Οι Πελασγοί ήταν πανάρχαιος εις την Ελλάδα λαός, κατά τας γενικωτέρας δε και μάλλον αξιόπιστους μαρτυρίας ήσαν οι πρώτοι αυτής κάτοικοι, ως Πρωτοέλληνες, μεταναστεύσαντες από τας αρχικάς των εστίας, Θεσσαλίαν και Ήπειρον, προς βορράν, θερμαϊκόν κόλπον και Άθω προς νότον, ως και εις τας νήσους του Αιγαίου, την Θρακικην χερσόνησον και την δυτικήν παραλίαν της Μικράς Ασίας.
Εγκατασταθέντες κατά πρώτον εις την Θεσσαλίαν – άγνωστον πόθεν ελθόντες εβιάσθησαν υπό των κατερχομένων Ελληνικών φύλων και ετράπησαν άλλοι μεν εις την Ήπειρον, άλλοι δε εις την Αρκαδίαν, Αργολίδα, Βοιωτίαν και Αττικήν. Εις την Θεσσαλίαν, προς τούτοις δε εις τον Ορχομενόν, Τίρυνθα, Μυκήνας και Άργός τα τείχη είνε Πελασγικά ή Πελασγικής τέχνης.
Επί Ινάχου δε του παναρχαίου βασιλέως ετελέσθησαν εις το Άργος εκτός άλλων και σπουδαιότατα έργα υδραυλικά. Γενικώς ήσαν διεσπαρμένοι καθ’ όλην την ηπειρωτικήν Ελλάδα, τας νήσους του Αιγαίου και τας δυτικάς χώρας της Μικράς Ασίας, από του Ελλησπόντου (Σκυλάκη και Πλακία) μέχρι της Λυκίας.
Οι Πελασγοί ήσαν αρχαία φυλή, πάσαν την Ελλάδα επιπολάσασα και μάλιστα «παρά τοις Αιολεύσι τοις κατά Θεσσαλίαν».
Δια τούτο η Θεσσαλία ωνομάζετο και Πελασγιώτις και κατά τους ιστορικούς ακόμη χρόνους, ως και ή Ελλάς γενικώς’ «της νυν Ελλάδος, πρότερον δε Πελασγίας καλούμενης».
Η Θεσσαλία ωνομάζετο προηγουμένως και Άργος Πελασγικόν . Διότι εκυριάρχησαν εκεί οι Πελασγοί. Εις πολλά μέρη της Ελλάδος και προ πάντων εις την Αρκαδίαν και Αργολίδα οι Πελασγοί εθεωρούντο γηγενείς.
Ο Αισχύλος και Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς εθεώρουν τους Πελασγούς ως Έλληνας. ‘Ητο δε και το γένος (κατά τον Διονύσιον) των Πελασγών Ελληνικόν από την Πελοπόννησον κατά την αρχαιότητα, είχε δε πολλάς ατυχίας εις πολλά μεν άλλα, προ πάντων δε εις τας περιπλανήσεις του και ότι ουδαμού ποτέ είχε βεβαίαν και μόνιμον εγκατάστασιν πρώτον περί το καλούμενον τώρα Αχαϊκόν Άργος κατοίκησαν αυτόχθονες όντες, καθώς οι πολλοί περί αυτών λέγουσιν, αφήσαντες δε την Πελοπόννησον μετενάστευσαν εις την Θεσσαλίαν.
Η Θεσσαλία δε Πελασγία εκαλείο από Πελασγού του εις αυτήν βασιλεύσαντος.
«Νιόβης και Διός υπήρξεν ο Άργος, από του οποίου ωνομάσθη η χώρα. Κατά δε τον ιστορικόν Ακουσίλαον με τον Άργον υπήρξε και ο Πελασγός, από τον οποίον η Πελοπόννησος, η οποία ελέγετο και Απία, μέχρι της Φαρσαλίας και Λαρίσσης ωνομάσθη Πελασγία».
Ο δε χρόνος, κατά τον οποίον ήοχισε να ταλαιπωρήται το Πελασγικόν έθνος, ήτο δύο γενεάς προ των Τρωικών και εξηκολούθησε μετ’ αυτά, έως ότου συνεστάλη το έθνος εις το ελάχιστον.
Ο Στράβων λέγει, ότι οι Δωριείς και οι Αίολείς ήσαν Πελασγικής καταγωγής.
Ο Ηρόδοτος δε διακρίνει τους Αιολείς από τους Δωριείς λέγων, ότι οι Αιολείς εινε Πελασγοί. Γενικώς δε περί του Ελληνικού έθνους φρονεί, ότι τούτο από τους Πελασγούς.
Οι δε Δωριείς ανεξαιρέτως εθεωρούντο Πελασγοί, καθώς και οι ίδιοι έλεγον ότι είνε Πελασγοί.
Οι δε Ίωνες, όσον μεν καιρόν κατοικούσαν εις την Πελοπόννησον την χώραν, η οποία σήμερον καλείται Αχαΐα, και πριν έλθουν εις την Πελοπόννησον ο Δαναός και ο Ξούθος, εκαλούντο, καθώς λέγουν οι Έλληνες, Πελασγοι Αιγιαλείς. Μετωνομάσθησαν δε Ίωνες από του Ίωνος, υιού του Ξούθου.
«Οι δε Αθηναίοι, όταν μεν την σήμερον Ελλάδα ονομαζομένην την κατείχον οι Πελασγοί, ήσαν Πελασγοί ονομαζόμενοι Κραναοί, επί δε της εποχής του βασιλέως Κέκροπος ωνομάσθησαν Κεκροπίδαι, επι δε του Ερεχθέως ωνομάσθησαν Αθηναίοι». Οι δε νησιώται ήσαν και αυτοί έθνος Πελασγικόν, ύστερον δε ωνομάσθη έθνος Ιωνικόν δια τον αυτόν λόγον, δια τον οποίον οι κατέχοντες τας δώδεκα πόλεις των παραλίων της Μικράς Ασίας ωνομάσθησαν Ίωνες άποικοι όντες των Αθηνών.
Η νήσος Δήλος εκαλείτο Αστερία και Πελασγία. Κατά τον Ηρόδοτον, όταν ο στρατηγός του Δαρείου Οτάνης εκυρίευσε την Λήμνον και την Ίμβρον, αμφότεραι εκατοικούντο ακόμη κατά την εποχήν εκείνην υπό Πελασγών.
Ο δε Μιλτιάδης, αφού κατέλαβε την Θρακικήν χερσόνησον, μετά τίνα καιρόν εξεδίωξε τους Πελασγούς από την Λήμνον.
Την δε Σκύρον και Σκίαθον, ως λέγεται, κατέλαβαν οι Πελασγιώται διαβάντες εκ Θράκης.
Την Άνδρον, έρημον ούσαν, είχεν εποικίσει λαός Πελασγών. Οι Πελασγοι απεδίωξαν από την Λήμνον τους Λακεδαιμονίους και τους Μινύας, απογόνους των Αργοναυτών.
Οι Πελασγοι έμειναν εις την Λήμνον μέχρι του 510 π. Χ. εκδιωχθέντες υπό του Μιλτιάδου, υιού του Κίμωνος. Την Λήμνον κατά τον Θουκυδίδην είχον κτίσει οί Τυρρηνοί (Πελασγοί).
Οι Μινύαι και οι Λακεδαιμόνιοι εκδιωχθέντες υπό των Πελασγών ανεχώρησαν εις την Λακεδαίμονα, εις τους ομοεθνείς των, «ήκειν εις τους πατέρας».
Οί Πελασγοί μετέβησαν εις την Κρήτην, όπου έκτισαν την πόλιν Λύκτον. Οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι προείχαν οι μεν του Δωρικού γένους, οι δε του Ιωνικού. Αυτά ήσαν τα διακεκριμένα της Ελλάδος φύλα, όντα το μεν Πελασγικόν, το δε Ελληνικόν.
Και το μεν Ελληνικόν σχεδόν πουθενά δεν μετενάστευσε, το δε Πελασγικόν ήτο πολύ πολύπλαγκτον. Διότι επί μεν Δευκαλίωνος Βασιλέως κατοικούσε την Φθιώτιδα, επι Δώρου, υιού του Έλληνος και εγγονού του Δευκαλίωνος, την υπό την Όσσαν και τον Όλυμπον χωράν, δηλαδή την Θεσσαλίαν. Εκείθεν δε έκδιωχθέν υπό των Καδμείων (Θηβαίων, Βοιωτών) εκατοικούσε εις την Πίνδον ονομαζόμενον Μακεδνοί (Μακεδόνες).
Εκείθεν δε μετέβη εις την Δρυοπίδα και από την Δρυοπίδα τοιουτοτρόπως εις την Πελοπόννησον ελθόν ωνομάσθη Δωρικόν έθνος. Κατά ταύτα όλα τα Ελληνικά φυλά ανεξαιρέτως, τα κατοικήσαντα την αρχαίαν Ελλάδα, ήσαν Πελασγικής καταγωγής. Γενάρχης των Πελασγών ήτο ο Πελασγός.
Ο Πελασγός, ως είπομεν, ήτο υιός του Διός και της Νιόβης, αδελφός του δε ήτο ο Άργός. Από τον Πελασγόν τούτον ώνομάσθησαν οι κατοικούντες την Πελοπόννησον Πελασγοί.
Ο δε Ησίοδος λέγει περί του Πελασγού τούτου, ότι ήτο αυτόχθων.
Ό μυθικός λοιπόν γενάρχης των Πελασγών ήτο γηγενής Αρκάς υιός μεν του Διός, πατήρ δε του Λυκάονος. Ένεκα δε τούτου η Αρκαδία εθεωρήθη υπό των αρχαίων ομοφώνως ως η κατ’ εξοχήν Πελασγική χώρα της Ελλάδος, εκπροσωπούσα και κατά τους ιστορικούς ακόμη χρόνους την Πελασγικήν Ελλάδα των Πρωτοελλήνων.
Εις την Αρκαδίαν άλλως τε εκτίσθη η πρώτη πόλις, την οποίαν είδε το φως του ηλίου και ήτις εχρησίμευσεν ως υπόδειγμα κατασκευής πόλεων, η Λυκόσουρα.
Την Λυκόσουραν έκτισεν ο υιός του Πελασγού Λυκάων εις το όρος Λύκαιον, ώνόμασε δε ούτος και τον Δία Λυκαίον και αγώνα έθηκε τα Λύκαια. Η Λυκόσουρα είνε η πρεσβυτάτη πόλις, ην πρώτην είδεν ο ήλιος. Κατά δε την φερομένην εις τους Αρκάδας παράδοσιν εις την Λυκόσουραν κατέφυγε καταπεπονημένη υπό του γήρατος η ιερά έλαφος της Δεσποίνης, θυγατρός του Ποσειδώνος και της Δήμητρας.
Τούτο δε ενισχύει σημαντικά την υπό του αρχαιολογικού κόσμου εκφρασθείσαν δοξασίαν, ότι οι Πελασγοί από την νεολιθικήν ακόμη εποχήν διεκρίθησαν εις την τειχοποιίαν και την οικοδομικήν τέχνην.
Υπάρχει δε και άλλος Αρκάς Πελασγός, όστις έκτισε την εν Αρκαδία πόλιν Παρρασίαν, διδάξας τους Αρκάδας την κατασκευήν οικιών και εισαγαγών εις αυτούς τον πολιτισμόν. Άλλος Πελασγός μνημονεύεται ο ιδρυτής του εν Θεσσαλία Πελασγικού Άργους, υιός μεν του Ποσειδώνος και της Λαρίσης, πάππος δε του Θεσσαλού.
Κατά τον Στράβωνα υπήρχε περί την αρχαιοτάτην της Θεσσαλίας πόλιν Λάρισαν πόλις ονομαζόμενη Πελασγικόν Άργος, η οποία ειχεν εκλείψει κατά την εποχήν του. Πολλαι εν γένει πόλεις Πελασγικαί φέρουν το όνομα Άργος. Η λέξις φαίνεται, ότι είνε Πελασγική, συγγενής με την Ελληνικην αγρός (πεδιάς), με την Σανσκρ. (πεδιάς), εσήμαινε δε πεδιάδα, προ πάντων παραθαλασσίαν. Έκτός τούτων έχομεν την πολύτιμον μαρτυρίαν του Ευσταθίου ότι και εις την Ελληνικήν γλώσσαν άργος εσήμαινε πεδίον.
«Οι νεώτεροι και μάλιστα Μακεδόνες και Θεσσαλοί άργος το πεδίον φασί». Τοιουτοτρόπως η Πελασγική αυτή λέξις φανερώνει και γλωσσικήν συγγένειαν των Πελασγών και Ελλήνων.
Οι Λέλεγες ήταν πανάρχαια φυλή στην Ελλάδα στην εποχή των Πελεσγών, μία από τις αρχαίες ελληνικές φυλές που ζούσαν στην Ελλάδα, στην περιοχή του Αιγαίου και τη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, πριν την εμφανιση των κυρίως ελληνικών φύλων.
Κατά τον Στράβωνα ο αρχαιότερος βασιλιάς αυτών ήταν ο Λέλεξ από τη Λευκαδία ή τα Μέγαρα ή τη Λακεδαίμονα ετυμολογόντας το όνομα από το λέγειν, συλλέγειν.
Ήταν λαός πλανώμενος ιδιαίτερα μέσω θαλάσσης, συγγενείς των Ταφίων και Τηλεβοών και συναντούνταν στην Ακαρνανία, Λευκάδα, Λοκρίδα, Φωκίδα, Εύβοια, Μεσσηνία, Ήλιδα, Βοιωτία και σε διάφορα νησιά του Αιγαίου και της Κρήτης καθώς και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Με την ονομασία
Κάρες φερόταν αρχαιότατος λαός στηΜικρά Ασία, που κατοικούσε ΝΔ της Ιωνίας, στην Καρία. Ο Όμηρος τους αποκαλούσε βαρβαρόφωνους (δηλαδή, ξενόγλωσσους) και μας πληροφορεί ότι μετείχαν στον Τρωϊκό πόλεμο υπό τους «χρυσοστόλιστους» αρχηγούς τους Νάστη και Αμφίμαχο στο πλευρό των Τρώων.
Γείτονες λαοί οι Πελασγοί, Καυκάνοι, και Λέλεγες.
Οι Κάρες κατοικούσαν κυρίως στη απόκρημνη Μυκάλη, τηΜίλητο και κοιλάδα του Μαίανδρου. Ο Ηρόδοτος τους ταυτίζει με τους Λέλεγες θεωρώντας ότι αυτό ήταν το προηγούμενο όνομά τους πριν μετοικήσουν από το Αιγαίο στην Καρία.
Οι εγχώριες όμως παραδόσεις δείχνουν ότι είναι αυτόχθονες συγγενείς με τους Μυσούς, Λυδούς και που μετείχαν στη λατρεία του «Καρίου Διός» στα Μύλασσα.
Σύμφωνα όμως με πιο πρόσφατα πορίσματα επιστημονικών ερευνών οι Κάρες θεωρείται φυλή θρακική ή Πελασγική (προελληνική) κατά μία άποψη ή κατ΄ άλλους έχουν κοινή καταγωγή με τους Κρήτες και τους κατοίκους της Λυκίας.
Η δεύτερη άποψη στηρίζεται από τις καταλήξεις των πόλεων και τοπωνυμιών σε –σος, -νδα, (όπως Κνωσσός, Αλικαρνασσός, Λυρνησσός, Τυλισσός κ.ά.) και στη λατρεία κοινών θεών όπως του Διός και της Αρτέμιδας.
Οι Κάρες κατά την ακμή τους υπήρξαν θαλασσοκράτορες με απόλυτη κυριαρχία στο Αιγαίο αλλά και εκτός αυτού.
Όπως στον Έυξεινο Πόντο που στα παράλιά του έκτισαν τη Σαλμυδησσό και την Οδησσό.
Στη θαλασσοκρατορία τους αντικατέστησαν πρώτα οι Μινωιτες Κρήτες και μετά (μέσα 2ης χιλιετηρίδας π.Χ.) οι Μυκηναιοι Αχαιοί.
Επίσης οι Κάρες αναφέρονται και στην Παλαιά Διαθήκη και μάλιστα ότι αυτοί αποτελούσαν μισθοφορικό στρατό που χρησιμοποιούσαν οι Ισραηλίτες κατά τον 9ο αιώνα π.Χ. (Β΄ Βασιλέων 11:4, 19.).
Οι Άβαντες ήταν ένας προϊστορικός ελληνικός λαός, σύμφωνα και με τους νεότερους ερευνητές όπως ο Γερμανός Βάλκαινερ, ο Γάλλος Ντεζαρτέν κ.ά., που μελετούν την προϊστορική εθνολογική ενότητα πολλών και διαφόρων «φύλων» του τότε ελληνικού κόσμου.
Ο ιστορικός Ηρόδοτος τους θεωρεί ότι έχουν Ιωνικό δεσμό .
Θεωρούν την έννοια «φύλο» ως ομάδα ανθρώπων που πολλές μαζί συγκροτούσαν ίδια «φυλή».
Το φυλετικό αυτό όνομα «Άβαντες» έφεραν οι αρχαιότατοι κάτοικοι της Εύβοιας, καταγόμενοι από την Φωκίδα της Θράκης απ΄ όπου ήλθαν με τον βασιλιά τους Άβαντα, εξ ου και η ονομασία τους, που αφού διασκορπίστηκαν στη Πελοπόννησο και στη συνέχεια στη Φωκίδα, ίδρυσαν εκεί την πόλη Άβαι και στη συνέχεια μετοίκησαν στην Εύβοια όπου και εγκαταστάθηκαν οριστικά.
Από τότε η Εύβοια ήταν γνωστή ως «Αβαντιάς» ή «Αβαντίς», («Αβαντίδα»).
Σύμφωνα με τους μύθους, πρόγονη των Αβάντων ήταν η νύμφη Άβα, η οποία αφού ενώθηκε με τον Ποσειδώνα, γέννησε τον Εργίσκο, ήρωα της Θράκης, ιδρυτή της πόλης Εργίσκης, της σημερινής Τσατάλζας.
Στην αρχή εγκαταστάθηκαν στις εκβολές του ποταμού Ασωπού. Επειδή όμως οι Άβαντες ήταν ένας φιλοπόλεμος λαός που μάχονταν «εκ του συστάδην», επεκτάθηκαν στο νησί και κατοικούσαν κυρίως γύρω από την Ερέτρια και την Χαλκίδα.
Ήταν γνωστοί στον αρχαίο κόσμο επειδή ξύριζαν το μπροστινό μέρος του κεφαλιού και άφηναν αλογοουρά στο πίσω μέρος, προκειμένου να μη μπορούν να τους πιάσουν από τα μαλλιά οι αντίπαλοί τους, ενώ η πολεμική τους ικανότητα ήταν ευρύτατα αναγνωρισμένη.
Ο Νόννος(5ος μ.Χ.αι.) παρουσιάζει τους Άβαντες ως ιερατικό γένος, προπάτορες των Κουρήτων,που μετείχαν στις Διονυσιακές εκστρατείες. Περίπου την 2η χιλιετία π.Χ. επεκτάθηκαν στην Αττική, την Ιωνία και σε μερικά νησιά του Αιγαίου.
Τα ίχνη τους χάνονται την περίοδο μετά τον Τρωικός Πόλεμος μερικοί επιστήμονες όμως υποστηρίζουν ότι μετοίκησαν εκείνη την εποχή στην Θεσπρωτία χωρίς να μπορεί να αποδειχτεί αδιαμφισβήτητα. Αναφέρονται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα , τον Παυσανία, τον Στράβωνα και άλλους.
Οι Δόλοπες ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο εγκατεστημένο γύρω από την οροσειρά των Αγράφων στην κεντρική Ελλάδα. Η περιοχή εγκατάστασης τους ονομαζόταν Δολοπία και περιλάμβανε μία σημαντική έκταση με κέντρο το βόρειο τμήμα του σημερινού νομού Ευρυτανίας.
Κύρια πόλη τους ήταν η Κτημένη, που βρισκόταν στην θέση του σημερινού χωριού Κτημένη
Οι Δόλοπες ήταν συγγενικό φύλο των Αιτωλών με τους οποίους συνόρευαν στα νότια.
Παρακλάδι τους ήταν οι Δρύοπες οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι λίγο νοτιότερα, στην περιοχή της μετέπειτα Δωρίδας και διασκορπίστηκαν μετά την κάθοδο των Δωριέων.
Άλλα συγγενικά φύλα των Δολόπων με τα οποία είχαν κοινή ιστορία ήταν οι Αγραίοι, οι Απεραντοί και οι Αθαμάνες οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στα βόρεια του σημερινού νομού Αιτωλοακαρνανίας. Συχνά αναφέρονται και αυτοί ως Δόλοπες.
Οι Θράκες ήταν ένα τεράστιο Ιαπετικο (Παλαιοβαλκανικό) μεσογειακο φύλο, που κατοικούσε μεγάλη έκταση στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Συνόρευαν με τους Σκύθες στο βορρά, τους Κέλτες και τους Ιλλυριούς στη δύση, τους υπολοιπους Έλληνες στο νότο και τη Μαύρη Θάλασσα στην ανατολή. Μιλούσαν τη Θρακική γλώσσα – ελάχιστα θεωρούμενη κλάδο της Ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας.
Η μελέτη των Θρακών και του Θρακικού πολιτισμού είναι γνωστή ως Θρακολογία. Οι Θράκες αναφέρονται για πρώτη φορά στην Ιλιάδα τουΟμήρου, ως σύμμαχοι των Τρώων κατά των Τρωικό Πόλεμο.
Oι ονομασίες «Θράκες» και «Θράκη» είναι εξώνυμα
καθώς δημιουργήθηκαν από τους Έλληνες.
Στην Ελληνική μυθολογία ο Θραξ θεωρείτο ένας από τους περιφημότερους γιους του θεού Άρη.
Στην Άλκηστι ο Ευριπίδης αναφέρει ότι ένα από τα ονόματα του ίδιου του Άρη ήταν Θραξ, καθώς θεωρείτο προστάτης της Θράκης ( η χρυσή ή επιχρυσωμένη ασπίδα του φυλασσόταν στο ναό του στη Βιστονία της Θράκης).
H καταγωγή των Θρακών παραμένει ασαφής, λόγω απουσίας γραπτών ιστορικών πηγών.
Στοιχεία για τους πρωτοθράκες στην προϊστορική περίοδο στηρίζονται σε αντικείμενα υλικού πολιτισμού. O Λέο Κλέιν ταυτοποιεί τους πρωτοθράκες με ένα πολιτισμό της Μέσης Εποχής του Ορείχαλκου (22ος έως 18ος αιώνας π.Χ.), που απωθήθηκε από την Ουκρανία από τον προελαύνοντα πολιτισμό Σρούμπνα(Διναρικη φυλη) της Ύστερης Εποχής του Ορείχαλκου (18ος – 12ος αιώνες π.Χ.). Θεωρείται γενικά ότι ένας λαός πρωτοθρακών προήλθε από την ανάμειξη ιθαγενών λαών και Πελασγων-Μεσογειακων (Ινδοευρωπαίων) από την εποχή της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής επέκτασης την Πρώιμη Εποχή του Ορείχαλκου (1500 π.Χ.).
Πρόκειται για πρωτοθράκες, από τους οποίους, κατά την Εποχή του Σιδήρου (περίπου 1000 π.Χ.), προέκυψαν οι Δάκες και οι Θράκες.
Διαιρεμένοι σε ξεχωριστές φυλές οι Θράκες δεν κατάφεραν να συγκροτήσουν πολιτική οργάνωση με διάρκεια μέχρι που ιδρύθηκε το κράτος των Οδρυσών τον 5ο αιώνα π.Χ.
Στις ορεινές περιοχές ζούσαν πολεμικές και άγριες Θρακικές φυλές, όπως και οι Ιλλυριοί στα δυτικα μεχρι την Αδριατικη, ενώ οι λαοί στις πεδιάδες θεωρούντο πιο ειρηνικοί.
Οι Θράκες κατοίκησαν τμήματα των αρχαίων επαρχιών : Θράκη, Μοισία, Μακεδονία, Δακία (Ρουμανια), Μικρά Σκυθία (Ρουμανικη Δοβρουτσα), Σαρματία (Ουκρανια-Ρωσσια), Βιθυνία, Μυσία, Παννονία (Ουγγαρια) και άλλες περιοχές στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία.