Μπομπ Ντίλαν ο πρίγκιπας της ροκ

Μπομπ Ντίλαν ο πρίγκιπας της ροκ

Ο ποιητής του πολιτικού στίχου και του φιλοσοφικού στοχασμού!

Ως ένας από τους μεγάλους τροβαδούρους του 20ού αιώνα, ο Μπομπ Ντίλαν έβαλε σκοπό με την κιθάρα και τη φυσαρμόνικά του να κάνει τραγούδι τη διαμαρτυρία, την πολιτική εξέγερση και τα ανθρώπινα δικαιώματα.Γι’ αυτό και είναι κάτι περισσότερο από μουσικός! Είναι ένας από τους μεγάλους εκφραστές της εποχής μας, ένας σπουδαίος χρονικογράφος του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, που κατέγραψε με τον στίχο του όλες εκείνες τις στιγμές εξέγερσης και αναζήτησης ενός άλλου τρόπου ζωής, διαφορετικού και συνάμα ελεύθερου.

Κάτι που τον αναγορεύει βέβαια περισσότερο σε ποιητή παρά σε τραγουδοποιό: οι καιροί αλλάζουν, λέει ο Ντίλαν το 1963, γινόμενος έτσι σύμβολο όλου του κινήματος διαμαρτυρίας, συνδέοντας μια για πάντα το όνομά του με πολιτικές κινητοποιήσεις και ξεσηκωμούς, με τον αντικαταναλωτισμό της εποχής, τη σεξουαλική απελευθέρωση, την κουλτούρα των ’60s, με ορισμένες δηλαδή από τις πλέον κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας.

Είναι ο δημιουργός που η μαγεία της μουσικής του σύνθεσης ξεπερνιέται ίσως μόνο από τη δύναμη των στίχων του, σε μια σπουδαία καριέρα που κατέγραψε κοινωνικά θέματα, διεκδικήσεις για ανθρώπινα δικαιώματα και έντονη αμφισβήτηση του κατεστημένου, όχι όμως από τη σκοπιά του γραφιά, αλλά του καλλιτέχνη.

Και βέβαια, σε αντίθεση με πάμπολλα είδωλα της ροκ, ο Ντίλαν παραμένει ένας σεμνός δημιουργός, μετρημένος και ευθύς, όπως εξάλλου τον θέλει και η μουσική που υπηρετεί…

Πρώτα χρόνια

Ο Μπομπ Ντίλαν γεννιέται ως Ρόμπερτ Άλεν Ζίμερμαν στις 24 Μαΐου 1941 στην παγωμένη Μινεσότα, με την εβραϊκής καταγωγής οικογένειά του να κρατά από την Οδησσό της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας, από την οποία έφυγαν πρόσφυγες μετά τα αντισημιτικά πογκρόμ του 1905.

Ο νεαρός Ρόμπερτ μαγεύεται από νωρίς με τη μουσική, ακούγοντας συνεχώς στο ραδιόφωνο τις μελωδίες του Έλβις Πρίσλεϊ, του Τζέρι Λι Λιούις και της παρέας που άλλαξε τη μουσική πραγματικότητα, και βάζει σκοπό να κάνει το ίδιο: από πιτσιρικάς λοιπόν σκαρώνει τα δικά του συγκροτήματα, όπως τους «The Golden Chords», λειτουργώντας ως frontman (με ψευδώνυμο Elston Gunn).

Τα σχολικά του χρόνια περνούν γρήγορα, βυθισμένα καθώς ήταν στις μουσικές αναζητήσεις, και ο Ντίλαν ξυπνά ένα πρωί φοιτητής στο τοπικό Πανεπιστήμιο της Μινεσότα. Αδιάφορος για τις σπουδές, ξεκινά να τραγουδά κάντρι και φολκ σε μπαράκια και μικρές μουσικές σκηνές, υιοθετώντας πια το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Μπομπ Ντίλαν», από τον γνωστό ουαλό ποιητή Ντίλαν Τόμας…

Πρώιμες συνθέσεις

Το 1960 ο Ντίλαν θα παρατήσει τα πανεπιστημιακά έδρανα και θα μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, τόσο για να κυνηγήσει το όνειρο όσο και να επισκεφθεί το είδωλό του, τον θρυλικό φολκ μουσικό Woody Guthrie, ο οποίος νοσηλευόταν στα τελευταία του για σπάνια νευρολογική νόσο. Ο Ντίλαν τον επισκέπτεται καθημερινά στο νοσοκομείο και περνά την υπόλοιπη μέρα του συχνάζοντας στα underground στέκια της μεγαλούπολης, όπου και γνωρίζει την τοπική μουσική σκηνή.

Ταυτοχρόνως, αρχίζει να γράφει τα δικά του κομμάτια, με καταιγιστικούς μάλιστα ρυθμούς, περιλαμβανομένου και του ύμνου-φόρο τιμής στο είδωλό του Guthrie: το «Song to Woody» του εξασφαλίζει το φθινόπωρο του 1961 συνέντευξη στους «New York Times», από την οποία θα υπογράψει τελικά συμβόλαιο με την Columbia Records!

Κι έτσι στις αρχές του 1962 θα κυκλοφορήσει το πρώτο του άλμπουμ, το οποίο περιέχει μόνο δύο πρωτότυπες δημιουργίες του Ντίλαν, καθώς τα περισσότερα κομμάτια ήταν επανακυκλοφορία γνωστών κάντρι και μπλουζ κομματιών…

Την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί το «The Freewheelin’ Bob Dylan», το οποίο χαιρετίζει τον μουσικό ως μια από τις πλέον ποιητικές φωνές στην ιστορία της αμερικανικής μουσικής, καθώς περιλαμβάνει τα μνημειώδη τραγούδια «Blowin’ in the Wind» και «A Hard Rain’s A-Gonna Fall».
Ο επόμενος δίσκος του, ο λαμπρός «The Times They Are A-Changin», εγκαθιδρύει τον Ντίλαν ως τη μεγάλη φωνή του κινήματος διαμαρτυρίας της δεκαετίας του ’60, μια φήμη που μόνο θα αυξανόταν στα επόμενα χρόνια.
Μέχρι το 1964, ο Ντίλαν θα έδινε πια περισσότερες από 200 συναυλίες ετησίως, αν και πλέον είχε κουραστεί από τον χαρακτηρισμό του «κάντρι μουσικού του κινήματος διαμαρτυρίας». Γι’ αυτό και την ίδια χρονιά ρίχνει στην αγορά το «Another Side of Bob Dylan», έναν σαφώς πιο προσωπικό και λιγότερο πολιτικό δίσκο από τις προηγούμενες απόπειρές του…


Επανεφεύρεση της εικόνας του

Το 1965, ο Ντίλαν αφήνει άφωνους τους φολκ οπαδούς του όταν ηχογραφεί το νέο του άλμπουμ «Bringing It All Back Home»: χαρακτηριστικό της υποδοχής του δίσκου, η συναυλία της 25ης Ιουλίου 1965, όταν οι οπαδοί του τον γιουχάρουν για το νέο ηχόχρωμα των τραγουδιών του!

Οι επόμενες δουλειές του ωστόσο έμελλε να είναι ακόμα πιο καινοτόμες ακουστικά: το «Highway 61 Revisited» του 1965, στο οποίο περιλαμβάνεται το μυθικό σήμερα «Like a Rolling Stone», αλλά και ο επόμενος δίσκος του, το «Blonde on Blonde» του 1966, παντρεύουν αρμονικά ποίηση και μουσική και τον εγκαθιδρύουν ως μια από τις πλέον πρωτοποριακές φωνές της αμερικανικής μουσικής σκηνής!
Στις επόμενες 3 δεκαετίες, ο Μπομπ Ντίλαν δεν σταμάτησε ποτέ να ψάχνεται μουσικά και να επανεφευρίσκει με κάθε ευκαιρία τον εαυτό του και τη μουσική του. Στιγμιότυπο της εποχής, το παραλίγο μοιραίο τροχαίο που είχε με μοτοσικλέτα τον Ιούλιο του 1966, που τον ανάγκασε να περάσει έναν σχεδόν χρόνο αναρρώνοντας σε κατάσταση απομόνωσης.

Οι επόμενοι δύο δίσκοι του, το «John Wesley Harding» του 1968, που περιλαμβάνει το «All Along the Watchtower», και το «Nashville Skyline» του 1969, ήταν πολύ πιο ώριμοι μουσικά από τις προηγούμενες δουλειές του. Αφού κυκλοφόρησε άλλους δύο δίσκους που μίσησαν οι κριτικοί της μουσικής, ο Ντίλαν εμφανίστηκε στην ταινία του Σαμ Πέκινπα «Πατ Γκάρετ και Μπίλι δε Κιντ», για την οποία έγραψε το soundtrack, χαρίζοντάς μας άλλο ένα κλασικό κομμάτι, το «Knockin’ on Heaven’s Door»…

Περιοδείες, θρησκεία και παγκόσμια φήμη

Το 1974, ο Ντίλαν ήταν και πάλι έτοιμος να περιοδεύσει στην Αμερική μετά το ατύχημά του, με τον δίσκο από την τουρνέ του, το «Planet Waves», να γίνεται το πρώτο Nο 1 άλμπουμ του! Από τους δίσκους με τους οποίους βομβαρδίζει το κοινό του αυτή την εξαιρετικά γόνιμη εποχή, ξεχωρίζει φυσικά το «Tracks and Desire» (1976), πάλι No 1 στα charts, στο οποίο περιλαμβάνεται το «Hurricane», γραμμένο για τον πυγμάχο Rubin «Hurricane» που παρέμενε στη φυλακή λόγω κακοδικίας.

Μετά το επώδυνο διαζύγιό του με τη σύζυγό του Sara Lowndes, ο Ντίλαν επανεφευρίσκει για άλλη μια φορά τον εαυτό του, δηλώνοντας αυτή τη φορά (1979) «ευσεβής χριστιανός»! Ο ευαγγελικός δίσκος «Slow Train Coming» ήταν κολοσσιαία εμπορική επιτυχία και χαρίζει στον Ντίλαν το πρώτο του Γκράμι. Στα επόμενα χρόνια ωστόσο η θρησκεία θα έπαιζε ολοένα και μικρότερο ρόλο στη στιχουργική του.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Ντίλαν αρχίζει να περιοδεύει όλο τον χρόνο, σκαρώνοντας άλμπουμ με μανιασμένο ρυθμό, τόσο ατομικά όσο και σε συνεργασία με άλλους μουσικούς. Αφού περιδιάβηκε σαν σίφουνας τα μουσικά είδη, το 1994 θα επιστρέψει στις φολκ ρίζες του, αποσπώντας άλλο ένα Γκράμι για τον δίσκο του «World Gone Wrong». Το 1989 περιλήφθηκε στο Rock & Roll Hall of Fame, με τον Μπρους Σπρίνγκστιν να παρατηρεί ότι «ο Μπομπ απελευθέρωσε το μυαλό με τον ίδιο τρόπο που ο Έλβις απελευθέρωσε το σώμα».

Ο δαιμόνιος και ασίγαστος μουσικός δεν σταμάτησε να εκπλήσσει το παγκόσμιο κοινό του με τις μουσικές του αναζητήσεις και τους πειραματισμούς του, κάνοντας διάλειμμα μόνο για να συντάξει την ιστορία της ζωής του: το φθινόπωρο του 2004 κυκλοφόρησε το «Chronicles: Volume One», το πρώτο από τα τρία βιβλία με τα πλούσια απομνημονεύματά του, ενώ το 2005 έδωσε την πρώτη του μεγάλη συνέντευξη εδώ και 20 χρόνια, στο ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Σκορσέζε «No Direction Home: Bob Dylan»…

Τελευταία χρόνια και προσωπική ζωή

Το 2006, ο Ντίλαν κυκλοφόρησε τη νέα του δουλειά, το στουντιακό «Modern Times», το οποίο έγινε αμέσως ανάρπαστο. Μη δείχνοντας σημάδια καμπής και κούρασης, ο Ντίλαν συνέχισε να οργώνει τον κόσμο στην πρώτη αυτή δεκαετία του 21ου αιώνα, κάνοντας διαλείμματα μόνο και μόνο για να μπει στο στούντιο, αλλά και για να παρουσιάσει στην ανθρωπότητα τη συλλογή με τους ζωγραφικούς του πίνακες!

Τον Σεπτέμβριο του 2012, κυκλοφόρησε την τελευταία του δουλειά -μέχρι στιγμής φυσικά-, το «Tempest», και συνεχίζει ακάθεκτος να περιδιαβαίνει τον κόσμο χαρίζοντας απλόχερα στον κόσμο τους ιδιαίτερους ήχους του.

Στην προσωπική του ζωή, απέκτησε με τη σύζυγό του Lowndes, με την οποία ήταν παντρεμένος από το 1965-1977, τέσσερα παιδιά, με ένα από αυτά, τον Τζέικομπ Ντίλαν, να ακολουθεί τα βήματά του ως frontman του γνωστού ροκ γκρουπ «Wallflowers»…

Leave A Response