Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας θεωρείται ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. και παρέμεινε σε λειτουργία ώς την πλήρη καταστροφή του από δύο σεισμούς τον 14ο αιώνα μ.Χ. Ήταν ένας πύργος συνολικού ύψους 140 μέτρων και ήταν για εκείνη την εποχή το πιο ψηλό ανθρώπινο οικοδόμημα του κόσμου μετά τις πυραμίδες του Χέοπα και του Χεφρήνου ή Χεφρένης…
Κατασκευάστηκε από κομμάτια άσπρης πέτρας και ήταν δομημένος σε τέσσερα επίπεδα. Το χαμηλότερο ήταν η τετράγωνη βάση, το δεύτερο ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα, το τρίτο οκτάγωνο κτίσμα και το τέταρτο το ψηλότερο ένα κυκλικό κτίσμα επί της κορυφής του οποίου το άγαλμα του Ποσειδώνα ή Απόλλωνα. Στο τέταρτο επίπεδο υπήρχε ένας καθρέπτης που αντανακλούσε το φως του ήλιου κατά τη διάρκεια της μέρας ενώ το βράδυ έκαιγε μία φλόγα για να προειδοποιεί τα διερχόμενα πλοία για την ύπαρξη εμποδίων. Η λέξη φάρος υιοθετήθηκε από πολλές χώρες και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο λατινογενές λεξιλόγιο και σε γλώσσες όπως τα Γαλλικά (phare), τα Ιταλικά (faro), Πορτογαλικά (farol) και Ισπανικά (faro).
Η Φάρος λοιπόν είναι ένα μακρόστενο νησί, πάρα πολύ κοντά στην ξηρά και σχηματίζει μ αυτήν λιμάνι με δύο στόμια» στον βορειοδυτικό βραχίονα του Αιγυπτιακού Δέλτα, μας λέει ο Στράβων.
Ο πύργος αυτός, έφερε σε κάποιο διαμέρισμά του πυρ και φτιάχτηκε για την σωτηρία των πλοίων κυρίως κατά την νυχτερινή πλοήγησή τους. Από τότε η λέξη «φάρος» δηλώνει κάθε θαλάσσιο ευκρινή πυρσοφόρο πύργο που τα βράδια φωτίζει, οδηγεί και κυρίως προειδοποιεί τους ναύτες και τα καράβια τους να μην πέσουν σε κακοτοπιές, όπως ξέρες ή αβαθή νερά, όπως με περιγράφει ο Στράβων την νήσο Φάρο, ή σε υφάλους, σε ύπουλους σκοπέλους κλπ.
Ένα Μηχανικό και Τεχνολογικό Θαύμα
Εκπληκτικό κατόρθωμα παραμένει στο πέρασμα του χρόνου η οικοδόμηση του περίφημου Φάρου της Αλεξάνδρειας, τόσο κατασκευαστικά όσο και τεχνολογικά. Δίκαια κατατάχθηκε στα επτά θαύματα. Από τους αρχαίους συγγραφείς περιγραφή του μας διασώζουν ο Στράβων (Γεωγραφικά, 17.1. 6-10) και ο Πλίνιος (Φυσική ιστορία 36.83). Κτίστηκε στη διάρκεια της περιόδου του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου από το διάσημο αρχιτέκτονα Σώστρατο τον Κνίδιο, του Δεξιφάνους και η κατασκευή του διήρκεσε δώδεκα χρόνια.
Μερικοί λένε ότι ήταν από γυαλί, άλλοι από διαφανή επεξεργασμένη πέτρα, και όταν κάθονταν από κάτω, μπορούσαν να βλέπουν πλοία στη θάλασσα που δεν ήταν ορατά με γυμνό μάτι. Έχουμε μήπως εδώ ένα πρώτο τηλεσκόπιο; Όλα είναι πιθανά. Και ήταν ένας μόνο ανακλαστήρας ή υπήρχαν πολλοί; Δυστυχώς τα στοιχεία που έχουμε είναι ελλιπή.
Αναφέρονται επίσης πολλά έργα τέχνης με αυτοματισμούς: Ένα άγαλμα που το δάκτυλό του ακολουθούσε την τροχιά του ήλιου στη διάρκεια της ημέρας (τι γινόταν άραγε τη νύχτα;) ένα άλλο που εσήμαινε τις ώρες της ημέρας με ποικίλες και μελωδικές φωνές, και ένα άλλο που έδινε το σύνθημα του συναγερμού όταν ερχόταν εχθρικός στόλος που δεν ήταν ακόμη ορατός. Διακρίνουμε εδώ πολλές εφαρμογές αυτομάτων, υδραυλικών οργάνων, κατόπτρων κλπ.
Υπάρχουν φυσικά τα ελλιπή λήμματα των εγκυκλοπαιδειών και τρεις μόνο ξενόγλωσσες μελέτες που έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά και που αναφέρονται στο Φάρο. Ξενόγλωσσες μελέτες υπάρχουν φυσικά πολλές και δεν μπορώ να τις αναφέρω, αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για το θέμα αφότου η Γαλλική εφημερίδα le Figaro δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «βρέθηκε ο Φάρος της Αλεξάνδρειας» όπου ιστορούνταν οι έρευνες και οι ανακαλύψεις των Γάλλων αρχαιολόγων στην Αλεξάνδρεια.
Η Κατασκευή
Η κατασκευή του πολυώροφου κτιρίου, του φάρου, πιθανότατα άρχισε το 297 π.Χ. στα χρόνια του Πτολεμαίου Ά του Σωτήρος (305-282 π.Χ.), ή το 283/2 π.Χ σύμφωνα με τον μεταγενέστερο χρονικογράφο Ευσέβιο, επίσκοπο της Καισαρείας, και τελείωσε στα χρόνια του Πτολεμαίου Β΄, του Φιλάδελφου (284-246 π.Χ.).
Αρχαίοι συγγραφείς, όπως οι Στράβων, Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Ποσείδιππος και Λουκιανός από τα Σαμόσατα (115-180 μ.Χ.) μας πληροφορούν ότι η κατασκευή του φάρου ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα και μηχανικό, ισάξιο του Αρχιμήδους, τον Σώστρατο του Δεξιφάνους από την Κνίδο (πόλη της Καρίας και έδρα της δωρικής Εξάπολης), ο οποίος ήταν και φίλος των βασιλέων Πτολεμαίου Α και Β. Στον Σώστρατο αποδίδονται οι στοές του ναού της Αφροδίτης στην Κνίδο, το «κρεμαστό περιπατητήριον», καθώς και η υποταγή της Μέμφιδος χωρίς πολιορκία, αλλά με απλή εκτροπή των υδάτων του Νείλου.
Σύμφωνα με τον Λουκιανό, ο Σώστρατος, αφού οικοδόμησε το κτίριο, έγραψε το όνομά του επ’ αυτού, καθώς και το όνομα του Βασιλεύοντος. Ο Σώστρατος που αναφέρουν, ενδεχομένως να ταυτίζεται με έναν πρέσβη του Πτολεμαίου Β΄, του Φιλάδελφου, στη Δήλο. Ωστόσο δεν υπάρχει κάποια σχετική ένδειξη.
Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας συγκαταλέγεται στα επτά θαύματα της αρχαιότητας, φωτίζοντας τον πλου των καραβιών για περίπου 1500 χρόνια. Ξεκίνησε να κτίζεται στα 280 π.Χ., χρονιά κατά την οποία στη Ρόδο εγκαινιαζόταν ο περίφημος Κολοσσός. Ήταν φωτεινός σηματοδότης και λειτουργούσε νύχτα μέρα, ένας φανός για τους αρχαίους, φανάρι για τους σύγχρονους. Είχε ύψος 140 μέτρα και το φως του διακρινόταν από απόσταση 47 με 50 χιλιομέτρων.
Του έλαχε η Αίγυπτος, στην οποία ήταν ήδη Βασιλιάς από το 305 π.Χ. Αποδείχτηκε άξιος του θρόνου, πήρε το προσωνύμιο Σωτήρ, προστάτευσε τα γράμματα και τις τέχνες κι έκτισε την περίφημη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, με ένα εκατομμύριο τόμους στις δόξες της, και το μουσείο, όπου έμεναν δωρεάν και συνεργάζονταν φιλόσοφοι, σοφοί και ποιητές. Πέθανε το 283 π.Χ.
Ο δεύτερος Πτολεμαίος, αυτός που απαλλάχθηκε από τη γυναίκα του για να παντρευτεί την αδερφή του, Αρσινόη, έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Φιλάδελφος, ακριβώς γι’ αυτή του την επιλογή. Τον αδικούσαν, όμως.
Προστάτευε τα γράμματα και τις τέχνες εξίσου αποτελεσματικά, όπως κι ο πατέρας του και ήταν αυτός που χρηματοδότησε την ανέγερση του Φάρου της Αλεξάνδρειας, έργο που ο Πτολεμαίος Α’ είχε συλλάβει αλλά δεν έζησε να δει την ολοκλήρωσή του. Πατέρας και γιος, άλλωστε, ήταν αυτοί που έβαλαν γερά τα θεμέλια για να ανθίσει και να αναπτυχθεί στο έπακρο η «Αλεξανδρινή εποχή», παρ’ όλο που οι επόμενοι Πτολεμαίοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αποδείχτηκαν ανίκανοι, έκφυλοι και αιμοσταγείς.
Ο Πτολεμαίος Β’ έγινε συμβασιλιάς του πατέρα του το 285 π.Χ. και μονοκράτορας το 283 π.Χ. Τον επόμενο χρόνο (282 π.Χ.) εγκαινίασε το εντυπωσιακό στάδιο της Αλεξάνδρειας (το είπαν «Τέτρα»), που είχε κατασκευάσει ο αρχιτέκτονας Δεξιφάνης. Γιος του ήταν ο επίσης αρχιτέκτονας, Σώστρατος, που είχε αναλάβει να ανεγείρει τον Φάρο της Αλεξάνδρειας.
Ο Πτολεμαίος του είχε απαγορεύσει να «υπογράψει» το έργο του (οπότε έβαλε το όνομά του κρυφά) ή ο ίδιος ήταν πολύ μετριόφρων. Ό,τι και να συνέβαινε, μια λαξευμένη επιγραφή στη βάση του έργου, πάνω σε στρώμα σοβά, ανέφερε ως κατασκευαστή του Φάρου τον Πτολεμαίο. Κάτω από τον σοβά, μια άλλη επιγραφή ανέφερε τα εξής:
(Σώστρατος ο Κνίδιος, ο γιος του Δεξιφάνους, {το αφιερώνει} στους σωτήρες Θεούς υπέρ των ναυτιλομένων).
Το νησάκι Φάρος βρίσκεται λίγο έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας και συνδεόταν τεχνητά με αυτό χάρη σε μια κατασκευή, γνωστή ως Επταστάδιον («μήκους επτά σταδίων» ή 1.288 μέτρων). Το οικοδόμημα κτίστηκε με άσπρες πέτρες στην άκρη του νησιού, ώστε η θάλασσα να το περιβάλλει από τη δυτική και τη βόρεια πλευρά του.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Άραβα περιηγητή Αμπού Γιουσέφ Χαγκάγκ ελ Ιμπν Ανταλουσί, που το επισκέφτηκε στα 1165, αλλά και διάφορες απεικονίσεις του Φάρου πάνω σε αυτοκρατορικά νομίσματα, κύπελλα, μωσαϊκά κλπ καταλήγουμε ότι το κτίσμα ήταν τετράγωνο, με περίπου 8,5 μέτρα η κάθε πλευρά. Το κτίριο αποτελούσαν τέσσερα επίπεδα (συνδεμένα μεταξύ τους με αρμούς από μολύβι) με πρώτο μια βάση πάνω στην οποία εδραζόταν:
Η βάση είχε ύψος 6,5 μέτρα από τη μεριά της στεριάς (από την πλευρά της θάλασσας ήταν πιο ψηλή) και ήταν τετράγωνο με κάθε πλευρά να έχει μήκος 8,5 μέτρων. Μια ράμπα πάνω σε 16 καμάρες, μήκους περίπου 183 μέτρων, οδηγούσε, από τα τείχη του νησιού, στην υπερυψωμένη πύλη του κτιρίου. Το ύψος του πρώτου πατώματος από το έδαφος ήταν περίπου εξήντα μέτρα (ή 57,73 μ. σύμφωνα με τον άραβα).
Στο επίπεδο αυτό είχε προσαρμοστεί ένας γιγάντιος καθρέφτης που έστελνε τις ακτίνες του ήλιου στο πέλαγος, ώστε να είναι ορατός από πολύ μακριά. Τη νύχτα, μια φλόγα αντικαθιστούσε τις ακτίνες. Το όλο οικοδόμημα είχε ύψος 140 μ. από τη μεριά της θάλασσας. Στο εσωτερικό του υπήρχαν αίθουσες και μια ελαφρά επικλινής ράμπα με χαμηλά σκαλοπάτια, που οδηγούσε ως την κορφή και την οποία χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν με ζώα τα υλικά της φωτιάς στην οροφή. Ολοκληρώθηκε στα 270 π.Χ., δώδεκα χρόνια αφότου ξεκίνησε η ανέγερσή του.
Ο δεύτερος όροφος ήταν οκταγωνικός με μήκος κάθε πλευράς 18,30 μ. και ύψος περίπου 30 μ (ή 27,45 μ.) Ο τρίτος όροφος ήταν κυλινδρικός με διάμετρο, σύμφωνα με τον άραβα 75,20 μ. και ύψος 7.32 μ. Στην κορυφή υπήρχε ορθό άγαλμα του Διός Σωτήρος περίπου 5 μέτρων, ο οποίος κράδαινε κεραυνό στο αριστερό του χέρι και σκήπτρο ή τρίαινα στο δεξί. Σ΄ αυτόν ήταν αφιερωμένος ο Φάρος.
Η είσοδος του πύργου λέγεται ότι βρισκόταν χαμηλά στη βάση Υπάρχει όμως και η εκδοχή, που θεωρείται ακριβέστερη, η θύρα να βρισκόταν ψηλότερα. στην κορυφή μιας κλίμακας η οποία στηριζόταν πάνω σε μια σειρά από 16 καμπύλες αψίδες.
Το καθοδηγητικό φως του Φάρου πρέπει να έβγαινε από το τελευταίο επίπεδο (κυλινδρικό) ή τον τελευταίο όροφο του κτιρίου. Ωστόσο οι περισσότερες αρχαίες μαρτυρίες φαίνεται να συμφωνούν ότι η φωτιά που έκαιγε βρισκόταν στην βάση του πύργου.
Το πρώτο ταρακούνημα του Φάρου έγινε στον σεισμό του 796 και το δεύτερο σε εκείνον του 1303. Το 1303 ο Φάρος της Αλεξάνδρειας λειτουργεί για τελευταία φορά.
Άντεξε ακόμα είκοσι χρόνια, καθώς κάθε φορά επισκεύαζαν τις ζημιές. Περί το 874 μ.Χ. ο Αχμέτ έμπν Τουλούν, προέβη και αυτός στην επισκευή της κορυφής, επισκευή η οποία μάλλον ήταν και η τελευταία που δέχτηκε ο πυρσοφόρος Πύργος. Με τον καιρό, η Αλεξάνδρεια έχασε την εμπορική αίγλη της και το λιμάνι εγκαταλείφθηκε. Μαζί τους και ο Φάρος. Όμως, στον σεισμό του 1324 κατέρρευσε και η βάση.
Το φρούριο σώζεται ακόμη και η περιοχή είναι στρατιωτική και δυσπρόσιτη. Ειπώθηκε ότι οι μιναρέδες στα τζαμιά της Αιγύπτου ακολουθούν τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του Φάρου.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΥΡΓΟΙ
Το φάρο τον αποτελούσαν τρεις μαρμάρινοι πύργοι, χτισμένοι επάνω σε ένα θεμέλιο από πέτρινους ογκολίθους. Ο πρώτος πύργος ήταν τετράπλευρος και περιείχε διαμερίσματα για τους εργάτες και τους στρατιώτες. Από επάνω υπήρχε ένας δεύτερος οκταγωνικός, με σπειροειδές κεκλιμένο επίπεδο που οδηγούσε στον τελευταίο πύργο.
ΤΟ ΛΑΜΠΡΟ ΦΩΣ
Ο τελευταίος πύργος είχε σχήμα κυλίνδρου και στο εσωτερικό του έκαιγε η φωτιά που οδηγούσε τα πλοία με ασφάλεια στο λιμάνι. Από επάνω του υπήρχε το άγαλμα του Διός Σωτήρας. Το συνολικό ύψος του φάρου ήταν 117 μέτρα.
ΤΟ ΣΤΙΛΠΝΟ ΟΡΕΙΧΑΛΚΙΝΟ ΚΑΤΟΠΤΡΟ
Για τη συντήρηση της φωτιάς χρειάζονταν τεράστιες ποσότητες καύσιμων. Την τροφοδοτούσαν με ξύλα, που τα μετέφεραν χάρη στο σπειροειδές κεκλιμένο επίπεδο άλογα και μουλάρια. Πίσω από τη φωτιά υπήρχαν φύλλα ορειχάλκου που αντανακλούσαν τη λάμψη προς τη θάλασσα. Τα πλοία μπορούσαν να τη διακρίνουν από 50 χιλιόμετρα μακριά. Κατά το δωδέκατο μ.Χ. αιώνα το λιμάνι της Αλεξάνδρειας γέμισε από λάσπη και τα πλοία έπαψαν να το χρησιμοποιούν. Ο φάρος έπεσε σε αχρηστία. Ενδεχομένως τα φύλλα του ορειχάλκου κάτοπτρου αποσπάστηκαν και έγιναν νομίσματα.
Πολλές αναφορές μιλάνε για έναν παράξενο καθρέπτη από γυαλί, ή διαφανή επεξεργασμένη πέτρα που μέσω αυτού μπορούσαν να βλέπουν πλοία στην θάλασσα, που δεν ήταν ορατά με γυμνό μάτι (κάτι σαν τηλεσκόπιο).
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο φάρος εκτός από την θαυμαστή του κατασκευή, περιελάμβανε πολλές εφαρμογές αυτομάτων μηχανισμών, υδραυλικών οργάνων, κατόπτρων κλπ , δείγματα των τεχνολογικών ικανοτήτων της εποχής.
Υπάρχουν πολλές αναφορές για έργα τέχνης με αυτοματισμούς όπως ένα άγαλμα που το δάχτυλό του ακολουθούσε την τροχιά του ηλίου στη διάρκεια της ημέρας, ένα άλλο που σήμαινε τις ώρες της ημέρας με ποικίλες και μελωδικές φωνές, ένα άλλο που έδινε το σύνθημα του συναγερμού όταν ερχόταν εχθρικός στόλος, που δεν ήταν ακόμα ορατός. Για τη συντήρηση της φωτιάς χρειάζονταν τεράστιες ποσότητες καυσίμων.
Όλα ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν τεράστιοι όγκοι μπετόν ρίχτηκαν στη θάλασσα, στο ανατολικό λιμάνι της Αλεξάνδρειας, για να προστατεύσουν από τα κύματα της Μεσογείου το φρούριο που έκτισε στο νησί Φάρος το 1477 ο Μαμελούκος Σουλτάνος Κάϊτ-μπέης, πάνω στα θεμέλια του αρχαίου φάρου.
H κινηματογραφίστρια Aσμά Eλ Μπακρί ανατρίχιασε στη θέα των ογκόλιθων που απειλούσαν να θάψουν για πάντα ένα σημαντικό μέρος της παγκόσμιας ιστορικής κληρονομιάς. Oι ογκόλιθοι είχαν “καθίσει” πάνω σε αρχαιότητες.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 1994, έξι Γάλλοι και έξι Αιγύπτιοι δύτες άρχισαν τις υποβρύχιες έρευνες για τον εντοπισμό και την καταγραφή τμημάτων από μνημεία και κτίρια της αρχαίας Αλεξάνδρειας. Σφίγγες, οβελίσκοι, και αγάλματα-κολοσσοί μαρτυρούν το παρελθόν ενός λαμπρού οικονομικού, πολιτιστικού και θρησκευτικού κέντρου της Μεσογείου. Πολλές από τις έντεχνα σμιλεμένες πέτρες αποτελούσαν τμήματα του ενός από τα Επτά Θαύματα της Αρχαιότητας, του Φάρου της Αλεξάνδρειας.
H ανέγερση του φάρου άρχισε το 285 π.X. περίπου και τελείωσε το 279 π.X. Oι μαρτυρίες των ιστορικών διίστανται όσον αφορά στο ύψος του. O πιο αξιόπιστος υπολογισμός βασίζεται στη φωτοβολία. O Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος αναφέρει ότι ο φάρος ήταν ορατός από απόσταση 300 σταδίων, δηλαδή 30 σημερινών ναυτικών μιλίων.
Από αυτό συμπεραίνουμε ότι το ύψος του πρέπει να ήταν περίπου 150 μέτρα. Αραβικές μαρτυρίες μας δίνουν μια εικόνα του τριώροφου φάρου. Tο ισόγειο ήταν μαρμάρινο με τετράγωνη κάτοψη, ο πρώτος όροφος με οκτάγωνη και ο δεύτερος με κυκλική. Από πάνω βρισκόταν η φωτεινή πηγή και στην κορυφή ένα άγαλμα του Ποσειδώνα, ύψους 7 μέτρων.
Ένα άλλο άγαλμα ανήγγελλε με μελωδικούς τόνους τις ώρες της ημέρας, όπως τα ρολόγια των μεσαιωνικών μοναστηριών που δεν είχαν καντράν και δείκτες. Λέγεται ακόμα, ότι υπήρχε το άγαλμα ενός Τρίτωνα που ηχούσε δυνατά συναγερμό τη στιγμή που κάποιος εχθρικός στόλος σήκωνε άγκυρα, ακόμα κι αν βρισκόταν μέρες μακριά, ενώ άλλοι Τρίτωνες έφεραν σάλπιγγες που με τον ήχο τους βοηθούσαν τα πλοία να προσεγγίζουν το λιμάνι όταν υπήρχε ομίχλη.
Όλα αυτά θα μας φαίνονταν απίστευτα αν δεν είχε σωθεί μέχρι σήμερα ένα νόμισμα της εποχής του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου, που απεικονίζει το άγαλμα του Ποσειδώνα και τους Τρίτωνες. Δεκαέξι αιώνες άντεξε ο φάρος τις τρικυμίες της ανοικτής θάλασσας και τους συχνούς μεγάλους σεισμούς.
Είχαν επανειλημμένα γίνει προσπάθειες για την επισκευή των ζημιών και τη συντήρηση του λαμπρού αυτού οικοδομήματος μέχρι το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, οπότε καταστράφηκε ολοσχερώς εξ’ αιτίας μάλλον, ισχυρότατου σεισμού. Έτσι, τα “κομμάτια” του ενός από τα Eπτά Θαύματα του Kόσμου σκορπίστηκαν στο βυθό της Aλεξανδρινής θάλασσας, για να ξανάρθουν στο φως στις μέρες μας.