Ο Σωκράτης επέστρεφε συχνά στο ζήτημα της αρετής˙ τι είναι και πώς θα την αποκτήσουμε. Κι αν συνήθως μελετούσε κάποια συγκεκριμένη από το σύνολο των αρετών (ανδρεία, σωφροσύνη, πολιτική αρετή…), στον διάλογο Μένων, ασχολείται με την ίδια την αρετή σαν συνολική έννοια.
Όταν λοιπόν ο Μένων τον ρωτάει πώς αποκτάει κανείς την αρετή, αν μπορεί να γίνει αντικείμενο διδασκαλίας ή αν είναι έμφυτη, ο Σωκράτης απαντάει ότι όχι μόνο δεν έχει την απάντηση, αλλά δεν ξέρει καν τι είναι η αρετή: «δεν γνωρίζω απολύτως τίποτα για την αρετή˙ πώς θα μπορούσα να γνωρίζω τι είδους είναι κάτι που δεν γνωρίζω τι είναι;»71b
Μετά την αποδοκιμαστική έκφραση έκπληξης του Μένωνα και τον κομπασμό του ότι ο ίδιος όλα αυτά τα έμαθε από τον Γοργία, δίνει τη δική του εκδοχή για τον ορισμό της αρετής. Όσον αφορά την αρετή του άνδρα, λέει, αυτή είναι να ασχολείται με τις υποθέσεις της πόλης και κατά την ασχολία του να κάνει καλό στους φίλους, να τιμωρεί τους εχθρούς και να προσέχει μην πάθει τίποτε άσχημο. Η αρετή της γυναίκας είναι να διοικεί το νοικοκυριό και να υπακούει τον άνδρα. Άλλη η αρετή του παιδιού, άλλη του δούλου και άλλη του γέρου. «Η αρετή του καθενός είναι ανάλογη με κάθε πράξη και ηλικία, και αλλάζει σε σχέση με κάθε έργο»71d. Το ίδιο ισχύει και για την κακία.
Όπως και άλλοι συνομιλητές του Σωκράτη έδωσαν παραδείγματα της έννοιας που αναζητούσαν (Ευθύφρων,Λάχης…) αποτυγχάνοντας να επιδείξουν αυτό που είναι κοινό σε όλα όσα τους αποδίδεται η εν λόγω έννοια, έτσι και ο Μένων αδυνατεί να δώσει μια απάντηση για το τι είναι εκείνο που χαρακτηρίζει όλα τα ενάρετα, και μόνο διαχωρίζει την αρετή σε είδη. Η αρετή όμως πρέπει να είναι κάτι όμοιο, είτε αφορά άνδρες, γυναίκες, παιδιά, δούλους ή οποιονδήποτε άλλον. Οι άνδρες για να διοικούν δίκαια και συνετά την πόλη, και οι γυναίκες το σπίτι, πρέπει να διοικούν με δικαιοσύνη και σωφροσύνη – μόνο τότε θα είναι καλοί και ενάρετοι. «Αν τύχει να έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, γίνονται ενάρετοι»73b. Ποια είναι λοιπόν αυτά τα χαρακτηριστικά;
Ο Μένων λέει ότι σύμφωνα με τον Γοργία, αρετή είναι «η ικανότητα να εξουσιάζεις τους ανθρώπους»73c. Ο Σωκράτης απαντάει στη μάλλον παράξενη αυτή δήλωση ότι σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να πούμε ότι ο ενάρετος δούλος εξουσιάζει τον αρχηγό της οικογένειας, πράγμα που θα σήμαινε όμως ότι δεν είναι δούλος (ή ότι δεν υπάρχει ενάρετος δούλος). Επίσης, κάθε εξουσιασμός, για να ταυτίζεται με την αρετή, πρέπει να γίνεται δίκαια. Πώς θα μπορούσαμε εξ άλλου να βαφτίσουμε ενάρετο έναν βασιλιά που δεν ενδιαφέρεται για το καλό του λαού του, αλλά χρησιμοποιεί την εξουσία του για προσωπικό όφελος; Η δικαιοσύνη όμως με τη σειρά της είναι μία μόνο από τις αρετές (όπως η ανδρεία, η σύνεση, η σοφία). Όπως και πριν λοιπόν, καταλήξαμε σε πολλές αρετές ενώ ψάχναμε τον ορισμό της αρετής, και ο Μένων ουσιαστικά μίλησε για μία από τις αρετές, ενώ ζητούσαμε το κοινό χαρακτηριστικό όλων των αρετών.
Ο Μένων δίνει τώρα τον ορισμό της αρετής από κάποιον ποιητή (που δεν κατονομάζει), ότι είναι «το να επιθυμείς τα ωραία και να μπορείς να τα αποκτήσεις»77b.
Όλοι όμως επιθυμούν τα ωραία και τα καλά. Ακόμα κι αυτοί που φαίνεται να επιθυμούν τα κακά, τα επιθυμούν επειδή νομίζουν ότι είναι καλά, εφόσον αλλιώς θα ήξεραν ότι αυτά θα τους κάνουν κακό. Κανένας λοιπόν δεν επιθυμεί τα κακά, εάν βέβαια δεν θέλει να είναι δυστυχής (ο Σωκράτης αναφέρεται εδώ μόνο στα κακά που κάνουν κακό σε αυτόν που τα κατέχει, και όχι σε αυτά που βλάπτουν τους άλλους αλλά ωφελούν αυτόν). Άρα, αφού όλοι επιθυμούν τα καλά, ο παραπάνω ορισμός του ενάρετου περιορίζεται σε αυτόν που μπορεί να αποκτήσει τα καλά.
Αν όμως τα αποκτά με άδικο τρόπο; Σίγουρα αυτό θα το λέγαμε κακία και όχι αρετή. Αντιθέτως, πρέπει να το κάνει με δικαιοσύνη, που είναι μέρος της αρετής. Άρα και η απόκτηση των καλών προϋποθέτει αρετή˙ αυτή είναι όμως που προσπαθούμε να ορίσουμε. Και δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη που προσπαθούμε να ορίσουμε στον ορισμό της. Ο Μένων έχει πει ουσιαστικά ότι ενάρετος είναι αυτός που ό,τι κάνει, το κάνει με ενάρετο τρόπο.
Ο Μένων πείστηκε πια πως δεν γνωρίζει τι είναι αρετή, ενώ πριν νόμιζε πως ήξερε. Παρομοιάζει τον Σωκράτη με μουδιάστρα (ιχθύς που με ηλεκτρισμό προκαλεί νάρκωση σε ό,τι την ακουμπάει), γιατί με όποιον μιλάει του προκαλεί απορία εκεί που νόμιζε πως υπήρχε γνώση. Ο Σωκράτης αποκρίνεται πως η παρομοίωση αυτή δεν του ταιριάζει, γιατί δεν προκαλεί απορία στους άλλους ενώ ο ίδιος έχει τις απαντήσεις, αλλά με τον ίδιο τρόπο που ο ίδιος έχει απορίες, κάνει και τους άλλους να απορούν.
«Με ποιον τρόπο, Σωκράτη, θ’ αναζητήσεις τούτο που αγνοείς παντελώς τι είναι; Ποιο απ’ όσα δεν γνωρίζεις θα θέσεις ως στόχο σου και θ’ αναζητήσεις; Ή, ακόμα κι αν κατά τύχη το βρεις, πώς θα ξέρεις ότι είναι αυτό το οποίο εσύ δεν γνώριζες;»80d. Ο Σωκράτης αναγνωρίζει στα λεγόμενα του Μένωνα ένα εριστικό επιχείρημα, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να αναζητά ούτε αυτό που γνωρίζει ούτε αυτό που δεν γνωρίζει. Γιατί, αν το γνωρίζει δεν υπάρχει λόγος να το αναζητά, και αν δεν το γνωρίζει δεν ξέρει τι να ψάξει, ούτε θα το αναγνωρίσει αν το συναντήσει κατά τύχη.
Για να απαντήσει σε αυτήν τη σοφιστεία, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί τη θεωρία της ανάμνησης που δίδασκε ο Εμπεδοκλής, και ξέρει ότι ο Μένων πρέπει να την διδάχτηκε αφού έχει μαθητεύσει στον Γοργία. Σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή, η ανθρώπινη ψυχή είναι αθάνατη, και όταν το σώμα πεθαίνει αυτή ξαναγεννιέται και κατοικεί σε νέο σώμα. Στο ενδιάμεσο, γίνεται μάρτυρας αυτών που αργότερα ο Πλάτωνας ονόμασε Ιδέες, δηλαδή των πραγματικών, απόλυτων εννοιών και πραγμάτων, των οποίων «σκιές» μόνο υπάρχουν στον κόσμο που ζουν οι άνθρωποι. Με αυτόν τον τρόπο, η ψυχή γνωρίζει τα πάντα. Με τη μετοίκηση όμως σε νέο σώμα τα «ξεχνάει», και το μόνο που μπορεί να κάνει τώρα είναι να τα θυμηθεί. Έτσι, οποιαδήποτε μάθηση, είτε για την αρετή είτε για οτιδήποτε άλλο, μεταφράζεται σε ανάμνηση. «Η αναζήτηση και η μάθηση είναι γενικά ανάμνηση»81d.
Επιδεικνύει την θεωρία αυτή, καλώντας έναν δούλο του Μένωνα, και βοηθώντας τον να θυμηθεί κάτι που η ψυχή του είχε μάθει πριν αυτός γεννηθεί. Σχεδιάζει ένα τετράγωνο με πλευρά 2 πόδες. Ρωτάει τον δούλο τι εμβαδόν έχει και του απαντάει 4. Του ζητάει στη συνέχεια να του πει τι μήκος θα έχει η πλευρά ενός τετραγώνου το οποίο θα έχει διπλάσιο εμβαδόν από το αρχικό τετράγωνο, δηλαδή 8. Ο δούλος βιάζεται να απαντήσει ότι η πλευρά του νέου τετραγώνου πρέπει να είναι 4 (διπλάσια της πλευράς του πρώτου), αλλά ο Σωκράτης τον παροτρύνει με τον ίδιο τρόπο όπως για το αρχικό τετράγωνο, να υπολογίσει το νέο εμβαδόν, που ισούται με 16 (τέσσερα επί τέσσερα). Ο δούλος πλέον παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει την απάντηση, κι ας του φαινόταν προφανής αρχικά.
Σε πρώτη φάση λοιπόν, ο Σωκράτης αποδεικνύει στον δούλο ότι δε γνωρίζει, ενώ νομίζει ότι γνωρίζει. Αυτό είναι το πρώτο στάδιο της μάθησης, και είναι μια βελτίωση, αφού ο δούλος έχει ωφεληθεί από τη συνειδητοποίηση της άγνοιάς του. Τώρα θα αναζητά με ευχαρίστηση, ενώ πριν πίστευε ότι δεν υπήρχε καν λόγος να αναζητά. Η μαιευτική λοιπόν μέθοδος (ή ελεγκτική) δεν είναι μόνο μια μέθοδος απόρριψης της σφαλερής πεποίθησης, αλλά προκαλεί και ένα είδος κάθαρσης, για να ανοίξει ο δρόμος της νέας προσέγγισης του τι είναι αλήθεια.
Στη συνέχεια, κάνοντας ερωτήσεις και σχηματικές υποδείξεις στον δούλο, τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πλευρά του νέου τετραγώνου πρέπει να είναι ίση με τη διαγώνιο του αρχικού.
Ο δούλος καταλήγει στο σωστό συμπέρασμα μόνο απαντώντας σε ερωτήσεις του Σωκράτη, ο οποίος χρησιμοποίησε τη γνωστή ως μαιευτική μέθοδο. Η σωστή απάντηση υπήρχε ήδη μέσα του, και ο Σωκράτης απλά την έβγαλε στην επιφάνεια, τη «γέννησε» στον συνομιλητή του. Υπάρχουν αληθείς γνώμες μέσα στον καθένα για αυτά που δεν γνωρίζει, οι οποίες ανακινούνται με κατάλληλες ερωτήσεις, άρα η γνώση υπάρχει ήδη κάπου μέσα του. Και αφού ο δούλος αυτός δε διδάχτηκε γεωμετρία ποτέ στη ζωή του, ο χρόνος κατά τον οποίο απέκτησε τη γνώση «είναι εκείνος κατά τον οποίο δεν ήταν άνθρωπος»86a, δηλαδή πριν γεννηθεί. «Η ανάκτηση της γνώσης από τον ίδιο του τον εαυτό δεν είναι ανάμνηση;»85d
Φυσικά ο Σωκράτης ήξερε να κάνει τις κατάλληλες ερωτήσεις, και με τον τρόπο του πρόδωσε στον δούλο τη σωστή απάντηση, αφού ουσιαστικά του μαρτύρησε τη χρησιμότητα της διαγώνιου του αρχικού τετραγώνου για τον υπολογισμό της πλευράς του καινούργιου. Οι ερωτήσεις του Σωκράτη στο εδάφιο του κειμένου ήταν τόσο τεχνικά λεπτομερείς και αντιδιαισθητικές όσον αφορά τη μέθοδο για τον σχηματισμό του νέου τετραγώνου που θα μπορούσαμε να πούμε ότι ισοδυναμούν με υπαγόρευση διδασκαλίας, που απλά εδώ γίνονται με τη βοήθεια ερωταπαντήσεων. Η απαντήσεις του δούλου περιορίζονται κατά κύριο λόγο σε «ναι», «βέβαια» και «όχι βέβαια», ενώ οι ερωτήσεις του Σωκράτη μοιάζουν με κάτι παραπάνω από οδηγίες: «θα μπορούσαμε να προσθέσουμε σε αυτό το τετράγωνο ένα άλλο ίσο;», «σχηματίστηκαν τέσσερα ίσα σχήματα;», «το σύνολο είναι τετραπλάσιο του πρώτου σχήματος;», «υπάρχει τώρα μια γραμμή που εκτείνεται από γωνία σε γωνία και χωρίζει στα δύο καθένα από τούτα τα σχήματα;» κτλ.
Ολόκληρος ο διάλογος του Σωκράτη με τον δούλο (82a-85e) είναι πανομοιότυπος με αυτό που αποκαλούμε διδασκαλία, αφού ο Σωκράτης, έστω σε μορφή ερωτήσεων, καθορίζει μέχρι και τη μέθοδο εύρεσης της απάντησης. Όταν τον ρωτάει αν μπορούμε να σχεδιάσουμε δίπλα στο αρχικό τετράγωνο ένα δεύτερο ίδιου μεγέθους, και στη συνέχεια ένα τρίτο και μετά ένα τέταρτο, και ο δούλος του απαντάει καταφατικά 3 φορές, ο δούλος δεν κάνει τίποτα παραπάνω από ό,τι κάνει ένας μαθητής που ακούει για πρώτη φορά τη μέθοδο απόδειξης του πυθαγόρειου θεωρήματος. Δεν μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τον δούλο, ή οποιονδήποτε άλλο, να βρίσκει μόνος του (ή να «θυμάται») αυτόν τον τρόπο επίλυσης του προβλήματος, χωρίς τη βοήθεια που του δόθηκε. Σε ολόκληρο το εδάφιο θα μπορούσαν να λείπουν οι απαντήσεις, και οι ερωτήσεις του Σωκράτη να μετατραπούν σε καταφατικές προτάσεις. Η μαιευτική εδώ μοιάζει με ένα απλό τρικ για να κρατήσει το ενδιαφέρον του δούλου, ή να του αφήσει χρόνο να κατανοήσει καλύτερα τα βήματα του τρόπου επίλυσης του προβλήματος, ίσως και δίνοντας την εντύπωση στον οποιονδήποτε ακροατή ότι ο δούλος έφτασε μόνος του στο συμπέρασμα.
Υπάρχει διαφορά βέβαια μεταξύ του να δώσει ένας δάσκαλος μια έτοιμη απάντηση στο μαθητή (εδώ π.χ. «για να σχηματίσουμε ένα τετράγωνο με διπλάσιο εμβαδόν από ένα άλλο, χρησιμοποιούμε σαν πλευρά του μεγαλύτερου τη διαγώνιο του μικρότερου»), και του να κάνει το μαθητή να απαντάει σε ερωτήσεις κατά τον παραπάνω τρόπο. Η διδασκαλία έτσι γίνεται πιο αποτελεσματική, αφού ο μαθητής μένει σε εγρήγορση και συμμετέχει σε κάθε βήμα επίλυσης του προβλήματος. Παραμένει όμως διδασκαλία. Ο ρόλος του δούλου ήταν μόνο να «εγκρίνει» (στην πραγματικότητα μόνο να κατανοεί) το κάθε εύρημα του Σωκράτη για να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Αν η μαιευτική μέθοδος είναι ικανή να οδηγεί σε θετικά συμπεράσματα, σε γέννηση ιδεών και σε γνώση, το παράδειγμα του δούλου δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό.
Αυτό δε σημαίνει ότι η μαιευτική μέθοδος δεν έχει χρησιμότητα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης με τον Μένωνα, αλλά και με τον δούλο, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο για να δείξει τι δεν ξέρει ο συνομιλητής του. Είτε καταδεικνύοντας τα προφανή σφάλματα των λεγομένων ενός συνομιλητή είτε θεωρώντας τα σαν αξιώματα τα οποία οδηγεί στα άκρα μέχρι να αποδειχτούν καταφανώς λαθεμένα, η μαιευτική μέθοδος έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχημένα εναντίον τόσων αντιπάλων του Σωκράτη όσοι σχεδόν είναι και οι πλατωνικοί διάλογοι. Ο Σωκράτης την χρησιμοποιεί για να διαπιστώσει μια ανακολουθία στις απόψεις του συνομιλητή, μεταξύ της αρχικής του πεποίθησης και της ανάλυσής του ή μιας επιμέρους πεποίθησης.
Ο Σωκράτης μόνο καταδείκνυε μια τέτοια ανακολουθία, αλλά δεν φανέρωνε ποια από τις αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις έπρεπε να κρατήσει και ποια να απορρίψει ο συνομιλητής. Το αντίθετο θα σήμαινε να υποστηρίξει πως ξέρει κάτι, πράγμα που δεν παραδεχόταν, τουλάχιστον όχι μέχρι να φτάσουμε στη μέση περίοδο των συγγραμμάτων του Πλάτωνα, όπου η επιρροή του Σωκράτη αρχίζει να φθίνει και ο Πλάτων παρουσιάζει τις δικές του απόψεις με τον Σωκράτη να χρησιμοποιείται σαν φερέφωνο (Μένων, Φαίδων, Συμπόσιο κτλ), και είναι ίσως σε αυτό το γεγονός που μπορούμε να αποδώσουμε τη θεωρία της ανάμνησης. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε την αποδοχή της θεωρίας της ανάμνησης εδώ και στον Φαίδρο, ή της θεωρίας των Ιδεών στο Συμπόσιο και αργότερα;
Παραμένει βέβαια το γεγονός ότι ο δούλος ανακάλυψε κάτι που δεν ήξερε πριν, και που μάλιστα νόμιζε πως ήξερε. Η απάντηση στο πρόβλημα που του έθεσε ο Σωκράτης ήταν κάτι που ήξερε εν μέρει˙ του ήταν μερικώς γνωστό και μερικώς άγνωστο. Πρέπει όμως στ’ αλήθεια να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η ψυχή του δούλου θυμήθηκε κάτι που είχε μάθει πριν αυτός γεννηθεί; Ήταν σε θέση εξ άλλου να σκεφτεί λογικά ακολουθώντας τις προτάσεις του Σωκράτη, και ήταν αυτός ο λογισμός που τον οδήγησε στο σωστό συμπέρασμα. Δεν χρειάζεται να υποθέσουμε καμία λειτουργία ανάμνησης στην απόκτηση της γνώσης. Η ενεργοποίηση αυτής της λογικής διεργασίας είναι το εργαλείο που καρπώνει την επιστημονική γνώση.