηριστικά του θα πρέπει να προσθέσουμε και εκείνα που σχετίζονται με τον ρόλο του στην ανατροφή του Δία, με τη θεϊκή διατροφή, τον ουρανό, τη φωτιά, δηλαδή λειτουργίες στενά συνδεδεμένες με τον πολιτισμό.
αντίθετα, κυρίαρχη θέση στο μαντικό σύμπλεγμα της Δωδώνης κατέχουν τα περιστέρια, τα οποία είναι αναπόσπαστα δεμένα με τον ακατανόητο χαρακτήρα των θεϊκών χρησμών (ο σκοτεινός χαρακτήρας των περιστεριών τονίζεται και από την παράδοση που θέλει τις πέλειες μαύρες). Oι πέλειες, οι οποίες εκφράζουν ανάλογες λειτουργίες με αυτές του αετού, κατοχή δηλαδή της γνώσης και των μυστικών της θεϊκής διατροφής, καλύπτουν, με τη σειρά τους, την απόσταση ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους.
Απέναντι λοιπόν στη συνεχή κίνηση των πτηνών προβάλλει η σταθερά ριζωμένη στη γη φηγός, που κυριαρχεί στη μαντική διαδικασία διερμηνεύοντας με το θρόισμα των φύλλων της τα θεϊκά λόγια. Πρόκειται για ένα δένδρο που καλύπτει πολλαπλές λειτουργίες του γήινου κόσμου. Αναπόσπαστα δεμένη με τη γη, εκφράζει ό, τι έχει σχέση με την αυτοχθονία, ενώ οι καρποί της δίνουν το στίγμα του τρόπου διατροφής που προηγήθηκε από το στάδιο της μαγειρεμένης τροφής και τη χρήση της φωτιάς. H πρώιμη παρουσία της στον ελληνικό πολιτισμό δηλώνεται και σε μύθους που τη συνδέουν άλλοτε με τον Απόλλωνα και τον έρωτά του για τη Nύμφη Δρυόπη, και άλλοτε με τους Δρύοπες, οι οποίοι εθεωρούντο από τους πρώτους κατοίκους της Ελλάδας. Παράλληλα, η φηγός αποτελεί τον κατ’ εξοχήν συνδετικό κρίκο του γήινου κόσμου με τον θεϊκό, αφού είναι εκείνη που, περισσότερο από όλα τα άλλα δένδρα, έλκει προς τη γη τον κεραυνό, κύριο γνώρισμα του Δία. Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο κατ’ εξοχήν μαντικός χαρακτήρας της στη Δωδώνη έφερε σε δεύτερη μοίρα τα υπόλοιπα γνωρίσματά της, πράγμα που συνέβη και με τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία του μαντείου.
Οι λέβητες, π.χ., έχουν συνδεθεί ήδη από τους αρχαίους σχολιαστές με τη μαντική λειτουργία, λόγω του ιδιότυπου ηχητικού τρόπου μετάδοσης της θεϊκής βούλησης. Πολύ περισσότερο που ο περίβολος από λέβητες πάνω σε τρίποδες έχει οριοθετήσει τον πρώιμο μαντικό χώρο. Δεν πρέπει όμως να λησμονεί κανείς ότι οι λέβητες έχουν συγκεκριμένες λειτουργίες στο ανθρώπινο κοινωνικό και θρησκευτικό πεδίο. Το περίεργο σε ό, τι αφορά τον χώρο της Δωδώνης είναι ότι ενώ οι μυθικές διηγήσεις δεν αναφέρονται καθόλου στη χρήση των λεβήτων σε σχέση με τη διατροφή, παρ’ όλα αυτά δίνουν κάποιες πληροφορίες για μια περίεργη τιμωρία των προφητισσών, που τις έριξαν στη φωτιά ή στο ζεματιστό νερό των λεβήτων. H διαδικασία αυτή θυμίζει έντονα τελετές αναγέννησης ή ξανανιώματος, οι οποίες οδηγούν στον υπερκερασμό της ανθρώπινης φύσης, λειτουργία κατά κάποιον τρόπο αντίστοιχη με τη μαντική.
Tέλος, οι προφήτισσες του μαντείου, οι πέλειες, κατέχουν με τη σειρά τους μια αμφίσημη θέση στο πλαίσιο του Iερού. Tο όνομά τους παραπέμπει άλλοτε στις πέλειες – περιστέρια (με τα οποία ορισμένες φορές ταυτίζονται) και άλλοτε στις νεαρές (πελειάδες) ή γριές (πέλειες) που διασφαλίζουν την επικοινωνία μεταξύ φύσης και θεών, εφόσον οι πελειάδες φέρνουν το νέκταρ και την αμβροσία στον Δία. O,τι και αν συμβαίνει, ο χαρακτήρας τους είναι σκοτεινός, πράγμα που συμβαδίζει και με τον χαρακτήρα των υποφητών του μαντείου, των Σελλών. Oι τελευταίοι έχουν συνδεθεί άλλοτε με αντιλήψεις περί αυτοχθονίας (το όνομα Eλλοί συνδέεται με τους πρώτους κατοίκους και, κατά μια εκδοχή, παραπέμπει στην απαρχή του ονόματος Έλληνες) και άλλοτε με κοινωνικές πρακτικές που σχετίζονται με τη μαντική διαδικασία και την επαφή τους με τη γη.
Το θεϊκό ζευγάρι
O σταθερός, ωστόσο, κόσμος της γης και ο αέναα κινούμενος κόσμος των πτηνών τελούν υπό την κυριαρχία του Δία, κατόχου της απόλυτης εξουσίας και γνώσης. Στη βασιλεία του όμως αυτή ο Δίας συνοδεύεται και από τη Διώνη, η οποία, με τις δικές της ιδιότητες (εκπρόσωπος της γνώσης και της γονιμότητας) και τη θεϊκή της υπόσταση, ολοκληρώνει το σχήμα του θεϊκού ζευγαριού που εποπτεύει όλα τα προβλήματα της φυσικής και ανθρώπινης τάξης.
Συμπερασματικά, μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι η εικόνα του μαντείου, έτσι όπως εμφανίζεται πίσω από τα μυθολογικά και λατρευτικά σχήματα, γίνεται κατανοητή μόνον όταν όλα τα στοιχεία που έχουν προκύψει από την αρχαιολογική έρευνα πάρουν τη θέση που τους ταιριάζει στο ιδιόμορφο αυτό οικοδόμημα, το οποίο καλύπτει ολόκληρο το σύμπαν (χώρος των θεών, των πτηνών, της φύσης, των ανθρώπων) και αντανακλά τα κυριότερα προβλήματα αυτού του κόσμου. Οι πολλαπλές συνδέσεις των στοιχείων του μαντείου (Δίας-Διώνη, Σελλοί-Πέλειαι, Διώνη-Πέλειαι, Δίας-αετός-περιστέρια, Δίας-φηγός, φηγός-πτηνά, φηγός-λέβητες, λέβητες-προφήτισσες κ.ά.) οδηγούν στη διαπίστωση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μοναδικό δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος, ένα Iερό που αντανακλά τον περιοριστικό χαρακτήρα της ανθρώπινης γνώσης και την ανάγκη για επικοινωνία με το θείο. H αγωνία αυτή έχει εκφραστεί με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο στις ερωτήσεις που σώζονται στα μολύβδινα ελάσματα.