Μένης Κουμανταρέας (1931-2014), αφιέρωμα

Μένης Κουμανταρέας (1931-2014), αφιέρωμα

Προλεγόμενα

Ο ευγενικός και γενναιόδωρος Μένης δεν είναι πια μαζί μας, θα βρεθεί νεκρός με μώλωπες στο κεφάλι, στο διαμέρισμά του. Είδηση που συγκλονίζει. Στο μυαλό μας έρχεται η άγρια δολοφονία ενός άλλου συγγραφέα, του Κώστα Ταχτσή. Το γρονθοκόπημα τούτης της είδησης, μια γκρίζα μέρα σαν τη σημερινή, προκαλεί λύπη, αγανάκτηση, αισθήματα που ξεχειλίζουν και κυκλώνουν την ψυχή.

Ο Κουμανταρέας άρχισε να γράφει πολύ μικρός. Δεν ακολούθησε και δεν ολοκλήρωσε κανένα κύκλο σπουδών. Δεν έτρεξε να κάνει κανένα μεταπτυχιακό, μάστερ, διδακτορικό. Προτίμησε να μαθητεύσει δίπλα σε σπουδαίους ανθρώπους όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νίκος Γκάτσος και ο Γιάννης Τσαρούχης.

Αν κοιτάξουμε την σύγχρονη λογοτεχνία μας, θα δούμε ότι δεν υπάρχει καταλληλότερος συγγραφέας για να μας δώσει μια ελεγειακή εικόνα της μεταπολεμικής Αθήνας και την εξέλιξή της στο πέρασμα των δεκαετιών. Ο Κουμανταρέας είναι -ίσως- ο μόνος πεζογράφος μας που είχε σαν μόνιμη πηγή έμπνευσης την σύγχρονη ελληνική πόλη. Το καθημερινό αστικό τοπίο είναι το μόνιμο σκηνικό του με όλες του τις λεπτομέρειες, που αν και μερικές φορές δείχνει ξεπεσμένο, ποτέ δεν παύει να είναι όμορφο, ανθρώπινα όμορφο. Είναι αυτό που συγκρατεί έστω και ανεπαίσθητα τους κλυδωνισμούς της ψυχής των ηρώων του, και που ουσιαστικά τους θεμελιώνει, τους ριζώνει.

Οι ήρωες του Κουμανταρέα, μικροαστοί, νέοι κάτω από την τυραννία της πρώτης αντρικής ηλικίας, μεσόκοπες πλαδαρές γυναίκες, παρέμεναν πάντοτε συνταρακτικά και εντυπωσιακά επίκαιροι.

Ο Κουμανταρέας έχει πια καθιερωθεί σαν ένας από τους ανανεωτές της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Τούτο το μικρό αφιέρωμα ας λογισθεί σαν ένα χάδι αποχαιρετισμού.

Παναγιώτης Καρώνης

Μένη Κουμανταρέας, μικρό βιογραφικό σημείωμα

Ο Μένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931 και έζησε πάντα σε αυτήν. Εξαίρεση αποτελούν οι έξι μήνες του 1948, όπου έζησε κοντά στον θείο του, αδερφό του πατέρα του, στο Λονδίνο, γεγονός που τον βοήθησε να έρθει σε επαφή με την εκεί πολιτιστική ζωή. Αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών το 1949 και στη συνέχεια σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άρχισε να γράφει από πολύ μικρός, όμως άργησε πολύ να δημοσιεύσει. Δεν ακολούθησε ολοκληρωμένο κύκλο πανεπιστημιακών σπουδών αλλά μαθήτευσε δίπλα σε ανθρώπους όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νίκος Γκάτσος και ο Γιάννης Τσαρούχης.

Επί σειρά ετών εργάστηκε σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες. Το πρώτο του βιβλίο Τα μηχανάκια κυκλοφόρησε το 1962 και περιλαμβάνει ιστορίες καταπιεσμένων εφήβων της εποχής που αναζητούν διέξοδο στις παρορμήσεις και τα όνειρά τους. Το 1969 δικάστηκε τρεις φορές για το βιβλίο του το Αρμένισμα, δίκη που πήρε αντιστασιακό χαρακτήρα. Έλαβε μέρος επίσης στη έκδοση των Δεκαοχτώ κειμένων. Επί δικτατορίας απεδέχθη την υποτροφία Ford που συνετέλεσε στην στην ολοκλήρωση του μυθιστορήματός του Βιοτεχνία υαλικών. Το 1972 έζησε για έξη μήνες στο Δυτικό Βερολίνο υπότροφος της DAAD.

Έγραψε το σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας του Π. Βούλγαρη Το προξενιό της Άννας, ενώ η νουβέλα του Η κυρία Κούλα, έγινε τηλεταινία με πρωταγωνίστρια τη μεγάλη ηθοποιό Βέρα Ζαβιτσάνου. Τηλεταινία επίσης έγινε το διήγημά του Τα καημένα. Το μυθιστόρημά του Η φανέλα με το εννιά γυρίστηκε ταινία από τον Παντελή Βούλγαρη.

Έργα του Μένη Κουμανταρέα έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες ενώ ο ίδιος έχει μεταφράσει κυρίως αγγλοσάξονες συγγραφείς όπως: Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe), Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville), Έρνεστ Χέμινγουεϊ (Ernest Hemingway), Κάρσον ΜακΚάλλερς (Carson McCullers), Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (Francis Scott Fitzgerald).

Έχει τιμηθεί τρεις φορές με το Κρατικό Βραβείο πεζογραφίας και το μυθιστόρημά του Ο ωραίος λοχαγός έλαβε το νεοσύστατο βραβείο Blue Book στην Παγκόσμια Έκθεση Βιβλίου στην Φρανκφούρτη το 2001. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και από το 1982 ως το 1986 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Το βιβλίο του Δυο φορές Έλληνας, μια τοιχογραφία της ελληνικής κοινωνίας από το 1947 – 1990, έγινε ομόθυμα αποδεκτό από το ελληνικό κοινό και αποτέλεσε τη μεγάλη εκδοτική επιτυχία του 2001.

Menis_Koumadareas2.jpg

Με φόντο τα σχέδια του Δ. Μυταρά για την Κυρία Κούλα

Μια επιστολή του Γιώργου Ιωάννου

Θεσσαλονίκη, 24/3/1971

Φίλε Μένη

Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση και προσοχή ξαναδιάβασα Τα μηχανάκια. Αγνοούσα μόνο τη «Δόξα του Σκαπανέα». Σ’ εσένα πολύ μ’ αρέσει η στιγμή της ζωής που διαλέγεις, συνήθως, να παρουσιάζεις. Δηλαδή όλη αυτή η απεικόνιση της μετεφηβικής και της πρώτης αντρικής ηλικίας με την τυραννία της και τις βαθιές διακυμάνσεις. Αυτή τη στιγμή της ζωής την συλλαμβάνεις ιδιαίτερα καλά -θα υπάρχουν βέβαια ειδικοί λίγοι.

Νομίζω -και μη σου κακοφανεί- πως μερικές παραλλαγές αν έκαμες σε ορισμένα πεζογραφήματά σου -π.χ. στο πεζό τα Μηχανάκια θα γίνονταν όχι μόνον κατάλληλα για νεοχριστιανικά περιοδικά, μα θα έκαμνες όλους αυτούς τους νεοχριστιανούς να ουρλιάζουν από χαρά γιατί θα είχαν βρει επιτέλους τον καλό συγγραφέα τους. Τρελαίνονται και στη ζωή και στη λογοτεχνία να βλέπουν διακυμάνσεις και σπαρταρίσματα εφήβων και νεαρών αντρών γιατί πιστεύουν -και όχι άδικα- πως τότε ακριβώς είναι η κατάλληλη στιγμή για το καμάκωμα. Πάντως, συχώρα με για όλα αυτά που ανακατεύω, μα ήθελα από την άλλη φορά να σου το πω.

Η «Δόξα του Σκαπανέα» μ’ άρεσε ιδιαίτερα, έχει και μορφικά τεχνικά, πολύ ενδιαφέρον. […]

Γεια σου

Γιώργος

Μια επιστολή του Γιώργου Θεοτοκά

15 Μαΐου 1962

Αγαπητέ φίλε,

Ευχαριστώ για το βιβλίο σας (Τα μηχανάκια), που το διάβασα με πολύ ενδιαφέρον. Με ευχαρίστηση είδα αμέσως πως ξέρετε να γράφετε. Εννοώ τόσο την αφήγηση όσο και τους διαλόγους. Καλή γλώσσα, ύφος άμεσο, απλό, καθαρό, διάθεση αποφυγής της περιττολογίας – αυτά είναι στέρεα προσόντα πολύτιμα. Επίσης βλέπω διαισθητική ικανότητα στην ψυχολογία του νέου άντρα. Το πρώτο διήγημά σας είναι, νομίζω, το καλύτερο. Από το τελευταίο κάτι έλειψε για να ολοκληρωθεί. Ωστόσο, εκεί διακρίνω μιαν ικανότητα να συλλάβετε ή να ζωντανέψετε ένα μικρό κοινωνικό όμιλο. Είναι μια διάθεση που πρέπει να την καλλιεργήσετε. Πολύ με ενδιέφεραν και τα σχόλιά σας για την Ιερά οδό που κι αυτή είναι έργο ανολοκλήρωτο, μα ελπίζω πως τελικά θα γραφτεί το δεύτερό της μέρος. Το συλλογίζομαι. Ελπίζω να τα ξαναπούμε.

Φιλικότατα

Γιώργος Θεοτοκάς

Μια επιστολή του Τ.Κ. Παπατσώνη

15 Δεκεμβρίου 1969

Φίλε κύριε Κουμανταρέα,

Διάβασα το Αρμένισμα και θέλω να σας συγχαρώ, πράγμα που δεν συνηθίζω εύκολα. Στην σωρεία των πεζογραφημάτων που βλέπουν το φως, καθημερινά και που συνταντά κανείς μόνο άτεχνες μετριότητες, είναι ευτύχημα να ξεχωρίζει κανείς εκλεκτές σελίδες, όπως οι δικές σας.

Απορώ για την περιπέτεια [εννοεί την δίωξη του συγγραφέα] που σας βρήκε- το εξηγώ όμως γιατί οι μη ειδικευμένοι υποπίπτουν στη σύγχυση μεταξύ αληθινής Τέχνης και των διαφόρων σκανδαλοθηρικών αναγνωσμάτων. Το περίεργον είναι, ότι ακριβώς τα επίμαχα δύο διηγήματα είναι ακριβώς εκείνα που εξετίμησα εντελώς ιδιαιτέρα, για τον τόσο δυνατό ρεαλισμό τους – που έχει άλλωστε τόση άμεση σχέση με τις σημερινές εξελίξεις και παρεκτροπές.

Αν χάση η Τέχνη τον δεσμό με όλες τις πτυχές της πραγματικότητας, τι θα της απομείνη;

Είμαι όμως βέβαιος, πως τελικά η Ανώτερη και φωτισμένη Δικαιοσύνη, θα σας δικαιώσει.

Με πολλήν εκτίμηση

Τ.Κ. Παπατσώνης

Και μια επιστολή του Κώστα Ταχτσή

Αγαπητέ μου Μένη,

Είσαι ευγενικός και γενναιόδωρος – πάντα.

Τα κομμάτια που πρόλαβα να διαβάσω απ’ το βιβλίο σου Σεραφείμ και Χερουβείμ -μένουν δύο-τρία, αλλά τ’ αφήνω γι’ αργότερα, όταν θα ξανάχω την απαραίτητη ευδιαθεσία- δείχνουν πως έχεις ωριμάσει πάρα πολύ, αν όχι σα λογοτέχνης, πάντως αναμφισβήτητα σα συγγραφέας, που χωρίς να’ ναι το ίδιο είναι ίσως πολύ πιο σημαντικό. (Μιλάω για τη διαφορά ανάμεσα στην αισθητική και την ηθική -το γράψιμο είναι πάνω απ’ όλα ηθικό πρόβλημα, με την ευρύτερη φυσικά έννοια του όρου).

Παρ’ όλο λοιπόν που δεν τα ‘χω διαβάσει ακόμα όλα, και πάντως όχι πολύ προσεκτικά, έχω καταλάβει αρκετά. «Παλιά καραβάνα», για να επαναλάβω την δική σου έκφραση, χωρίς αυτή τη φορά ν’ αδικώ ουτ’ εσένα,, ούτε τον εαυτό μου. Ξορκίζεις τα φαντάσματα της τυραννισμένης μας εφηβείας. Επιμένω στο επίθετο που τόσο σ’ ενόχλησε. Μπορεί να είναι λίγο μελόδραμα αστικό, αλλά την εποχή εκείνη τα βάσανά μας δεν ήταν μελόδραμα, αλλά σκέτο δράμα, ακόμα και όταν συνοδευόταν απ’ τη μουσική του Μπετόβεν του Τσαϊκόφσκι, του Σμέτανα και μερικών άλλων -ακούγαμε ακριβώς τα ίδια πράγματα, μόνο που εγώ πρόλαβα τις συναυλίες της Κρατικής και στο Παλλάς εν μέση Κατοχή, και με πρώτο βιολί τον Σκαλκώτα! A proros, πρόσεξε λίγο κανά-δυο πράγματα: λέμε Απασιονάτα του Μπετόβεν – η «Παθητική» είναι η γνωστή συμφωνία του Τσαϊκόφσκι. Και, νομίζω, το βάθρο του διευθυντή ορχήστρας δε λέγεται υποπόδιον, αλλά μάλλον πόδιον, όχι επειδή λέγεται podium στ’ αγγλικά αλλ’ επειδή ο όρος υποπόδιο, στα ελληνικλά έχει, σχεδόν αποκλειστικά άλλη σημασία, τη μεταφυσική. […]

Αλλ’ ας ξαναγυρίσωσ’ αυτά τα φαντάσματα.. Πες μου σε παρακαλώ, πες μου, γιατί εγώ δε μπορώ να το καταλάβω ακόμα και σήμερα, τι έφταιξε κι έτυχε σε μας κι όχι σ’ άλλους, γιατί σε μερικούς ναι, σ’ άλλους, τους περισσότερους, όχι;; Και γιατί, απ’ αυτούς τους «μερικούς», εμείς τρομάξαμε πιο πολύ; Τι μας έλειψε; Η εξυπνάδα ή η σκληρότητα; Και γιατί τόσες ενοχές, αφού ξέραμε ακόμα και τότε ότι οι ένοχοι ήταν άλλοι; Ας είναι. Αυτά τα κείμενα -ξόρκια είναι τα πρώτα σου γραφτά που πραγματικά μ’ άρεσαν, κι ελπίζω όχι μόνο από κάποιο ναρκισσισμό. Ένα-δυο μάλιστα με συγκίνησαν, κι υποθέτω ότι άλλους, πιο αγνούς, θα τους συγκινήσουν ακόμα περισσότερο. Τώρα που ξέφυγες σχετικά αλώβητος απ’ τις συμπληγάδες της «φιλολογίας» -απ’ την οποία έπασχε ακόμα και η έξοχη Βιοτεχνία υαλικών- ίσως γράψεις κάποτε ένα μεγάλο μυθιστόρημα κυρίως για τη δεκαετία του ’60 κι ύστερα. […]

Σε φιλώ με πολύ αγάπη

Ταχτσής

Πηγή :

Οδός Πανός, τχ. 117, αφιέρωμα στον Μένη Κουμανταρέα, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002.

Menis_Koumadareas3.jpg

Ο Κουμανταρέας σε φωτογραφία της δεκαετίας του ’70 (πηγή)

ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ MARIO VITI

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μένης Κουμανταρέας αντιμετώπισε τις ίδιες δυσκολίες που βασάνισαν τους άλλους συνομηλίκους του. Ένα τεκμήριο της συμμετοχής του αυτής είναι και η απόπειρα απόδραση από την κλασική αφήγηση που έκανε με τα διηγήματαΤα καημένα. Με τη Βιοτεχνία υαλικών, το το τελευταίο βιβλίο του τόλμησε όμως να επιστρέψει στην κλασική αφήγηση, αφήνοντας σε άλλους τους πειραματισμούς: ούτε στη δραματοποίηση της αγχώδους εξομολόγησης θέλησε να προστρέξει, ούτε χρειάστηκε να μπει στο πετσί ενός λαϊκού παραμυθά για να υιοθετήσει μιαν μέθοδο που άλλοι δοκιμάζουν όχι πάντα με την ίδια επιτυχία.

Ο Μένης Κουμανταρέας δεν θέλησε να κάνει την υπόθεση του μυθιστορήματός του (ο ίδιος δεν αποκαλεί μυθιστόρημα το βιβλίο του) συνταρακτικά ή εντυπωσιακά επίκαιρη.

Στη Βιοτεχνία υαλικών πρόκριτε για μια αποθήκη κρυστάλλινων πολύφωτων και αμπαζούρ, κοντά στο Γκάζι της Αθήνας. Την κληρονόμησε η Μπέμπα Ταντή από τον πατέρα της και την διαχειρίζεται με τον άντρα της τον Βλάση, που τον γνωρίζει από τα φοιτητά της χρόνια. Παιδιά δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν. Η Μπέμπα, που έχειν πια πατημένα τα σαράντα, και είναι θετικός άνθρωπος, έχει την πρωτοβουλία στην επιχείριση. Ο άντρας της κοιτάζει τους λογαριασμούς. Κάθε Σαββατόβραδο η Μπέμπα κάθεται στο βολάν της Σκόντας της και πάνε οι δυο τους, με φίλους και εργένηδες, στις μαρίδες για γλέντι. Οι δουλειές πάνε τώρα λιγότερο καλά. Είναι ανάγκη να περιοδεύσουν στην επαρχία. Για να υποχρεώσουν τους εμπόρους να πληρώσουν τα χρέη τους. Ξεκινά η Μπέμπα με τον άντρα της, οδηγώντας τη Σκόντα στην Εθνική οδό. Άφησε στην αποθήκη τους δυο καλούς φίλους. Η περιοδεία είναι αποτελεσματική. Η Μπέμπα πείθει τους εμπόρους, χρησιμοποιώντας κάπως και την προσωπική της γοητεία, όταν είναι ανάγκη. Ο άντρας της, που δεν αισθάνεται άνετα, παθαίνει ένα επεισόδιο, με παραισθήσεις, με σκοτοδίνη και αναγκάζονται να επιστρέψουν στην Αθήνα, πάντα με την Σκόντα. Τελικά η Μπέμπα υποχρεώνεται να τον βάλει σε μια κλινική, και να μείνει μόνη στο δυάρι που έχει νοικιασμένο στο Ρουφ. Τώρα πια οι δυο φίλοι τους έχουν αναλάβει σαν υπάλληλοι στην αποθήκη. Τα Σαββατόβραδα οι τρεις τους, η Μπέμπα στο βολάν, πηγαίνουν για το μεζέ τους προς τα Μεσόγεια. […]

Το θέμα της Βιοτεχνίας υαλικών είναι λίγο ή πολύ εκείνο που απασχόλησε την κλασική πεζογραφία της Ευρώπης, και που χοντρά, για να συνεννοηθούμε, μπορούμε να το αποκαλέσουμε η ήττα του ατόμου από την κοινωνία. Και στην Ελλάδα το θέμα έχει μια γερή παράδοση. Από τον Κ. Θεοτόκη ως τον Α. Τερζάκη και τον Κ. Πολίτη, έδωσε δείγματα στο παρελθόν που ξεχωρίζουν για την αξία τους. Στους πιο πρόσφατους πεζογράφους της ίδιας γενιάς στην οποία ανήκει ο Κουμανταρέας, έγινε όμως εκείνη η ριζική αλλαγή που είδε τους «ήρωες» αυτούς να εγκαταλείπουν τις φιλοδοξίες που προκαλούσαν την ήττα τους, να γεννιούνται δίχως μεγάλες φιλοδοξίες.. Με αυτόν τον τρόπο, από αρνητικοί ήρωες που ήταν τον καιρό της ήττας προξενημένης από τις μεγάλες φιλοδοξίες, βρέθηκαν απλώς να είναι παθητικοί ήρωες, καθώς μας λένε οι ειδικοί..

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των σημερινών ηρώων είναι η απουσία από την προσωπικότητά τους μιας συνειδητοποίησης των προβλημάτων της κοινωνίας και τις ίδιας τους της ύπαρξης, ανάλογη με την πραγματική σημασία τους. Οι περιστάσεις τούς ξεπερνούν, είναι πιο μικροί από τις περιστάσεις, ακόμη και από τις ταπεινές της καθημερινής ζωής. Τα πρόσωπα του Βιοτεχνία υαλικών βρίσκονται σε αυτό το συνειδησιακό επίπεδο. Η Μπέμπα (ο συγγραφέας δεν δίστασε να τις δώσει τέτοιο όνομα που δηλώνει και μια οικογενειακή και κοινωνική κληρονομιά) έχει μια μεγάλη θέληση να ζήσει και αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με θετικότητα, δίχως φιλοδοξίες, δίχως προβληματισμούς. Μαθαίνουμε μερικές συνήθειές της, την άσπρη κορδέλα στα μαύρα μαλλιά της, το ένα χέρι έξω από το κρεβάτι όταν κοιμάται.. Είναι μια γυναίκα σαν τις άλλες. Από τη ζωή της, «ό,τι έχει απομείνει ήταν καμιά εκδρομή στη θάλασσα ή στο βουνό, κανένα αποκριάτικο γλεντάκι, όλα όσα έδιναν την ψευδαίσθηση μιας ευτυχίας, μιας παράτασης όσων ήταν σήμερα – αύριο, να χαθούν οριστικά».

Ο άντρας της ο Βλάσης είναι ένας πολύ πιο αδύνατος άνθρωπος από αυτήν. Από αυτήν παίρνει δύναμη για να ζήσει, ζητά προστασία, μέσω των αισθήσεων περισσότερο, παρά με τα λόγια. Αν οι ζωτικές του δυνάμεις δεν είναι καλά εξισορροπημένες και η άμυνά του απέναντι στις δυσκολίες υποτονική και τον σπρώχνουν σε μια ήρεμη τρέλα, αυτό γίνεται με τον πιο φυσικό τρόπο και δεν παραξενεύει καθόλου τον αναγνώστη.

Τα άλλα δύο πρόσωπα, οι δύο έμπιστοι φίλοι που αναλαμβάνουν το μαγαζί και που τα κάνουν «γυαλιά – καρφιά», που λέει και το βιβλίο, όταν η Μπέμπα εξαφανίζεται, μας γίνονται επίσης πολύ οικεία. Ο Βάσος «θα ‘λεγες, μια προϊστορική χελώνα που πασχίζει να βγάλει το κεφάλι της από το καύκαλο και να ρίξει μια ματιά έξω. Δίπλα του, όρθιος σταματώντας να σαλιώνει το δάκτυλό του, ο Σπύρος μετρούσε μια δεσμίδα χαρτονομίσματα». Τους ξαναβλέπουμε παραπέρα: «Ο ένας ψηλός λέλεκας σωστός, να κουτσαίνει- ο άλλος κοντός κι ασθματικός με κάτι μάτια κουκουβάγιας».

Παρόλη την πετυχημένη σωματική διαφοροποίηση των δύο προσώπων από τον συγγραφέα, η αίσθηση που αυτά προξενούν είναι ότι πρόκειται για ένα και μόνο πρόσωπο: οι αντιδράσεις, και γενικά η συμπεριφορά είναι μία. Ακόμα και όταν χωρίζουν το βράδυ και ο καθένας τους μπαίνει στο διαμέρισμα του ενός δωματίου στην ίδια πολυκατοικία, οι κινήσεις που κάνουν είναι απαράλλαχτες. Ετούτοι οι δύο άνθρωποι που ο ένας τους έχει δουλέψει πριν πλασιέ φαρμακαποθήκη και ο άλλος έχει πάει στον πόλεμο της Κορέας και έχει βρεθεί στην Αμερική να ταΐζει άλογα, τείνουν με τα αδέξια καμώματά τους στο «γκροτέσκ». Η αδεξιότητά τους να αντιμετωπίσουν τη ζωή, το αξιοθρήνητο σουλούπι τους, κάνουν τους δύο «μαγκούφηδες» να φαντάζουν σαν το σύμβολο της μη-ζωής. Δεν υπάρχει όμως σε αυτή την φόρτιση του ρόλου τους τίποτε το βιασμένο, ούτε προς την κατεύθυνση της συμπόνιας ούτε προς την κατεύθυνση του γελοίου..

Η Μπέμπα, ο Βλάσης και οι δυο μαγκούφηδες. Αποτελούν μια οικογένεια. Αν ο Μαρξ μας μίλησε για την οικογένεια σαν μια εμπορική επιχείρηση, εμείς βλέπουμε σε τούτη εδώ την οικογένεια την ίδια εξίσωση να εξακολουθεί να λειτουργεί, αλλά από την ανάποδη. Σε συνθήκες ζωής όπου η κοινωνία βλέπει να διαλύεται η οικογένεια, οι τέσσερις αυτοί άνθρωποι, που από την κοινωνία είχαν αποκομίσει μονάχα αρνητικές εμπειρίες, βρέθηκαν συσπειρωμένοι σαν μια οικογένεια γύρω στη Βιοτεχνία υαλικών. Η αποθήκη και οι τέσσερίς τους αποτελούν μια οικογένεια που αμύνεται, όπως μπορεί και όπως ξέρει, για να επιζήσει.

Κόντεψε να μου διαφύγει ένα άλλο πρόσωπο που συμπληρώνει αναπόσπαστα την οικογενειακή μονάδα της βιοτεχνίας: η Σκόντα, το αυτοκίνητο που οδηγεί η Μπέμπα και που δεν λείπει από κανένα επεισόδιο, από τη δουλειά όσο και από τα γλέντια και τις περιπέτειες. Είναι η πρώτη φορά, νομίζω, που ένα αυτοκίνητο έχει μια παρουσία σε ελληνικό μυθιστόρημα με διάρκεια από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία. Στην αρχή το βλέπουμε να τρέχει στην Εθνική οδό όχι δα και πολύ καινούργιο, στο τέλος το βρίσκουμε άχρηστο πίσω από την αποθήκη.

Τα πρόσωπα που ο Κουμανταρέας παράστησε στη Βιοτεχνία υαλικών και που βρίσκονται υποχρεωμένα να υποστούν μια ζωή που δεν διάλεξαν και που ξεπερνά τη νοημοσύνη τους, δεν είναι ούτε έξω από την κοινωνική πραγματικότητα, ούτε έξω από τα ενδιαφέροντα άλλων πεζογράφων. Ο Κουμανταρέας δεν κοίταξε να ξεφύγει από τον κλήρο που έλαχε στη γενιά του. Εκείνο όμως που κάνει να ξεχωρίζει τον Κουμανταρέα από άλλους νέους πεζογράφους είναι η αφηγηματική μέθοδος που, το είπαμε κιόλας, είναι η κλασική. Αυτό ο Κουμανταρέας το επέτυχε εκλέγοντας μια παραδοσιακή απλή έκθεση των πραγμάτων –δηλαδή μια έκθεση που υπακούει στη διαδοχή των δεδομένων μέσα στο χρόνο.

Μερικοί νέοι πεζογράφοι για να απαλλαγούν από τις χειροπέδες της χρονικής διαδοχής και τη δυσχέρεια που προκύπτει από τις αναδρομές στα περασμένα, την καταργούν και εφαρμόζουν μια έκθεση α-χρονική είτε μετά-χρονική, που τους εξασφαλίζει μεγάλη ελευθερία στο να αναδιοργανώσουν το υλικό τους. Άλλοι μέσα στη διατάραξη της μνήμης που προξενήθηκε από ένα τραυματικό επεισόδιο, αγωνίζονται μάταια να βάλουν σε κάποια τάξη, λογική και χρονική, την ιστορία τους, ενώ κάτι τους αποκρύπτεται επίμονα.

Ο Κουμανταρέας δεν φοβήθηκε να εκθέσει την υπόθεση του βιβλίου του με την παραδοσιακή σειρά της χρονικής διαδοχής. Εάν αυτό του αφαίρεσε την ευκαιρία να σκηνοθετήσει εντυπωσιακά το θέμα, με αποτέλεσμα να κερδίσει τον αναγνώστη του με την κατάπληξη, του εξασφάλισε τη δυνατότητα να επιβάλει στον αναγνώστη μια συγκίνηση που, είναι μεγάλο προνόμιο της αφηγηματογραφίας και που πραγματοποιείται μόνο μέσα στην έκταση ενός μυθιστορήματος. Κάποιος Έλληνας μυθιστοριογράφος έκανε λόγο για ποίηση που περνά. Αυτός ο ομαλός βηματισμός, που παρατάσσει αβίαστα τα δεδομένα, φέρνει και ένα άλλο αποτέλεσμα. Μέσα στην έκταση της αφήγησης βρίσκουν τη θέση τους, δίχως να θίγουν την ευαισθησία του απαιτητικού αναγνώστη, και μερικές εκφράσεις «πεζές», κοινότυπες που σε άλλες συνθήκες, με άλλα συμφραζόμενα, με άλλο επίπεδο ύφους δεν θα μπορούσαν καθόλου να γίνουν επαρκείς. Έτσι, όταν ο Κουμανταρέας πει ότι οι δυο εργένηδες είναι «ναυαγοί», αυτός ο κοινός τόπος όχι μόνο δεν ενοχλεί αλλά γίνεται δεκτός με συμπάθεια. Η παρουσία αυτονόητων διαπιστώσεων θα ήταν φυσικά δυσάρεστη και δεν θα την ανεχόταν ο αναγνώστης αν ο Κουμανταρέας είχε διαλέξει μια μέθοδο αφηγηματική που στηρίζεται στην εντυπωσίαση, στην κατάπληξη, στην φανταχτερή πρωτοτυπία.

Η απλότητα γραφής οδήγησε τον Κουμανταρέα και σε μια απόδοση του διαλόγου πιο μαλακή, σαν φιλτραρισμένη. Ο Κουμανταρέας δεν έχει μεγάλους διαλόγους σε ευθύ λόγο. Στο πρώτο κεφάλαιο δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου ίχνος διαλόγου. Μόνο στη μέση του δεύτερου κεφαλαίου παρουσιάζονται μερικές λέξεις σε ευθύ λόγο («Βλάση, θα ‘ρθεις;»), ενώ λίγες σελίδες παρακάτω συναντούμε ένα διάλογο όπου ο ευθύς λόγος εναλλάσσεται με τον πλάγιο σ’ ένα ευχάριστο κράμα. Ένας διάλογος ρεαλιστικά θεατρικός, ηχογραφικός, σε ευθύ, λόγο, θα ήταν κάτι το πολύ ωμό για την απαλή γραφή που εξασφάλισε ο Κουμανταρέας.

Ένα από τα συστατικά της αφήγησης είναι η προηγούμενη ζωή των προσώπων, τα γεγονότα δηλαδή που αφορούν μια φάση προγενέστερη από τα επεισόδια που ενδιαφέρουν άμεσα. Τέτοιο υλικό μπαίνει μέσα στην κύρια πλοκή διακόπτοντας συχνά, τη δράση, είτε έχει άλλους τρόπους εισχώρησης, όπως λόγου χάρη μέσω της εσωτερικής ζωής, τη στιγμή που ένα πρόσωπο αναδρομεί με τη μνήμη στα περασμένα. Συμβαίνει μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις η μνήμη να είναι τόσο πληθωρική ώστε να καταπνίγει τη δράση, φτάνοντας σε ακραίες περιπτώσεις όπως στα συνειρμικά πεζογραφήματα του Ν. Γ. Πεντζίκη (για να μνημονέψω μια ελληνική περίπτωση πέρα ως πέρα θετική). Η χρήση της μνήμης δεν ξέρει προκαθορισμένες μεθόδους και δεν δέχεται, φυσικά, κανέναν περιορισμό. Όσο για τον Κουμανταρέα, χάρη στη λιτότητα της αφήγησής του, ανάθεσε στη μνήμη των προσώπων του μια λειτουργία, σημαντική, αποφατική, αλλά δίχως να της δώσει μια θέση εις βάρος των άλλων αφηγηματικών συστατικών. Και σε αυτόν τον χειρισμό τού υλικού τήρησε έναν αυτοέλεγχο αποτελεσματικότατο.

Σύμφωνα με την λειτουργία της μνήμης μεσ’ την αφήγηση, έτσι όπως την επινόησε ο Μένης Κουμανταρέας, κάθε τόσο, με μια συχνότητα που θα τη δούμε, μπαίνει στη διάθεση του αναγνώστη και ένα κομμάτι από τα περασμένα του προσώπου με την απόφαση της μνήμης. Στον χειρισμό αυτό της μνήμης ο Κουμανταρέας δίνει ιδιαίτερη σημασία. Κατ’ αρχήν στα κεφάλαια όπου η δράση είναι πιο έντονη, η μνήμη υποχωρεί τελείως (το τέταρτο και το έκτο). Όσο για τα άλλα κεφάλαια διαπιστώνουμε λόγου χάρη ότι στο πρώτο, που τελειώνει με το γλέντι στις Μαρίδες και με ένα αεράκι ξαφνικό και υπερκόσμιο, η μνήμη κάνει την πρώτη παρουσία της, σαν φυσική κουβέντα ανάμεσα στους τέσσερεις φίλους.

Στα επόμενα κεφάλαια ολοένα πιο συχνά εμφανίζονται αποσπάσματα μνήμης, πάντοτε όμως με τρόπο διακριτικό και οργανικά δεμένο με το επεισόδιο, μέχρι που στο τελευταίο (επιγράφεται «Παλιά και λησμονημένα»). Η μνήμη εισβάλλει στην ερειπωμένη Μπέμπα και την βασανίζει ήσυχα-ήσυχα («Αχ, ήταν ένα βάσανο να τα θυμάται όλα»).

Ανέφερα τις πρώτες παρατηρήσεις που μου ήρθαν, μέσ’ στην προσπάθεια να εξηγήσω την αίσθηση που έχω, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα έργο ακέραιο και αντιπροσωπευτικό, με μια λιτότητα μέσων που δύσκολα την έχουν εκμεταλλευτεί με ίση απόδοση και υποβολή άλλοι, προγενέστεροι και σύγχρονοι του Κουμανταρέα. Πως ένας πεζογράφος επέτυχε να φτάσει σε μια κάθαρση των αισθημάτων σαν αυτή στην οποία μας οδηγεί αγάλια – αγάλια ο Κουμανταρέας, μου είναι δύσκολο να το διαπιστώσω σαφέστερα, όσο και να μην έχω καμία αμφιβολία για την ύπαρξη αυτής της κάθαρσης. Πως, ένας συγγραφέας, στα χρόνια της χούντας (στην τελευταία σελίδα δηλώνονται τα χρόνια συγγραφής 1971 – 74), εγκαταλείπει υφολογικά όργανα σαν τις εντυπωσιακές παρομοιώσεις και τη στιλπνή γραφή, πως παραιτείται από το υλικό πολιτικής επικαιρότητας και μας δίνει ένα έργο όπου η νόθα ζωή, μαζί με την εφταετία που υπάρχει σαν φόντο όλου του μύθου, φτάνει σε ένα μόνιμο μεταφυσικό ξάφνιασμα, πως, τέλος, με αυτό το υλικό και με αυτή τη μέθοδο, έγραψε ένα βιβλίο που μας ποτίζει με μια αίσθηση της ζωής που δεν μας εγκαταλείπει αφού τελειώσουν την ανάγνωση, είναι κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω σαφέστερα γιατί η μοναδική εμπειρία της ανάγνωσης του βιβλίου δεν έχει κανένα υποκατάστατο.

Πηγή :

 Mario Viti, ΤΟ ΒΗΜΑ, Τρίτη, 29 Ιουλίου, 1975

Menis_Koumadareas_cover_book.jpg

Εξώφυλλο βιβλίου πάνω σε έργο του Θανάση Μακρή

Βιβλία του Μένη Κουμανταρέα

  • Τα μηχανάκια, εκδόσεις Κέδρος, 1962
  • Το αρμένισμα, εκδόσεις Κέδρος, 1967
  • Φέξης, εκδόσεις Κέδρος, 1970
  • Τα καημένα, εκδόσεις Κέδρος, 1972
  • Βιοτεχνία υαλικών, εκδόσεις Κέδρος, 1975
  • Η κυρία Κούλα εκδόσεις Κέδρος, 1978
  • Το κουρείο, εκδόσεις Κέδρος, 1979
  • Σεραφείμ και Χερουβείμ, εκδόσεις Κέδρος, 1981
  • Ο ωραίος λοχαγός, εκδόσεις Κέδρος, 1982
  • Η φανέλα με το εννιά, εκδόσεις Κέδρος, 1986
  • Πλανόδιος σαλπιγκτής, εκδόσεις Κέδρος, 1989
  • Η συμμορία της άρπας, εκδόσεις Κέδρος, 1993
  • Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω εκδόσεις Κέδρος, 1996
  • Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα, εκδόσεις Κέδρος, 1999
  • Δυο φορές Έλληνας, εκδόσεις Κέδρος, 2001
  • Νώε, εκδόσεις Κέδρος, 2003
  • Η γυναίκα που πετάει, εκδόσεις Κέδρος, 2006
  • Θυμάμαι τη Μαρία, εκδόσειςΚέδρος, 2007
  • Το show είναι των Ελλήνων, εκδόσεις Κέδρος, 2008
  • Σ’ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά, εκδόσεις Κέδρος, 2009
  • Ξεχασμένη Φρουρά, εκδόσεις Καστανιώτη, 2010
  • Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ, εκδόσεις Κέδρος, 2011
  • Θάνατος στο Βαλπαραΐζο, εκδόσεις Πατάκη, 2013
  • Ο θησαυρός του χρόνου, εκδόσεις Πατάκη, 2014

Μεταφράσεις του Μένη Κουμανταρέα

  • Carroll, Lewis, Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, εκδόσεις Ερμείας 1977 και Πατάκης, 2013
  • Hesse, Hermann, Ντέμιαν, εκδόσεις Ηριδανός, 1977
  • Büchner, Georg, Λεντς, εκδόσεις Ηριδανός, 1977
  • Fitzgerald, Francis Scott, Το πλουσιόπαιδο, εκδόσεις Οδυσσέας, 1980
  • Melville, Herman, Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς, εκδόσεις Οδυσσέας, 1984
  • McCullers, Carson, Η μπαλλάντα του λυπημένου καφενείου, εκδόσεις Κέδρος, 1988
  • Poe, Edgar Allan, Στη δίνη του Μάελστρομ, εκδόσεις Κέδρος, 1995
  • Hemingway, Ernest, Οι φονιάδες, εκδόσεις Κέδρος, 1995
  • Συλλογικό έργο, Ανθολογία του μαύρου χιούμορ, εκδόσεις Αιγόκερως, 1996
  • Faulkner, William, Καθώς ψυχορραγώ, εκδόσεις Κέδρος, 1999
  • MacCullers, Carson, Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου, εκδόσεις Κέδρος, 2008
  • Melville, Herman, Τρεις απόκληροι, εκδόσεις Καστανιώτη, 2010
  • Faulkner, William, Καθώς ψυχορραγώ, εκδόσεις Κέδρος, 2011 

http://koinotopia.gr/

Leave A Response