Η ζωή και η καριέρα της Ρένας Βλαχοπούλου
Τα παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε το 1923 στην Κέρκυρα. [σύμφωνα όμως με το βιβλίο του Κώστα Παπασπήλιου ” Πινακοθήκη γέλιου “, αναφέρεται πως η Βλαχοπούλου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Μακέδου στην Αθήνα, στα 18 της χρόνια (το 1940 δηλαδή, όπως αναφέρεται σχεδόν σε όλα τα βιογραφικά της), άρα γεννήθηκε το 1922 αν δεχτούμε την προαναφερθείσα πηγή] ή το 1917 όπως ανέφερε ο Τύπος κατά την διάρκεια της νοσηλείας της στο νοσοκομείο.
Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και, παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο τους παιδί. Με τον πατέρα της πήγαινε συχνά επίσκεψη στον αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη όπου υπήρχε πιάνο αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί θα έχει την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.
Σε ηλικία 16 χρονών, τραγούδησε για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισει και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του επόμενου έτους. Τότε, στο βαριετέ “Όασις”, στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσίασε τον Τραϊφόρο, που της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως. Πράγματι, την άλλη μέρα πήγε να τραγουδήσει στο βαριετέ φορώντας δανεική τουαλέτα, που την πάτησε και έπεσε κάτω.
Στο διάστημα 1946-51 περιόδευσε με τον Σπάρτακο στο εξωτερικό ξεκινώντας από τη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Περσία) και καταλήγοντας στις ΗΠΑ). Κατά τη διάρκεια της περιοδείας δέχτηκε την πρόσκληση του Σάχη της Περσίας για να τραγουδήσει στα ανάκτορα: η πριγκίπισσα Σοράγια, γοητευμένη από τη φωνή της Ρένας, θα της χαρίσει και ένα μενταγιόν. Τη βοηθά ιδιαίτερα το γεγονός ότι μιλά πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά) και με εξαιρετική προφορά. Εμφανίζεται και πάλι στην Αθήνα στο θέατρο Σαμαρτζή, στις 24 Αυγούστου 1951, στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη, αδελφές Καλουτά.
Ηθοποιός
Το διάστημα 1951-54 τραγουδά σε διάφορες επιθεωρήσεις (Βασίλισσα της νύχτας, Να τι θα πει Αθήνα, Και ο μήνας έχει εννιά, Πουλιά στον αέρα). Συνεργάζεται με θιάσους όπως των Βασίλη Αργυρόπουλου, Γιάννη Πρινέα – Σπ. Τριχά, Παρασκευά Οικονόμου, Ορέστη Μακρή – Σπύρου Πατρίκιου, Μίμη Κοκκίνη – Γεωργίας Βασιλειάδου – Κώστα Δούκα). Το καλοκαίρι του 1952 τη βρίσκουμε στο περίφημο τότε Ακροπόλ του Βασίλη Μπουρνέλη. Το 1953 συγκοτεί θίασο μαζί με τους Αλέκο Λειβαδίτη, Μαρίκα Κρεββατά, Ρένα Ντορ, Γιώργο Γαβριηλίδη με τον οποίο περιοδεύει στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.
Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιού και όχι ως τραγουδίστριας έγινε το καλοκαίρι του 1954 στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση “Σουσουράδα” (κείμενα Μίμη Τραϊφόρου-Γιώργου Γιαννακόπουλου, μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, χορογραφίες Γιάννη Φλερύ-Αλίκης Βέμπο) με το νούμερο “Άλα πασά μου, κάνε μου τέτοια”. Μαζί της ήταν ο Νίκος Σταυρίδης. Η ίδια είπε αργότερα:
Ντρεπόμουν να βγω στη σκηνή με νούμερο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Απλώς έτυχε να με δουν. Πίστεψαν από την αρχή ότι ήμουν καλή. Εγώ δεν το πίστευα. Ρε συ, Μίμη, τι να σου πω! Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω, λέω στον Τραϊφόρο. Ο κόσμος χειροκροτούσε να βγω στη σκηνή. Εγώ δεν έβγαινα. Ξαφνικά με πιάνει ο Τραϊφόρος και με σπρώχνει στη σκηνή. Βγήκα, το νούμερο χάλασε κόσμο. Στη συνέχεια μου έδωσαν κι άλλα νούμερα και καθιερώθηκα ως ηθοποιός.
Γνωριμία με τον κινηματογράφο
Αν και το 1953 εμφανίστηκε στην τουρκική ταινία Ανατολίτικες νύχτες, όπου λέγεται ότι τραγούδησε και πάλι το Θα σε πάρω να φύγουμε (η ταινία αυτή δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα), η κινηματογραφική της καριέρα ξεκίνησε ουσιαστικά το 1956 με την ταινία Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες. Παραγωγός ο Αμερικανός Πίτερ Μέλας και σκηνοθέτης ο Γιάννης Πετροπουλάκης. Πρόκειται για την η ιστορία μιας Κερκυραίας που έρχεται στην Αθήνα. Δίπλα της πρωταγωνίστησαν οι Νίκος Ρίζος, Στέφανος Στρατηγός, Κούλης Στολίγκας, Άννυ Μπωλ. Στην ταινία αυτή τραγούδησε μεταξύ άλλων και το Μαζί σου για πάντα σε μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, το οποίο κυκλοφόρησε και σε δίσκο 78 στροφών. Η ταινία θα έχει μεγάλη επιτυχία, ξεπερνώντας τα 100.000 εισιτήρια.
Το 1959, στο Πρώτο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγούδησε το Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας των Κώστα Καπνίση – Θάνου Σοφού. Το 1960, ντουέτο με τον Γιάννη Βογιατζή, τραγούδησαν το Πρώτο χελιδόνι. Ηχογράφησε αρκετά τραγούδια για τη δισκογραφία αλλά και για τις εκπομπές του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγουδώντας Αττίκ, Ιακωβίδη, Σπάθη, Κατσαρό, Μωράκη, Πλέσσα, Μουζάκη και Μάνου Χατζιδάκι. Παράλληλα εμφανίστηκε σε επιθεωρήσεις και σε νυχτερινά κέντρα.
Σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Μετροπόλιταν, κάνοντας την τηλεφωνήτρια που απαντά σε κάθε κλήση δίνοντας πληροφορίες. Επέστρεψε στον κινηματογράφο το 1962, στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Όταν λείπει η γάτα, όπου έπαιξε μαζί με τους: Βασίλη Αυλωνίτη, Νίκο Ρίζο, Μαρίκα Κρεββατά, Σταύρο Παράβα και με τις πρωτοεμφανιζόμενες κινηματογραφικά αδελφές Μπρόγερ. Την ίδια χρονιά έπαιξε στην ταινία Μερικοί το προτιμούν κρύο του Γιάννη Δαλιανίδη. Αν και ο Φίνος είχε αντιρρήσεις για τη συμμετοχή της στην ταινία αυτή, ο Δαλιανίδης επέμεινε και δικαιώθηκε. Η ταινία ήταν μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς 1962-63 με περισσότερα από 200.000 εισιτήρια και καθιέρωσε τη Ρένα Βλαχοπούλου ως σταρ του μιούζικαλ. Σ’ αυτήν η Ρένα ερμήνευσε δύο μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες το: Σαν ξημερώνει Κυριακή ντουέτο με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και το περίφημο Έχω στενάχωρη καρδιά. Και τα δύο τραγούδια είναι σε μουσική του Μίμη Πλέσσα και σε στίχους του Γιάννη Δαλιανίδη. Σχολιάζοντας πολύ ετεροχρονισμένα την εμπειρία της για εκείνη την ταινία, η Ρένα Βλαχοπούλου είχε αναφερθεί σε ένα αστείο απρόοπτο που συνέβη στο συγκεκριμένο πλάνο καθώς ερμήνευε το δεύτερο τραγούδι στο νυχτερινό κέντρο, όταν σε μία από τις προσπάθειες για την διεκπεραίωση της σκηνής έκανε μία απότομη κίνηση και της έπεσε το φόρεμα.
Το καλοκαίρι του 1962 έπαιξε στην Οδό ονείρων, που ανέβηκε στο θέατρο Μετροπόλιταν σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνογραφία Μίνου Αργυράκη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Στην παράσταση εκείνη, η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν μια από τις περίφημες «αδελφές Τατά», μαζί με τη Ζωή Φυτούση, τη Νίκη Λεμπέση και τη Μάρω Κοντού. Στο νούμερο Όνειρο της Οθόνης εμφανίστηκε με τουαλέτα και σατίριζε τις ταινίες – μελό. Στο νούμερο αυτό προβλήθηκε και ένα πεντάλεπτο φιλμάκι στο οποίο κρατώντας στην αγκαλιά της ένα αρνί, αναφωνεί: “Αμάρτησα για το αρνί μου”. Στο πλευρό της εμφανίστηκε ο Μάνος Χατζιδάκις ντυμένος τσολιάς.
Επιτυχία στον κινηματογράφο
Το 1965 της έγινε η πρόταση να συμπρωταγωνιστήσει στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, Μία τρελλή τρελλή οικογένεια και να ενσαρκώσει την περίφημη «Πάστα Φλώρα» πλάι στους αξέχαστους Αλέκο Αλεξανδράκη και Τζένη Καρέζη. Αρνήθηκε διότι, όπως δήλωσε σε συνέντευξη της μεταγενέστερα, ήταν μικρή σε ηλικία τότε για να υποδυθεί τη μητέρα της Τζένης και έτσι ο ρόλος αυτός δόθηκε στη Μαίρη Αρώνη, η οποία τον ερμήνευσε με μεγάλη επιτυχία.
Ίσως να ήταν λάθος
Θα συμπληρώσει η Ρένα στην συγκεκριμένη συνέντευξη.Στις 18 Σεπτεμβρίου 1967 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη. Ο γάμος τους έγινε στη Μητρόπολη Αθηνών και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κοσμικά γεγονότα της χρονιάς. Με τον Λαφαζάνη έζησαν αγαπημένοι ως τον θάνατό της. Από κανένα γάμο της δεν απέκτησε παιδιά. Σχετικά με αυτό το θέμα δήλωσε σε μια συνέντευξή της:
Εμένα προσωπικά δε μου έλειπε το παιδί. Απλά για το Γιώργο μου ήθελα να το κάνω. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορούσα να είμαι κοντά του να το μεγαλώσω εγώ σωστά και όχι οι ξένες γυναίκες. Να κάνω ο,τι κάνουν όλες οι μάνες του κόσμου. Ίσως ο Θεός δεν μου έδωσε παιδιά γιατί με είχε προορίσει για άλλο σκοπό.
[3].
Ένα χρόνο πριν, το 1966, έφυγε από τη Φίνος Φιλμ και πήγε στην εταιρεία Καραγιάννης – Καρατζόπουλος. Η συμφωνία προέβλεπε διπλάσια αμοιβή για τη Ρένα και ποσοστά στα κέρδη. Τη χρονιά αυτή γύρισε τη Βουλευτίνα και το 1967 το Βίβα Ρένα υποδυόμενη σε διπλό ρόλο την άπορη και άσημη λαϊκή τραγουδίστρια «Ρένα Παπαλιού» και τη διεθνούς φήμης Ιταλίδα τραγουδίστρια «Πεπίτα Ντι Κορφού». Το 1968 υποδύθηκε τη “Ζηλιάρα” στην ομώνυμη ταινία, μια γυναίκα που ζηλεύει παθολογικά, χωρίς λόγο και αιτία, τον σύζυγο της. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν με συμπρωταγωνιστή και κινηματογραφικό «θύμα σύζυγο» τον Νίκο Σταυρίδη που, για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους, αποχώρησε και ολοκληρώθηκαν με τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Και στις τρεις ταινίες της σ’ αυτήν εταιρία, σκηνοθέτης ήταν ο Κώστας Καραγιάννης ενώ τη μουσική έγραψε ο Γιώργος Κατσαρός. Το 1969 επέστρεψε στη Φίνος Φιλμ με την ταινία Παριζιάνα που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ακολούθησαν το 1970 οι ταινίες Μια τρελή σαραντάρα και Η θεία μου η χίπισσα, το 1971 οι Μια Ελληνίδα στο χαρέμι και Ζητείται επειγόντως γαμπρός (σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) και το 1972 η Κόμισσα της Κέρκυρας και η Η Ρένα είναι οφσάιντ του Αλέκου Σακελλάριου (190.000 εισιτήρια). Στις ταινίες τής άρεσε, παραβιάζοντας το σενάριο, να αυτοσχεδιάζει. Από το 1972 ο ελληνικός κινηματογράφος εισήλθε σε περίοδο παρακμής, λόγω κυρίως της τηλεόρασης. Η Ρένα Βλαχοπούλου για τα επόμενα επτά χρόνια δεν γύρισε ταινίες.
Η τηλεόραση και η επιστροφή στον κινηματογράφο
Το 1976 δοκίμασε τις υποκριτικές της ικανότητες για πρώτη φορά στην μικρή οθόνη της ΕΡΤ ως πρωταγωνίστρια στην τηλεοπτική σειρά Μία Αθηναία στην Αθήνα (σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) που ολοκληρώθηκε σε 25 45λεπτα επεισόδια. Ήταν μία επαγγελματική εμπειρία η οποία δεν την ικανοποίησε.
Δε με χωράει η μικρή οθόνη, εγώ θέλω απλωσιά. Μόνο στη μεγάλη αισθάνομαι ότι μπορώ να παίξω. Η μικρή με πνίγει γι’ αυτό ποτέ μου δεν την αγάπησα, ούτε υποθέτω και εκείνη εμένα.
[4]. Η γνώμη της για την καινοτομική αυτή δουλειά μαρτυρούσε ιδιαίτερη δυσαρέσκεια, εξ ου και ο λόγος που ασχολήθηκε αρκετά μεταγενέστερα με τη μικρή οθόνη. Επανήλεθ στον κινηματογράφο το 1979 με τις “Φανταρίνες” του Ντίμη Δαδήρα (300.000 εισιτήρια). Την ίδια χρονιά ο Γιώργος Σκούρτης διασκεύασε σε μουσική κωμωδία με τίτλο Λυσιστράτη ’79 τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 1979 στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ. Σκηνοθέτης ήταν ο Δαλιανίδης, και πρωταγωνιστούσε η Ρένα Βλαχοπούλου, αλλά χωρίς επιτυχία. Ακολούθησαν οι ταινίες: το 1980 Ρένα να η ευκαιρία (250.000 εισιτήρια), το 1981 Της πολιτσμάνας το κάγκελο (σκην. Κώστα Καραγιάννη, 200.000 εισιτήρια), το 1982 Η μανούλα, το μανούλι κι ο παίδαρος (150.000 εισιτήρια), το 1983 Η σιδηρά κυρία (σκην. Τάκη Βουγιουκλάκη). Στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου του 1984 στο θέατρο του Λυκαβηττού τραγούδησε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό, τιμώντας τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο για τα 50 χρόνια της καριέρας του στην ελληνική μουσική, όπου με το χιούμορ της, την κινησιολογία της και τις φωνητικές της ικανότητες η Βλαχοπούλου ερμήνευσε διάφορες επιτυχίες, χειροκροτούμενη θερμά. Μαζί της τραγούδησαν η Άντζελα Ζήλεια, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Γιώργος Σωτηρόπουλος, η Αλέκα Κανελλίδου, ο Δάκης και η Μπέσσυ Αργυράκη. Την ενορχήστρωση επιμελήθηκαν οι Γιώργος Νιάρχος, Κώστας Κλάββας και Τάκης Αθηναίος. Η συναυλιακή αυτή επέτειος προλογίστηκε από τον Αλέκο Σακελλάριο. Το 1985 πρωταγωνίστησε, για τελευταία φορά στον ελληνικό κινηματογράφο, στην ταινία Ρένα τα ρέστα σου (σκην. Α. Σακελλάριου). Ακολούθησαν συμμετοχές σε εννέα βιντεοταινίες, από το 1986 ως το 1990. Σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδινε κατά καιρούς δήλωσε:
Έκανα και εγώ τα λάθη μου, όπως και οι άλλοι της γενιάς μου. Παρασυρθήκαμε από τη μόδα της εποχής. Το βίντεο σαν καινούργιο μέσο ήταν πρωτόγνωρο και βέβαια έκανε θραύση. Οι ταινίες πουλούσαν σαν τρελές στα βίντεο κλαμπ. Όμως εμείς που είχαμε κάνει κινηματογράφο δεν έπρεπε να παρασυρθούμε και να δεχτούμε να γυρίσουμε ταινίες που δεν είχαν καμία σχέση με τις κινηματογραφικές. Ευτυχώς δεν καταγραφήκανε στη συνείδηση του κόσμου, έμειναν οι κλασσικές ταινίες του Φίνου!
Η κάμψη και το τέλος
Το 1988 αρρώστησε από γαστρορραγία. Άρχισε η σταδιακή κάμψη της, καθώς δεν θα είναι ποτέ πια τόσο εκρηκτική και ζόρικη όπως ήταν ως τότε γνωστή και θα τραγουδά πλέϊ μπακ. Παρόλα αυτά συνέχισε να είναι παρούσα στο θέατρο, εισπράττοντας την αγάπη και τα χειροκροτήματα του κοινού. Το 1990 ήταν η εποχή που γεννήθηκε η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση και η ηθοποιός ήταν σύμφωνη να επιστρέψει στη μικρή οθόνη ως μία από τους πρώτους ηθοποιούς που έπαιξαν σε τηλεοπτικές σειρές ιδιωτικού καναλιού. Υπέγραψε με τον ΑΝΤ1 συμβόλαιο και τη δεύτερη τηλεοπτική περίοδο λειτουργίας του σταθμού (1990-1991) έπαιξε στη σειρά Μάμα μία και την επόμενη περίοδο (1991-1992) στο Μάλιστα κύριε με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο. Συνάμα την χειμερινή αυτή περίοδο εμφανιζόταν στο μουσικό θέατρο Ρεξ της οδού Πανεπιστημίου της αθήνας σε ένα νυχτερινό μουσικό πρόγραμμα, πλαισιωμένη απο τους: Δημήτρη Μητροπάνο, Γλυκερία, Γιάννη Μηλιώκα και το συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο. Στο πρόγραμμα αυτό, εκτός από τα τραγούδια που ερμήνευε κάθε βραδιά, απευθυνόταν με το γνώριμο χιούμορ της στους θεατές.
Μωρή αϊ στο διάολο που μου ζητάς πρωινιάτικα να σου πω κάτι κωμικό. Τι κωμικό; Πάω να ψωνίσω!