Αν ανατρέξει κανείς στο διαδίκτυο ψάχνοντας για το βίο και το άδικο και φρικτό τέλος της μεγάλης Αλεξανδρινής Γυναίκας που ακούει στο όνομα Υπατία, θα βρει πληθώρα αναρτήσεων σε κάθε γλώσσα και χώρα. Δυστυχώς οι πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας γι’ αυτήν είναι ελάχιστες, ουσιαστικά τρεις: το βυζαντινό εγκυκλοπαιδικό λεξικό του 10ου αιώνα (τη Σούδα), τηνΕκκλησιαστική Ιστορία του Σωκράτη του Σχολαστικού του 5ου μ. Χ., και την Αλληλογραφία του Συνέσιου της Κυρήνης, φίλου και θαυμαστή της Υπατίας. Αυτές είναι κατά βάσει, οι μοναδικές μας πηγές.
Αλλά, αναρωτιόμαστε, αν θα μπορούσαν για παράδειγμα τα κείμενα του αρχιεπίσκοπου Κύριλλου τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας, να αποτελέσουν -αν και φυσικά πουθενά δεν αναφέρει κάτι σχετικό με την Υπατία- να αποτελέσουν λέμε μια αδιάσειστη πηγή, αφού εκεί βλέπουμε καθαρά το μίσος του για το σύνολο της φιλοσοφίας, την οποία χαρακτήριζε «ελληνιστική βλακεία». Για να μην αναφερθούμε στη βαθιά του περιφρόνηση για τον Όμηρο, τον Ησίοδο, αλλά και για όλους τους Έλληνες δραματουργούς. Θα μπορούσε να αποτελούν πηγή και τεκμήριο για το αποτρόπαιο έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον της σκέψης, της έρευνας και της προόδου; Μπορούμε, χωρίς αμφιβολία, μέσα από τα γραπτά του να δούμε τι επιθυμούσε ο άνθρωπος αυτός, πια πολιτική ήθελε -και με πια μέσα- να εφαρμόσει. Ένας άνθρωπος που -μην ξεχνάμε- τιμάται σήμερα από την Εκκλησία ως Άγιος.
Όμως ακόμα και αν ο Κύριλλος δεν είναι ο δολοφόνος της Υπατίας, το βέβαιο είναι πως είναι ο ηθικός αυτουργός· αφού δεν έκανε τίποτα να για να αποτρέψει το έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον της. Αντίθετα, αυτός -ο φορέας, ο εκπρόσωπος της θρησκείας της αγάπης- καλλιέργησε ένα κλίμα μίσους, πόλωσης και φανατισμού, οργανώνοντας πογκρόμ κατά των αλλόθρησκων, στέλνοντας έτσι στον κάτω κόσμο χιλιάδες ανθρώπους, που στο μόνο που είχαν φταίξει ήταν ότι ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στους θεούς τους. Ο Κύριλλος βέβαια έχει πάρει πια τη θέση που του αναλογεί στο χάρτη της παγκόσμιας ιστορίας και δεν είναι άλλη από τον βασικό φορέα της ενσάρκωσης ενός σκοταδιστικού κινήματος που για πολλούς αιώνες θα ταλαιπωρήσει την Ευρώπη.
Η Υπατία είχε την ατυχία να ζήσει σε καιρούς ταραγμένους και δύσκολους. Σε καιρούς που κάθε προοδευτικό μυαλό «έπρεπε» να μην ερευνά, να μη σκέφτεται, και φυσικά να μη διδάσκει· να μη μεταδίδει δηλαδή στους νέους τις γνώσεις του. Να μη μοιράζεται -αν θέλετε- με άλλους τις απορίες και τις ανησυχίες του για τούτο τον κόσμο. Η Υπατία διέπραξε όλα αυτά τα «εγκλήματα», και όχι μόνο αυτό, είχε το «θράσος» να εκδίδει σε βιβλία τις σκέψεις της και τα αποτελέσματα των παρατηρήσεών της, όταν όλα τα βιβλία έπρεπε να αναφέρονται, να σχετίζονται και να υμνολογούν το θεό της νέας θρησκείας, η οποία όχι απλά δεν επέτρεπε, αλλά, σφαγίαζε κάθε άλλη φωνή. Και η Υπατία ήταν μια τέτοια φωνή.
Χρέος μας λοιπόν τούτο το μικρό αφιέρωμα στη μεγάλη μαθηματικό, αστρονόμο και φιλόσοφο Υπατία.
Παναγιώτης Καρώνης
Δεν μας σώζεται κανένα πορτρέτο της Υπατίας.
Τη μορφή της μας αναπλάθει η φαντασία των ζωγράφων και ο κινηματογράφος.
Υπατία, μια προσπάθεια προσέγγισης της μεγάλης μαθηματικού και φιλοσόφου
Στο έργο του γύρω από την ιστορία των μαθηματικών κατά την αρχαιότητα, ο Χανς Βούσινγκ δηλώνει ότι χωρίς τις εργασίες της Υπατίας θα είχε χαθεί ολόκληρη η «Αριθμητική», αναφερόμενος με την ελληνική ορολογία στη θεωρία των αριθμών ή απλούστερα στο σύνολο της μαθηματικής γνώσης των αρχαίων, με εξαίρεση τη γεωμετρία που έφτασε ως εμάς κατά βάση από τα Στοιχεία του Ευκλείδη, σε εκδόσεις που οφείλουμε στον πατέρα της Υπατίας. Έστω και αν δεν σώζεται κανένα έργο με την υπογραφή της, οι σύγχρονες έρευνες επισημαίνουν ότι είναι πολύ πιθανόν τα βιβλία της να έφτασαν ως εμάς υπογεγραμμένα από άλλους. Γνωρίζουμε μερικούς τίτλους έργων της και ξέρουμε από τους συγχρόνους της ότι, ως μαθηματικός, υπήρξε πολύ πιο σημαντική από τον πατέρα της. Η Υπατία είναι αναμφισβήτητα μια από τις πιο γοητευτικές μορφές στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης. Το όνομά της θα έπρεπε να μας είναι γνωστό. Ήταν η τελευταία μεγάλη επιστήμονας της αρχαιότητας που μετά το θάνατό της έπρεπε να περιμένουμε πάνω από χίλια χρόνια για να σημειωθούν και πάλι αξιόλογες πρόοδοι στο πεδίο των μαθηματικών. Μόλις στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, θα εμφανιζόταν ξανά μια γυναίκα με το ίδιο επιστημονικό ανάστημα: η Μαρία Κιουρί.
Παρ’ όλα ατά, στα εδάφη που περιλαμβάνονται στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου σήμερα επιχειρείται να οικοδομηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, η μορφή της Υπατίας παρέμεινε άγνωστη μέχρι τον 18ο αιώνα, οπότε και την περιέσωσε από τη λήθη το ισχυρό πολιτιστικό κίνημα που αποκαλούμε Διαφωτισμό. Ωστόσο, στο τμήμα που αποτέλεσε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής, γνωστό στις μέρες μας ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το όνομα της έμεινε ζωντανό στη συλλογική μνήμη των κατοίκων. Για κάθε γυναίκα που ξεχώριζε λόγω της σοφίας της, ο κόσμος συνήθιζε να λέει ότι ήταν «μια Υπατία». Πολύ αργότερα –και, συγκεκριμένα, τον 14ο αιώνα- ο βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς χαρακτηρίζει την Ευδοκία, τη σύζυγο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δούκα, ως «δεύτερη Υπατία».
Σε μια εποχή θρησκευτικών αναταραχών, όπου ο φανατισμός είχε κιόλας εγκαινιάσει τη θριαμβική πορεία του, το έργο της Υπατίας σήμαινε μια αναγέννηση της επιστημονικής δραστηριότητας στην Αλεξάνδρεια του 14ου αιώνα μ.Χ. Προώθησε την άλγεβρα και την τριγωνομετρία φτάνοντάς τες σε επίπεδα που θα επιτυγχάνονταν ξανά πολλούς αιώνες αργότερα. Οι μελέτες της όσον αναφορά τις κωνικές τομές, για παράδειγμα, απορρίφθηκαν μετά το θάνατό της ως άχρηστες πνευματικές ασκήσεις, ώσπου στις αρχές του 17ου αιώνα οι επιστήμονες αντιλήφθηκαν ότι πολλά φυσικά φαινόμενα, όπως εκείνα των πλανητικών τροχιών, μπορούσαν να περιγραφούν με βάση της καμπύλες που σχηματίζονται από τις τομές ενός κώνου.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, το όνομα της Υπατίας θα βυθιζόταν στη λήθη σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο μέχρι το λεγόμενο αιώνα των Φώτων. Δεν συνέβη το ίδιο και με τον πατέρα της, τον αστρονόμο Θέωνα της Αλεξάνδρειας, το όνομα του οποίου δεν λείπει από καμιά εγκυκλοπαίδεια και από καμιά ιστορία της επιστήμης, παρόλο που ο Δαμάσκιος, σ’ ένα άρθρο του για την Υπατία στο αδόκιμα ονομαζόμενο Λεξικό του Σουίδα, ένα βυζαντινό εγκυκλοπαιδικό λεξικό του 10ου αιώνα, λέει γι’ αυτήν κατά λέξη ότι «εκ φύσεως, ήταν πιο εκλεπτυσμένη και πιο προικισμένη από τον πατέρα της».
Συχνά συναντάμε σήμερα στις εγκυκλοπαίδειες το όνομα του πατέρα και όχι εκείνο της κόρης. Κι αυτό γιατί, μάλλον κακώς παρά καλώς, οι εγκυκλοπαίδειες και οι ιστορίες της επιστήμης γράφτηκαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, από άντρες οι οποίοι εκκινούνταν από μια προκατάληψη εναντίον των γυναικών, με άλλα λόγια ότι οι γυναίκες δεν έχουν θέση στο πεδίο των επιστημών. Σε αυτό προστίθεται και το γεγονός ότι τείνουμε να θεωρήσουμε την ανάπτυξη των επιστημών ως προσωπικό έργο ορισμένων διακεκριμένων μορφών και όχι ως αποτέλεσμα της φιλόπονης δραστηριότητας χιλιάδων ατόμων αφιερωμένων στη διερεύνηση των μυστικών του κόσμου που μας περιβάλλει. Ωστόσο, ακόμα και υπό αυτή την παραμορφωμένη οπτική γωνία της επιστήμης ως προϊόντος μιας δράκας επιφανών προσωπικοτήτων, το όνομα της Υπατίας δεν θα έπρεπε να λάμπει δια της απουσίας του. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι επειδή ορισμένα αντρικά χέρια ανέλαβαν να το διαγράψουν από τα χρονικά. Για να μην θεωρηθεί ότι υπερβάλουμε καλούμε τον αναγνώστη να αναζητήσει σε οποιαδήποτε εγκυκλοπαίδεια το όνομα της Αν Κόνγουεΐ.
[…] Το όνομα της Αν Κόνγουεΐ, όπως και πάμπολλων άλλων γυναικών, απλούστατα διαγράφηκε από την ιστορία της επιστήμης. Το ίδιο θα συνέβαινε και με εκείνο της Υπατίας αν οι τραγικές περιστάσεις που περιβάλλουν το θάνατό της δεν είχαν ξυπνήσει το ενδιαφέρον των ερευνητών του 18ου αιώνα.
Οι εν λόγω ερευνητές βασίστηκαν σε τρεις πηγές: στο βυζαντινό εγκυκλοπαιδικό λεξικό του 10ου αιώνα (τη Σούδα), όπως προαναφέρθηκε, στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωκράτη του Σχολαστικού, του 5ου μ. Χ., και στην Αλληλογραφία του Συνέσιου της Κυρήνης, φίλου και θαυμαστή της Υπατίας. Αυτές είναι κατά βάση, οι μοναδικές μας πηγές.
Σ’ αυτές τις πηγές συναντάμε επίσης πολυάριθμους υπαινιγμούς σχετικά με τη σεξουαλική ζωή της Υπατίας. Ή μάλλον, στην προκειμένη περίπτωση, για την έλλειψη σεξουαλικής ζωής. Στην εγκυκλοπαίδεια Σούδα, τονίζεται ότι ήταν τόσο όμορφη και καλοφτιαγμένη, που οι μαθητές της την ερωτεύονταν τρελά και έχαναν συνήθως τον αυτοέλεγχό τους. Δίνεται, όμως έμφαση και στο γεγονός ότι ήταν σεμνή και παρθένα κι ότι ήξερε να συγκρατεί τους ορμητικούς. Ως παράδειγμα της αγνότητάς της αναφέρεται στη Σούδα το εξής περιστατικό: κάποτε, κουρασμένη από την πολιορκία ενός μαθητή της, η Υπατία του πέταξε στα πόδια ένα πανί λερωμένο από το αίμα των εμμήνων της λέγοντάς του περιφρονητικά: «Αυτό επιθυμείς και όχι την Ομορφιά!».
Σχεδόν όλες οι χριστιανικές πηγές της εποχής (οι μόνες που διαθέτουμε) ευνοούν την Υπατία και όχι τον πατριάρχη Κύριλλο, γι’ αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι εκεί τονίζεται το ζήτημα της παρθενίας της. Με την πάροδο του χρόνου έμελλε να εμφανιστεί και μια απόκρυφη επιστολή στην οποία εκείνη θα ταυτιζόταν με την Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας. Αν ήταν άντρας, κανείς δεν θα ασχολούνταν με τα ζητήματα της κρεβατοκάμαράς του.
Αν ανατρέξουμε στον 5ο αιώνα π. Χ. και διαβάσουμε τα σχόλια για κάποιες λαμπρές γυναίκες όπως η Ασπασία η Μιλήσια, η Λασθένεια, η Θεανώ και η Λεόντιος, θα παρατηρήσουμε ότι αποδίδεται πολύ μεγαλύτερη σημασία στις ερωτικές τους περιπέτειες παρά στην ευρυμάθεια που τις έκανε διάσημες. Εκείνη την εποχή, όμως, μια γυναίκα έπρεπε να είναι εταίρα για να έχει πρόσβαση σε μια παιδεία αντίστοιχη με εκείνη των αντρών (των εγγραμμάτων, εννοείται) ή να θεωρείται μάγισσα, όπως στην περίπτωση της θεσσαλής Αγλαονίκης. Αυτή προέλεγε τις εκλείψεις του Ηλίου και της Σελήνης και υπερηφανευόταν ότι μπορούσε να εξαφανίζει αυτούς τους δυο αστέρες όποτε ήθελε, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η λαϊκή δεισιδαιμονία απέδιδε τα εν λόγω φυσικά φαινόμενα σε μαγγανείες και μαγικά φίλτρα. Πόσες σοφιστείες θα αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει εκείνη η αξιόλογη αστρονόμος για να επιβιώσει σε έναν κόσμο όπου μια σεμνή γυναίκα όφειλε να μένει έγκλειστη στο γυναικωνίτη υπό την επίβλεψη του πατέρα ή του συζύγου της! Τον αιώνα του Περικλή, η Υπατία θα έπρεπε να είναι πόρνη. Εννέα αιώνες αργότερα, έπρεπε να είναι αγνή.
Εξάλλου, η συζήτηση γύρω από τις θρησκευτικές απόψεις της Υπατίας μου φαίνεται ανώφελη. Όποιος δεν τη θεωρεί χριστιανή –άποψη που υποστηρίζεται από ορισμένους στη σύγχρονη εποχή- αμφισβητεί την αξιοπιστία των αρχαίων χριστιανικών πηγών. Κανείς, όμως, δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι ήταν φιλόσοφος. Δυστυχώς, τα τρία σημαντικότερα έργα που γράφτηκαν στις μέρες μας για την Υπατία φέρουν την υπογραφή ατόμων που προέρχονται από το χώρο της φιλοσοφίας και έφτασαν στην Υπατία κατά τύχη. Κοντολογίς, αυτά τα άτομα ενδιαφέρονταν κυρίως για τον λαμπρό μαθητή της Συνέσιο, τον αιμοβόρο επίσκοπο της Πτολεμαΐδας. Σε αυτά τα κείμενα, η Υπατία παρουσιάζεται ως φιλόσοφος και εντάσσεται σ’ εκείνο το ρεύμα της σκέψης που ορίστηκε ως νεοπλατωνισμός και αποτέλεσε την ύστατη προσπάθεια του ψυχορραγούντος παγανισμού να αντιταχθεί στο χριστιανισμό. Και προσπάθησε να αντισταθεί τόσο απλοϊκά, που ο αντίπαλος είδε σ’ αυτή την αποσκευή ιδεών την πνευματική βάση που του έλειπε και επέλεξε να την αφομοιώσει.
Λεπτομέρεια της τοιχογραφίας του Ραφαήλ με τίτλο «Η σχολή των Αθηνών».
Διακρίνουμε τους Πυθαγόρα, Παρμενίδη και στο βάθος την Υπατία.
Και μιλώντας για τις τρεις αυτές έρευνες γύρω από τη Υπατία, να διευκρινίσω ότι αναφέρομαι στα έργα της γερμανίδας Ανεμαριέ Μέγκερ, της πολωνής Μαρίας Τζιέλσκα και της ιταλίδας Τζέμα Μπερέτα. Ίσως το κλειδί για την κατανόησή τους να μας το δίνει ο ίδιος ο Δαμάσκιος της Δαμασκού, ο οποίος γράφει τα εξής για την Υπατία στο άρθρο του Ο βίος του φιλοσόφου Ισιδώρου: «Γεννήθηκε, γαλουχήθηκε και εκπαιδεύτηκε στην Αλεξάνδρεια. Εκ φύσεως, ήταν πιο προικισμένη από τον πατέρα της, γι’ αυτό και δεν αρκέστηκε στα μαθήματα που έλαβε από εκείνον, αλλά ασχολήθηκε με ιδιαίτερη επιδεξιότητα και με την υπόλοιπη φιλοσοφία». Αυτή η φράση είναι ιδιαίτερα σημαντική και φανερώνει μια προκατάληψη την οποία συναντάμε πολλές φορές ακόμα και σήμερα: η επιστήμη δεν ικανοποιεί πλήρως την επιθυμία για γνώση· ωστόσο, για τον οποιονδήποτε που έχει μια παιδεία επιστημονική –και, μάλιστα, μαθηματική- αποδεικνύεται αδιανόητη ακόμα και η σκέψη ότι θα μπορούσε κανείς να αφιερώσει τη ζωή του στα μαθηματικά και, παράλληλα, να κατασπαταλά τη διανοητική του ενέργεια ασχολούμενος με τις ανοησίες ενός Πλωτίνου.
Εδώ και πάνω από δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια, οι Ίωνες στοχαστές επινόησαν δύο πράγματα βασικά και άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους για την ανάπτυξη της ουμανιστικής σκέψης: την επιστήμη και τον αθεϊσμό. Κάθε επιστημονική έρευνα αποβαίνει ανέφικτη εκεί που η πίστη σε μια πράξη θεόπνευστη εμποδίζει την προσέγγιση της φύσης, προκειμένου να βρούμε σ’ αυτή την ίδια τις απαντήσεις στα ερωτήματά μας. Δεν μπορούμε να ξέρουμε, παρ’ όλα αυτά, αν η Υπατία υπήρξε άθεη ή αν πίστευε σε μια αφηρημένη θεότητα. Οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα θα ήταν αναχρονιστικό. Είναι γεγονός ότι ακριβώς στο πεδίο των μαθηματικών, όπου κάθε φιλοσοφική συζήτηση επικεντρώνεται στα προβλήματα που αφορούν τη θεωρία της γνώσης, πολλοί μαθηματικοί, τη στιγμή που έπρεπε να λάβουν θέση στη διαμάχη μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού, έκλιναν προς το δεύτερο. Και αυτό, επειδή έβλεπαν ότι οι διανοητικές τους ασκήσεις μπορούσαν να αξιοποιηθούν στη συνέχεια για την εκτίμηση των συμπαντικών φαινομένων. Αληθεύει ότι και τα δυο στρατόπεδα, τα εκ πρώτης όψεως ασυμφιλίωτα, είχαν δίκιο. Αυτό, όμως, δεν θα μπορούσαμε να το γνωρίζουμε πριν από την έλευση του 2ου αιώνα, δηλαδή πριν από τη εποχή που ο Κόνραντ Λόρενς ανακάλυψε την ύπαρξη του εγγενούς γνωστικού μηχανισμού και η βιολογία εισέβαλε στις απόκρυφες περιοχές του εγκεφάλου και της κληρονομικότητας.
Έτσι κι αλλιώς, το γεγονός της απόδοσης της πρωτοκαθεδρίας στο πνευματικό έναντι στο υλικό δεν προϋποθέτει αναγκαστικά την πίστη σε έναν παντογνώστη θεό, αλλά αντίθετα την αμφιβολία για την ύπαρξή του. Αυτή ήταν η περίπτωση του Σενέκα και, πιθανότατα, η θρησκευτική τοποθέτηση της Υπατίας.
Η ιστορία της σκέψης μάς αποδεικνύει ότι η απλή αποδοχή μιας υπερφυσικής δύναμης, όσο αφηρημένη κι αν είναι αυτή, αντιπροσωπεύει μιαν ισχυρή τροχοπέδη. Αν δεν είχε απορρίψει την ιδέα του Θεού, ο Κάρολος Δαρβίνος δεν θα ήταν σε θέση να αναπτύξει την μέχρι τώρα αποκαλούμενη «θεωρία της εξέλιξης». Όσο για τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, ακριβώς επειδή δεν στάθηκε ικανός να απαρνηθεί τις πεποιθήσεις του, αρνήθηκε να λάβει υπόψη του τις προόδους της κβαντικής φυσικής, παρόλο που έκανε γιγαντιαία βήματα στο χώρο της φυσικής. Απεχθανόταν την ιδέα που συνεπάγεται η αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ και αναφωνώντας ότι «ο Θεός δεν παίζει ζάρια!» έκλεισε τα μάτια στις καινούργιες ανακαλύψεις και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του προσπαθώντας να βρει τον μοναδικό τύπο του Θεού. Έχασε το χρόνο του και ανάγκασε μια πολυπληθή ομάδα συνεργατών να χάσουν, επίσης, τον δικό τους. Αν οι υπόλοιποι φυσικοί είχαν ακολουθήσει τα βήματά του, σήμερα δεν θα είχαμε υπολογιστές.
Παρ’ όλα αυτά, αν ο στόχος μας είναι να κατανοήσουμε τη ζωή και το έργο μιας μεγάλης μαθηματικού όπως η Υπατία, δεν μπορούμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας ούτε στις ιδιωτικές υποθέσεις του φύλου της –όπως έκαναν οι χριστιανοί συγγραφείς των αρχών του Μεσαίωνα- ούτε στα όσα σκέφτηκε ή δεν σκέφτηκε γύρω από τις ανθρώπινες δεισιδαιμονίες. Αυτό το τελευταίο συνεχίζουν να κάνουν σήμερα μερικοί συγγραφείς που προσπαθούν να προσεγγίσουν την Υπατία χωρίς να διαθέτουν τα αναγκαία επιστημονικά εργαλεία ή με αποκλειστικό σκοπό να εκτοξεύσουν τα πυρά του ενάντια στον πατριάρχη Κύριλλο, κάνοντας να αναβιώσει μια παλιά διαμάχη που εκτυλίχθητε στις αρχές του 18ου αιώνα.
Αυτή η διαμάχη εγκαινιάστηκε από τον Τζον Τόλαντ (John Toland), το 1720, όταν δημοσίευσε ένα εκτεταμένο δοκίμιο ιστορικού χαρακτήρα με τίτλο: Hypatia or, The History of a Most Beautiful, Most Virtuous, Most Learned, and Every Way Accomplish‘dLady; Who Was Torn to Pieces by the Clergy of .Alexanria, to Gratify the Pride, Emulation, and Cruelty of the Archbishop,Commonly but Undeservedly Titled St. Cyril [Υπατία ή η ιστορία μιας δέσποινας πανέμορφης, πανάρετης, πολυμαθέστατης και με οικουμενική παιδεία, που διαμελίστηκε από τον κλήρο της Αλεξάνδρειας για να ικανοποιήσει την κενοδοξία, τη φιλαυτία και τη σκληρότητα του αρχιεπισκόπου, του κοινός αποκαλούμενου –αν και χωρίς να το αξίζει- Αγίου Κυρίλλου]. Αυτό το έργο δεν διακρίνεται μόνο για τις επιθέσεις του ενάντια στις εκκλησιαστικές αρχές, αλλά και για το γεγονός ότι εισάγει, ήδη από εκείνη την εποχή, ένα στοιχείο βαθύτατα φεμινιστικό: επιβεβαιώνει κατά βάση το γεγονός ότι, με αυτή τη δολοφονία που διεπράχθητε ενάντια στην «ενσάρκωση της ομορφιάς και της σοφίας», η αιώνια καταισχύνη έπεσε πάνω στο γένος των αντρών. Κατά τον Τόλαντ οι άντρες θα έπρεπε να ντρέπονται αιωνίως επειδή από τις τάξεις τους αναδύθηκαν όντα τόσο βίαια και άγρια που, αντί να παραδοθούν στο θαυμασμό μπροστά σε μια γυναίκα με τέτοια ομορφιά, αθωότητα και σοφία, στάθηκαν ικανοί να λερώσουν τα βάρβαρα χέρια τους με το αίμα της.
Όπως ήταν αναμενόμενο αυτό το δοκίμιο έπεσε σαν βόμβα στους εκκλησιαστικούς κύκλους, που έσπευσαν να απαντήσουν με έναν λίβελο, συντεταγμένο από κάποιον ονόματι Τόμας Λιούις με τίτλο: The History of Hypatia, a Most Impudent School-Mistress of Alexandria: In Defense of Saint Cyril and the Alexandrian Clergy from the Aspersions of Mr. Toland [Η ιστορία της Υπατίας, της πλέον αδιάντροπης διδασκάλισσας της Αλεξάνδρειας. Προς υπεράσπιση του Αγίου Κύριλλου και του αλεξανδρινού κλήρου από τις συκοφαντίες του κυρίου Τόλαντ].
Πέρα από τις αντιδράσεις των χριστιανικών εκκλησιών, το έργο του Τζον Τόλαντ έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από εκείνη τη γενιά διανοουμένων που προσπαθούσε να υπερνικήσει οριστικά τα εμπόδια που επέβαλλε η θρησκεία στην ελευθερία της σκέψης. Ακολουθώντας τα χνάρια του Τόλαντ, ο Βολτέρος δημοσίευσε το 1736 το έργο του Σημαντική εξέταση του μιλόρδου Μπόλινμπροουκ ή το μνήμα του φανατισμού, όπου στηλίτευσε τον Κύριλλο και τον αλεξανδρινό κλήρο ως μέρος των εκκλησιών που προέκυψαν από τις θρησκείες της αποκάλυψης. Αργότερα, θα συμπεριλάμβανε την Υπατία στο Φιλοσοφικό Λεξικό του.
Εκείνος, όμως, που συνέβαλε περισσότερο στη διάσωση της μορφής της Υπατίας ήταν ο Έντουαρντ Γκίμπον, ο οποίος κάνει λόγο γι’ αυτήν στον τρίτο τόμο της Ιστορίας της παρακμής και πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τέτοια ήταν η σπουδαιότητα του εδαφίου του σχετικά με την αλεξανδρινή μαθηματικό και είχε τόση σημασία για την αποκατάσταση της μνήμης της, ώστε, παρά τα πολλά του σφάλματα, αξίζει τον κόπο να το παραθέσουμε:
«Η Υπατία, θυγατέρα του μαθηματικού Θέωνα, μυήθηκε στην επιστημονική μελέτη από τον πατέρα της. Τα εμβριθή σχόλιά της αποσαφήνισαν τη γεωμετρία του Απολλώνιου και του Διόφαντου, όπως και τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Μέσα στην αίγλη της ομορφιάς της και στην ωριμότητα της σοφίας της, εκείνη η σεμνή νέα αποδίωξε τους υποψήφιους μνηστήρες και δίδαξε τους μαθητές της. Οι πλέον επιφανείς προσωπικότητες, λόγω της κοινωνικής τους θέσης ή της αξίας τους, περίμεναν με ανυπομονησία τη στιγμή που θα επισκέπτονταν τη φιλόσοφο. Και ο Κύριλλος παρατηρούσε ζηλότυπα τη λαμπρή πομπή αλόγων και σκλάβων που συνωστίζονταν στις πύλες της Ακαδημίας της. Μεταξύ των χριστιανών κυκλοφόρησε η φήμη ότι η κόρη του Θέωνα ήταν το μοναδικό εμπόδιο που δεν επέτρεπε τη συμφιλίωση μεταξύ έπαρχου και του αρχιεπισκόπου, γι’ αυτό φρόντισαν ώστε το εν λόγω εμπόδιο σύντομα να αρθεί. Τη μοιραία μέρα, κατά τη διάρκεια της ιερής περιόδου της Σαρακοστής, η Υπατία απήχθη από την άμαξά της, γυμνώθηκε και σύρθηκε σε μια εκκλησία, όπου κατακομματιάστηκε από τα χέρια του Πέτρου του Αναγνώστη και των οπαδών του, ανθρώπων φανατικών, άγριων και ανευλαβών. Της ξέσκισαν τη σάρκα από τα κόκκαλα με κοφτερά όστρακα στρειδιών και πέταξαν στις φλόγες τα τρεμάμενα μέλη της. Η διαλεύκανση και η δίκαιη τιμωρία αυτού του εγκλήματος αποφεύχθηκαν μέσω της δωροδόκησης των αρμοδίων. Ωστόσο, η δολοφονία της Υπατίας κηλίδωσε για πάντα την υπόληψη και τη θρησκεία του Κύριλλου της Αλεξάνδρειας».
Ο Γκίμπον χρησιμοποίησε ως πηγή το λήμμα για την Υπατία που περιλαμβάνεται στη Σούδα, παρμένο με τη σειρά του από το Βίο του φιλοσόφου Ισίδωρου, που οφείλεται στην πένα του Δαμάσκιου.
Υπατία (1901), λάδι σε καμβά 50,2 x 39,4 εκ., έργο του Alfred Seifert (1850-1901).
Η μορφή της Υπατίας αναφέρεται και σε άλλα έργα του 18ου αιώνα, μεταξύ των οποίων αξίζει να ξεχωρίσουμε το σατιρικό μυθιστόρημα του Χένρι Φίλντινγκ Ένα ταξίδι από τον κόσμο στον επόμενο (1743), όπου ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως «αρπακτικά σκυλιά» τους χριστιανούς δολοφόνους της Υπατίας. Παρ’ όλα αυτά μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα προσπάθησαν οι συγγραφείς να διασώσουν από τη λήθη την αλεξανδρινή επιστήμονα. Γνωρίζουμε ότι ο Σίλερ σχεδίασε να της αφιερώσει ένα θεατρικό έργο. Και, το 1947, ο Σαρλ Λεκόντ ντε Λιλ δημοσίευσε ένα θεατρικό ποίημα με τίτλο Υπατία. Θα το διαδεχθεί μια δεύτερη εκδοχή, το 1847. Στην πρώτη, παρουσιάζει την Υπατία ως θύμα των αμείλικτων νόμων της ιστορίας και βλέπει τη δολοφονία της ως μια ολέθρια «ιστορική αναγκαιότητα». Στη δεύτερη εκδοχή του, πιθανότατα επηρεασμένος από τις ιδέες του Φουριέ, ο Λεκόντ ενοχοποιεί άμεσα τους χριστιανούς και επιτίθεται κατά του κλήρου εν γένει και της Καθολικής Εκκλησίας ειδικότερα. Ο Λεκόντ ντε Λιντ ήταν παρνασσιστής, μεταφραστής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, όπως και πολυάριθμων ελλήνων κλασικών. Ένθερμος ελληνιστής και εξαίρετος ποιητής, ισχυρίστηκε ότι η Υπατία εξακολουθούσε να ζει στη φαντασία της Δύσης ως ενσάρκωση της φυσικής ομορφιάς και της αθανασίας του πνεύματος, με τον ίδιο τρόπο που τα παγανιστικά ιδεώδη της αρχαίας Ελλάδας σφυρηλάτησαν το ευρωπαϊκό πνεύμα. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο εκδοχές, δημοσίευσε επίσης, το 1857, ένα σύντομο θεατρικό έργο με τίτλο Υπατία και Κύριλλος.
Στον ενθουσιασμό του για την Υπατία διαδέχεται τον Λεκόντ ντε Λιλ, όπως θα μπορούσαμε να περιμένουμε, ο Ζεράρ ντε Νερβάλ, που αναφέρεται σ’ αυτήν στο σύντομο αφήγημά του Οι κόρες της φωτιάς. Αγγελική (1854). Ακολουθεί, το 1888, ένα σύντομο αφήγημα του Μόρις Μπαρές με θέμα την Υπατία και με τίτλο Η δολοφονημένη παρθένος. Αυτό, όπως λέει ο ίδιος στον πρόλογό του, γράφτηκε ύστερα από απαίτηση του παρνασσιστή δασκάλου του Λεκόντ ντε Λιλ.
Το έργο, που έκανε περισσότερο γνωστή τη μορφή της Υπατίας ήταν το βιβλίο του κληρικού Τσαρλς Κίνγσκλεϊ, ιστορικού και μυθιστοριογράφου, με τίτλο Υπατία ή οι νέοι εχθροί με το παλιό πρόσωπο, που δημοσιεύτηκε το 1853. Ο Κίνγσκλεϊ, άνθρωπος με βαθιές χριστιανικές πεποιθήσεις αλλά πολέμιος των εκκλησιαστικών αρχών και του καθολικισμού, εκθειάζει στο έργο τις ουμανιστικές αξίες και καταλήγει προσηλυτίζοντας την Υπατία στο Χριστιανισμό.
Μετά από εκείνο το βικτοριανού στιλ μυθιστόρημα, που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και είχε μεγάλη απήχηση στην εποχή του, το άλλο μεγάλο μυθιστόρημα για την Υπατία ανήκει στο γερμανό συγγραφέα Άρνουλφ Τσίτελμαν: Υπατία, 1988. Στον επίλογό του, ο Τσίτελμαν επισημαίνει ότι η δολοφονία της Υπατίας σηματοδοτεί το τέλος του αρχαίου πολιτισμού και, παρόλο που αναγνωρίζει στο Χριστιανισμό κάποιες ηθικές αρχές, τονίζει ταυτόχρονα όλα όσα σήμανε για τη ζωή των γυναικών το θρησκευτικό εκείνο κίνημα. Αφού εγκωμιάζει ορισμένες θετικές όψεις της εν λόγω θρησκείας, όπως τη χριστιανική αλληλεγγύη, γράφει στο τέλος του έργου του: «Αυτή η αξιολόγηση εκφράζει αποκλειστικά και μόνο τη μισή αλήθεια. Και αυτό, επειδή η χριστιανική αλληλεγγύη δεν υπερβαίνει το φράγμα μεταξύ των φύλων. Ασκήθηκε η “αδελφοποίηση”, αλλά χωρίς οι αδελφοί και οι αδελφές να αδελφωθούν. Η Υπατία, κόρη του Θέωνα, υπήρξε το πρώτο θύμα εκείνου του μισογυνισμού που στη συνέχεια θα έφτανε στο αιματηρό αποκορύφωμά του με το κυνήγι των μαγισσών. Η Υπατία εκπροσωπεί εκατοντάδες χιλιάδες ανώνυμες γυναίκες. Η περίπτωσή της δεν θα έπρεπε να σβήσει ποτέ από την ιστορία».
Παρόμοιες απόψεις με αυτές που εξέφρασαν οι Κίνγκσλεϊ και Τσίτελμαν παρουσιάζονται ακόμα σε δύο καναδικά μυθιστορήματα πρόσφατα δημοσιευμένα: Αναγέννηση στην Παγανία του Αντρέ Φερέτι (Μόντρεαλ, 1987) και Υπατία ή το τέλος των θεών του Ζαν Μαρσέλ (Μόντρεαλ, 1989).
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι αγγλοσάξονες θετικιστές ενδιαφέρθηκαν για την Υπατία ως μαθηματικό και τελευταία μεγάλη εκπρόσωπο της επιστήμης. Στο έργο του Ιστορία της πνευματικής ανάπτυξης της Ευρώπης, που δημοσιεύτηκε στη Νέα Υόρκη το 1869, ο αμερικανός επιστήμων Τζ. Ουίλ. Ντρέιπερ τη χαρακτηρίζει «θαρραλέα υπέρμαχο της επιστήμης κατά της θρησκείας» και τη βλέπει ως την ηρωική μορφή στη διαμάχη μεταξύ δυνάμεων του ορθού λόγου και του ανορθολογισμού, μεταξύ του επιστημονικού πνεύματος και του σκοταδισμού. Ο Μπέρτραντ Ράσελ, στο βιβλίο που δημοσίευσε το 1946 για την ιστορία της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, ξεχωρίζει την αλεξανδρινή μαθηματικό και λέει για τον πατριάρχη Κύριλλο ότι «ο κύριος τρόπος με τον οποίο διεκδίκησε τη φήμη ήταν το λιντσάρισμα της Υπατίας».
Από την εποχή του Τόλαντ, ο ενθουσιασμός που ξύπνησε και εξακολουθεί να ξυπνά η μορφή της Υπατίας μεταξύ ιστορικών, συγγραφέων και επιστημόνων οφείλεται, επίσης, στη βαθύτατα συμβολική διάσταση του τραγικού θανάτου. Ποιητές και ερευνητές συμφώνησαν ότι το λιντσάρισμα της Υπατίας σημαίνει, επίσης, το λιντσάρισμα του αρχαίου πολιτισμού, το θρίαμβο των δυνάμεων του σκοταδισμού και τη μακραίωνη υποδούλωση αυτού που προσδίδει στο ανθρώπινο πλάσμα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του: της ικανότητάς του να ερευνά το σύμπαν και να το κατανοεί μέσω της εμπειρικής αναδίφησης, όπως και της ικανότητάς του να δημιουργεί την ομορφιά όταν η φαντασία του μπορεί να κινηθεί ελεύθερα και να αναπτυχθεί μέσω της άσκησης των τεχνών.
Αυτό είναι που η πολωνή συγγραφέας στο έργο της Υπατία η Αλεξανδρινή (1995), χαρακτηρίαζει ως «φιλοσοφικό μύθο της Υπατίας». Αρχίζει το βιβλίο της με την εξομολόγηση ότι δεν είχε ακούσει να γίνεται λόγος γι’ αυτήν, ώσπου έπεσε τυχαία πάνω στο όνομά της κάνοντας μια έρευνα για τη ζωή και το έργο του Συνέσιου της Κυρήνης, επισκόπου της Πτολεμαΐδας. Κριτικάρει τους πρώτους που περιέσωσαν από τη λήθη τη μορφή της Υπατίας («Οι απλοϊκές εκθέσεις του Τόλαντ και του Βολτέρου σηματοδότησαν την αρχή ενός μύθου όπου αναμειγνύονται η αλήθεια και το ψέμα»), αγανακτεί με τον Γκίμπον, επιτίθεται κατά των συγγραφέων και των επιστημόνων και θρηνεί για το γεγονός ότι σήμερα ο μύθος φτάνει στο αποκορύφωμά του με την αξιοποίησή του από το φεμινιστικό κίνημα.
Εμμένοντας στο να άρει κάθε ευθύνη και ενοχή που βαραίνει την Καθολική Εκκλησία και στην υπεράσπισή της απέναντι στις κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες αποτέλεσε την κυριότερη αιτία της εξαφάνισης του αρχαίου πολιτισμού και της έλευσης των σκοτεινών χρόνων του Μεσαίωνα, η Μαρία Τζιέλσκα ισχυρίζεται ότι το μόνο που ισχύει είναι ότι η Υπατία αποτελούσε εμπόδιο για την πολιτική του πατριάρχη Κύριλλου: «Η πάλη ανάμεσα στον πατριάρχη και στον έπαρχο για την πολιτική εξουσία και την επιρροή της Εκκλησίας στις κοσμικές υποθέσεις οδήγησε στο θάνατό της. Κάποιοι άντρες στην υπηρεσία του Κύριλλου δολοφόνησαν την Υπατία. Επρόκειτο για μια πολιτική δολοφονία, αποτέλεσμα των συγκρούσεων που ταλαιπωρούσαν την Αλεξάνδρεια πολύ καιρό». Και στη συνέχεια προσθέτει: «Ο θάνατος της Υπατίας δεν έχει καμιά σχέση με την αντιπαγανιστική πολιτική που ακολούθησαν ο Κύριλλος και η Εκκλησία του εκείνη την εποχή. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της πατριαρχίας του, ο Κύριλλος περιορίστηκε στην καταστροφή του ναού της Ίσιδος, στα περίχωρα της Κανώπου, για να τον αντικαταστήσει με χώρους λατρείας χριστιανών αγίων (των Κύρου και Ιωάννη). Δεν καταδίωξε τους παγανιστές στην ίδιας την Αλεξάνδρεια, εφόσον εκεί ενδιαφερόταν περισσότερο για τους αιρετικούς και τους Ιουδαίους. Και, μόλις τη δεκαετία 420-430 –όταν πια είχε περάσει ένα χρονικό διάστημα από το θάνατο της Υπατίας-, εξαπέλυσε επίθεση ενάντια στην παγανιστική σκέψη και πρακτική με την πραγματεία του Κατά Ιουλιανού, με την οποία απαντούσε στο Κατά των Γαλιλαίων του Ιουλιανού του Παραβάτη».
Τα επιχειρήματα με τα οποία υπερασπίζεται η πολωνή συγγραφέας τον πατριάρχη Κύριλλο μπροστά στο δικαστήριο της ιστορίας είναι αξιοθαύμαστα: αν γύρω στο 415 ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος ήταν απασχολημένος με το να σκοτώνει αιρετικούς και Ιουδαίους, γιατί θα έχανε το χρόνο του διώκοντας παγανιστές; Και αν το έκανε, όπως στην περίπτωση της Υπατίας, ήταν μόνο και μόνο επειδή αυτή η γυναίκα τον εμπόδιζε. Γιατί να υπερβάλλει κανείς, όπως έκανε ο Βολταίρος, ο Γκίμπον και τόσοι άλλοι; Ας αφήσουμε τα παραμύθια: αυτή η υπόθεση δεν είχε καμιά σχέση με την αντιφεμινιστική ή την αντιεπιστημονική στάση της Εκκλησίας. Στο τέλος του έργου της, η Τζιέλσκα δηλώνει: « Η παγανιστική θρησκεία δεν έσβησε με την Υπατία, όπως δεν έσβησαν τα μαθηματικά και η ελληνική φιλοσοφία».
Ευτυχώς, υπάρχει μια εκτεταμένη βιβλιογραφία για τον Κύριλλο και, ακόμα, στη διάθεσή μας τα έργα του. Και ξέρουμε από αυτά ότι ένοιωθε βαθύτατο μίσος για το σύνολο της φιλοσοφίας, την οποία χαρακτήριζε «ελληνιστική βλακεία»/ Αισθανόταν μια περιφρόνηση εξίσου βαθιά για τον Όμηρο και τον Ησίοδο, όπως και για όλους τους έλληνες δραματουργούς. Όσο για το ρόλο της γυναίκας, έλεγε σε ένα από τα κηρύγματά του: «Υποταγμένη και παραδομένη στην υπακοή προς το Θεό, οφείλει να αφιερώνεται στη γέννηση παιδιών».
Πώς να μην αποτελεί εμπόδιο η Υπατία για τον πατριάρχη Κύριλλο; Εμπόδιο όχι μόνο επειδή παρακώλυε τη συνεννόησή του με τον έπαρχο της Αιγύπτου, όπως θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε η πολωνή συγγραφέας, αλλά και για τα όσα αντιπροσωπεύει η Υπατία: ως γυναίκα, ως επιστήμονας και ως υπέρμαχος του ελεύθερου στοχασμού.
Υπατία (1885), λάδι σε καμβά 244,5 × 152,5 εκ., έργο του Charles William Mitchell (1854–1903).
Όποιος αναζητήσει στο διαδίκτυο βιογραφικές πληροφορίες γύρω από την Υπατία θα συναντήσει εκτός από το βιβλίο της πολωνής Μαρία Τζιέλσκα, το οποίο ήδη προαναφέρθηκε, και το έργο της γερμανίδας συγγραφέως Ανεμαρί Μέγκερ (δεν αναφέρομαι εδώ στα μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων μπορεί να βρει κανείς, στις προσφορές των παλαιοβιβλιοπωλείων, και το έργο του Κίνγκσλεϊ). Η Ανεμαρί Μέγκερ, που διευθύνει έναν μικρό εκδοτικό οίκο με βιβλία εσωτερισμού, αφιερώνει το δικό της βιβλίο στο να αποδείξει ότι η Υπατία και η Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Έτσι, λοιπόν, ανατρέχει στο μύθο που ξεκινά από μια υποτιθέμενη επιστολή, την οποία έστειλε η Υπατία στον Κύριλλο και την οποία συμπεριέλαβε, στις αρχές του 19 αιώνα, η ιταλίδα κόμισσα Ντιοντάτα Ροέρο ντι Σαλούτσο στο δίτομο ποίημά της του 1827 με τον τίτλο Υπατία ή Περί φιλοσοφίας.
Το εντελώς νεωτερικό στοιχείο στο έργο της Ανεμαρίε Μέγκερ είναι ότι απαλλάσσει από κάθε ενοχή τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο, για τον οποίο δηλώνει ότι «δεν ήταν προδιατεθειμένος κατά της φιλοσόφου Υπατίας», αλλά μάλλον το αντίθετο, δεδομένου ότι εκείνος εισήγαγε τη φιλοσοφία της στην Εκκλησία. Για να ισχυριστεί κατηγορηματικά τα εξής στην επόμενη σειρά: «Ο Κύριλλος υπήρξε, κατά κάποιον τρόπο, ο πρώτος “υπέρμαχος” των δικαιωμάτων της γυναίκας στην χριστιανική Εκκλησία». Όσο κι αν φαίνεται άξιο απορίας, η δεύτερη έκδοση αυτού του βιβλίου, αναθεωρημένη και διευρυμένη, δεν φέρει καμιά ημερομηνία του Μεσαίωνα, αλλά στο 1999.
Προκειμένου να κατανοήσουμε για πιο λόγο η Ανεμαρίε Μέγκερ θεωρεί τον Άγιο Κύριλλο ως τον πρώτο «υπέρμαχο των δικαιωμάτων της γυναίκας», πρέπει να ανατρέξουμε στις αρχές του 5ου αιώνα, εποχή κατά την οποία συζητήθηκαν ζητήματα καίρια, όπως για παράδειγμα το αν η Μαρία ήταν «μητέρα του Χριστού-Ανθρώπου» ή «μητέρα του Χριστού-Θεού», με άλλα λόγια αν ήταν Χριστοτόκος ή Θεοτόκος. Επρόκειτο για τη μεγάλη μάχη που έδωσε ο Κύριλλος κατά του Νεστόριου –δηλαδή ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας κατά του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως- και που έληξε με την καταδίκη του τελευταίου ως αιρετικού στη Σύνοδο της Εφέσου, το 431 μ.Χ. Και επειδή νικητής αυτής της συνόδου ήταν ο Κύριλλος, ο οποίος ανύψωσε τη μητέρα του θνητού σε μητέρα θεού, η συγκεκριμένη συγγραφέας συμπεραίνει ότι υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των γυναικών. Ένα ακόμα καταπληκτικό επιχείρημα.
Έχουμε κάθε λόγο να αγνοήσουμε της προσπάθειες της Ανεμαρίε Μέγκερ να αποδείξει ότι η Υπατία είχε την τιμή να είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας, όπως και να μην λάβουμε υπόψη μας όσους, τώρα τελευταία, φιλοδοξούν να την ταυτίσουν με την Αγία Μαρία την Αιγυπτία, ξεκινώντας από μια χρονολογική σύμπτωση: η μετανοημένη Αγυπτία γεννήθηκε γύρω στο 345 και πέθανε στην Παλαιστίνη, το 421. Αυτά τα κείμενα δεν θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.
Όσο για το βιβλίο της Τζιέλσκα, δεν μπορεί κανείς να τις αρνηθεί τη φιλόπονη σχολαστικότητα στη μελέτη της βιβλιογραφίας, όπως επίσης και το γεγονός ότι αποτελεί, προφανώς, το έργο ενός ανθρώπου με ακαδημαϊκή παιδεία. Ωστόσο, μας εκπλήσσει το γεγονός ότι διατυπώνει ισχυρισμούς χωρίς να προσπαθεί καν να τους στηρίξει. Με άλλα λόγια, σκοπός του βιβλίου της είναι να ανασκευάσει την υπόθεση, σύμφωνα με την οποία ο Χριστιανισμός σήμανε τη ρήξη στην πολιτιστική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Και όταν δηλώνει ότι η»η παγανιστική θρησκεία δεν έσβησε την Υπατία, όπως δεν έσβησαν τα μαθηματικά και η ελληνική φιλοσοφία», θα περιμέναμε να μας δώσει σαφείς αποδείξεις αυτού του ισχυρισμού. Δηλαδή, τίνος πράγματος υπήρξε, συγκεκριμένα, μια πολιτιστική συνέχεια μετά το θάνατο της Υπατίας.
Αν δεν επρόκειτο για ρήξη αλλά όντως για κάποια συνέχεια, για ποιο λόγο έπρεπε να επανανακαλυφθεί η αναισθησιολογία, όταν πια είχε κάνει την είσοδό του ο 20ος αιώνας; Κοντολογίς, γνωρίζουμε ότι εδώ και πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια οι αλεξανδρινοί γιατροί τη χρησιμοποιούσαν, μεταξύ άλλων, και στις εγχειρίσεις ματιών, οι οποίες χρονολογούνται επίσης σχετικά πρόσφατα. Και γιατί έπρεπε να ανακαλυφθεί εκ νέου το σκυρόδεμα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν η χρήση του ανάγεται στον 3ο αιώνα π. Χ.; Γιατί ο γιατρός Μιγέλ Σερβέτ από την Τουδέλα κάηκε στην πυρά με την κατηγορία του αιρετικού, ενώ το μοναδικό του κρίμα ήταν ότι μελέτησε την κυκλοφορία του αίματος των πνευμόνων, την ώρα που αυτό ήταν κάτι που το γνώριζε οποιοσδήποτε αλεξανδρινός γιατρός αιώνες πριν γεννηθεί η Υπατία; Ο κατάλογος των ερωτημάτων θα ήταν ατελείωτος. Αποτελεί, ωστόσο, γεγονός ότι μετά το θάνατο της Υπατίας τα μαθηματικά και η αστρονομία απέμειναν σαν την ωραία κοιμωμένη του δάσους που περιμένει το φιλί του μαγεμένου πρίγκιπα της Αναγέννησης.
Μπορούμε τέλος να υποστηρίξουμε ότι ο αρχαίος πολιτισμός δεν πέθανε από φυσικό θάνατο, αλλά δολοφονήθηκε. Και οι δολοφόνοι του έχουν όνομα. Ένας από αυτούς ήταν ο Κύριλλος, η ενσάρκωση ενός σκοταδιστικού κινήματος που βύθισε την Ευρώπη σε μια από τις πιο ολέθριες περιόδους της ιστορίας της. Αυτός ο πολιτισμός δολοφονήθηκε, όπως δολοφονήθηκε και η Υπατία. Και αν η Υπατία μεταβλήθηκε σε σύμβολο, δίνοντας όνομα σε έναν μύθο, είναι επειδή ο θάνατός της συμπίπτει ακριβώς με το θάνατο εκείνου του πολιτισμού.
Δεν παύει να είναι σημαντικό ότι, από τη ζωή της Υπατίας, το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι είναι ο τρόπος δολοφονίας της. Ο Ταιν έλεγε πως, όταν γίνεται ένα ναυάγιο, οι θησαυροί καταποντίζονται στο βάθος της θάλασσας, ενώ τα σκουπίδια επιπλέουν. Η Υπατία αποτελεί μέρος εκείνων των χαμένων θησαυρών. Διέπραξε την απρονοησία να προωθήσει τα μαθηματικά σε μια χρονική στιγμή που όλες οι επιστήμες θεωρούνταν προσβολή προς τα θεια και μερικοί πατέρες της Εκκλησίας υποστήριζαν εκ νέου τη θεωρία σύμφωνα με την οποία η Γη είναι επίπεδη και το σύμπαν έχει το σχήμα της Κιβωτού. Είχε την τόλμη να δεχθεί μαθητές από όλες τις θρησκείες, σε μια εποχή που οι σπουδές πραγματοποιούνταν σε ξεχωριστές σχολές για τα τρία μεγάλα θρησκευτικά κινήματα: το Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό και εκείνο το σύνολο των θρησκειών που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «παγανιστικές». Είναι αυταπόδεικτο γεγονός ότι ο θάνατός της ήρθε ως αποτέλεσμα του πρώτου κυνηγιού μαγισσών που γνωρίζουμε.
Της έλαχε να ζήσει σε καιρούς δύσκολους, που θα μπορούσαν να συγκριθούν με εκείνους που βίωσε μια οικογένεια Εβραίων στα χρόνια του ναζισμού: στα είκοσι ένα της χρόνια είδε με τα ίδια της τα μάτια την καταστροφή του Σεράπειου και, μαζί, εκείνη των χώρων του Μουσείου και της μεγάλης Θυγατρικής Βιβλιοθήκης, όπως και την κατεδάφιση όλων των παγανιστικών ναών της Αλεξάνδρειας. Αυτή η διαδικασία σάρωσης του παγανισμού άγγιξε το απόγειό της το 391 και μπορεί να θεωρηθεί ότι ολοκληρώθηκε γύρω στο 400. Αν υπάρχει κάποιο θαύμα που αξίζει να αναφερθεί σε όλη την ιστορία του Χριστιανισμού, είναι το γεγονός ότι η Υπατία θα επιζήσει μέχρι τη Σαρακοστή του 514.
Όταν, στις 17 Οκτωβρίου του 412, ο Κύριλλος ανέρχεται στο αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, απομένουν στην Υπατία δύο χρόνια ζωής ακόμα. Αυτός ο άνθρωπος, τον οποίο η εγκυκλοπαίδεια Λαρούς χαρακτηρίζει «παθιασμένο υπέρμαχο της ορθοδοξίας» και που στις μέρες μας θα τον βλέπαμε σαν διαβολικό Ταλιμπάν, έφερε στη συνείδησή του το βάρος του θανάτου διακοσίων πενήντα περίπου χιλιάδων Ιουδαίων. Γι’ αυτό ο Κάρλχαϊντς Ντέσνερ, στην Εγκληματική Ιστορία του Χριστιανισμού, τον θεωρεί προάγγελο του Χίτλερ και απαλλάσσει τον δεύτερο από την απάνθρωπη σύλληψη της λεγόμενης «τελικής λύσης» (Endlösung). Θέλω να επισημάνω την έλλειψη ηθικών δισταγμών από την πλευρά εκείνου του ανθρώπου, προκειμένου να τονίσω το γεγονός ότι η επιρροή της Υπατίας στην Αλεξάνδρεια πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη. Γι’ αυτό ο Κύριλλος δεν τόλμησε να της επιτεθεί καταμέτωπο, αλλά εξαπέλυσε προηγουμένως μια καλά ενορχηστρωμένη εκστρατεία δυσφήμισης ενώπιον των πιστών του για να τους αποδείξει ότι εκείνη η γυναίκα ασκούσε τη μαγγανεία και τη μαύρη μαγεία. Το ότι αφοσιώθηκε στα μαθηματικά και στην αστρονομία, το ότι κατασκεύασε επιστημονικά όργανα και είχε έφεση προς τη μουσική, αποτέλεσαν ενδείξεις περισσότερο και από επαρκείς. Ο Ιωάννης, επίσκοπος της Νικίου, πρωτεύουσας της αιγυπτιακής επαρχίας Προσωπίτιδας, γιόρτασε το θάνατό της και τον δικαιολόγησε με τα εξής λόγια: «Ήταν πάντα θιασώτης της μαγείας, των αστρολάβων και των μουσικών οργάνων».
Εμείς θα λέγαμε ότι η Υπατία υπήρξε θιασώτης της γνώσης. Αν στην κοινωνία μας έχουμε σημειώσει σημαντικές προόδους στις επιστήμες αυτό οφείλεται στο ότι γενιές στοχαστών αψήφησαν το θάνατο και τα βασανιστήρια, διασώζοντας το πολιτιστικό κεφάλαιο των Ιώνων με τον αθεϊστικό ορθολογισμό τους. Και, ακόμα, επειδή ερεύνησαν τον κόσμο που μας περιβάλλει χωρίς την τροχοπέδη κάποιων παράλογων δεισιδαιμονιών. Σε αυτή την πάλη για την ελευθερία της σκέψης, η Υπατία εξακολουθεί να αποτελεί παράδειγμα ακεραιότητας και θάρρους. Ένα παράδειγμα που μας θυμίζει ότι απέχουμε πολύ ακόμη από την άρση της βιβλικής κατάρας που έκανε τη γυναίκα υποκείμενη στον άντρα. Έτσι, σε έναν κόσμο όπου δεν θα δέσποζε η ανδροκρατία, δεν θα θυμόμασταν τον Τζορντάνο Μπρούνο ως τον πρώτο μεγάλο στοχαστή που άφησε την τελευταία του πνοή υπερασπιζόμενος τις ιδέες του αλλά την Υπατία την Αλεξανδρινή.
Πηγή:
Πέδρο Γκαλβεθ, Υπατία, η γυναίκα που αγάπησε την επιστήμη, μετ. Λήδα Παλλαντινού, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009.
Ο θάνατος της Υπατίας, έργο του William Mortensen (1897–1965).
Βιβλία σχετικά με την Υπατία στα ελληνικά
Γκάλβεθ, Πέδρο, Υπατία: Η γυναίκα που αγάπησε την επιστήμη μτφρ. Λήδα Παλλαντίου, εκδόσεις Μεταίχμιο.
Άννας Γκέρτσου-Σαρρή, Σχετικά με την Υπατία…, εκδόσεις Κέδρος.
Dzielska Maria, Υπατία η Αλεξανδρινή μτφρ. Γιώργος Κουσουνέλος, εκδόσεις Ενάλιος.
Γκαμπριέλ Τραριέ, Υπατία, μτφρ. Γιάννης Καρβέλας, εκδόσεις University Studio Press.
Δημήτρης Βαρβαρήγος, Υπατία, ιστορικό μυθιστόρημα, εκδόσεις Εντύποις.
Λεκόντ Ντε Λιλ, Υπατία και Κύριλλος, μονόπρακτο ποιητικό δράμα, μτφρ. Ιωάννης Μποζίκης, εκδόσεις Μποζίκης.