Η Αγάπη, η Αγάπη μας τυραννάει, η φιλόστοργος συμπάθεια, η ενσυναίσθηση (empathy: η ικανότητά μας να μπαίνουμε στη θέση του άλλου και να νιώθουμε στο πετσί μας τις πληγές που του επιφέραμε εκείνου, του άμοιρου, από εγωισμό, λαγνεία, βλακεία, άγνοια, αμετροέπεια, αλαζονία, ασυγκράτητη μανία κι άλλα θανάσιμα αμαρτήματα – τόσο κοινά στα χρόνια της Κρίσης, σε έξαρση θα έλεγα – ο καθένας βγάζει τον χειρότερο εαυτό του και τον αφήνει αμολυτό στη μέση του δρόμου, να δαγκώσει τους άλλους, τους συνανθρώπους για να λυσσάξουν – περίσσεψε η Λύσσα στην εποχή μας – λίγη σωφροσύνη, γαλήνη, κατανόηση κι αγάπη, αυτά μας λείπουν κι αυτά γυρεύουμε διψασμένοι έως θανάτου – φρυγμένη η ψυχή μας ως χόρτο της ερήμου και το βλέμμα μας αναζητά την αναγέννηση του Φοίνικα-Χρηστού που θα σημάνει την παρουσία, τη ελπίδα έστω, μιας όασης μέσα στο καύμα των μη αναχαιτιζομένων πλέον παθών…).
Ο χρυσός είναι σύμβολο της ιεράς δονήσεως της Αγάπης. Γι’ αυτό τον φοράμε στους αρραβώνες, στους γάμους, στις δεσμεύσεις μας, στα θέματα καρδιάς. Αυτόν ξεπουλάμε πρώτον-πρώτον στα ενεχυροδανειστήρια σε καιρούς ισχνών αγελάδων. Μόνο που εκείνα τα ενεχυροδανειστήρια δεν γίνονται ενεχειροδανειστήρια, όσο κι αν το αναγράφουν λάθος στις ταμπέλες τους.
Είναι όπως το αβλεπτί και το αβλεπεί που δεν έχουν καμία σχέση με το αβλεπί των χαρτοπαικτών (πρόχειρη φτηνιάρικα και βιαστική μετάφραση του sans voir).
Πολλά από τα χρυσά δαχτυλίδια που φόρεσα σε αρραβώνες τα έχασα: μου τα πήρε η θάλασσα, ή ο ήλιος του μεσημεριού, σε αμμώδεις παραλίες όπου βούλιαζαν τα κορμιά για να γλιτώσουν από τη ζέστη. Γι’ αυτό αγαπώ τώρα τα βράχια τα θαλασσινά: ό,τι αφήσεις εκεί το ξαναβρίσκεις, ό,τι δεν είναι φαγώσιμο για τους αρουραίους και τα φίδια…
Μία βέρα την ξέχασα στο κομοδίνο της προδοσίας. Μία άλλη στον Πλαταμώνα, κολυμπώντας καταχείμωνο κάτω από τον χιονισμένον Όλυμπο. Ένα δαχτυλίδι από άλλη διάσταση που μου υλοποίησε ένας αβατάρ και ταίριαζε γάντι στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού μου χεριού, είδα το γαλαζοπράσινο εξωγήινο πετράδι του να εξαϋλώνεται στην κορυφή του όρους Βόρας (Καϊμακτσαλάν) και το χρυσάφι να βγαίνει πρασινισμένο από τον κεραυνό, που λυπήθηκε τη ζωή μου και μου αφαίρεσε μόνο το πετράδι. Το σκουριασμένο χρυσάφι, κολύμπησα βαθιά στον αργοσαρωνικό και το άφησα να το πάρει το Κύμα του Καιρού.
Ένα άλλο συλλεκτικό δαχτυλίδι που αγόρασα σε παλαιοπωλείο του Ναυπλίου (χρυσός 24 καρατίων και δίχρωμος τουρμαλίνης, πράσινο και λευκό, που παρίστανε την ανάγλυφη μορφή ενός ιερέα των Μάγιας, μου το πήραν μια νύχτα έρωτος της ύλης, από εκείνους που σου αφήνουν μια πικρή γεύση στο στόμα και θέλεις να πιεις τόνους αλκοόλ ή να ξεράσεις).
Κάποια που δεν ήθελα, τα σκότωσα όταν άρχισε η οικονομική κρίση και δεν μπορούσα να πληρώνω τους λογαριασμούς του κατάκοιτου πατέρα μου. Ας είναι καλά οι γονείς μου. Με ανάγκασαν και οι δυο τους να δουλεύω σα σκυλί, σα σκλάβος σε φυτεία για να τους γηροκομήσω, για να τους έχω σαν βασιλιάδες και να μην τους λείψει τίποτα. Σα να είχα δύο παιδιά με ειδικές ανάγκες και χειρότερα. Τι κάρμα κι αυτό! Ούτε να τους είχα κάψει ζωντανούς σε προηγούμενη ζωή σε φάρμα της ανατολικής Σιβηρίας, επί τσάρου Νικολάου του Πρώτου.
Όμως ευλογώ τη Ζωή, το Σύμπαν και τη Θεία Δικαιοσύνη, που μ’ έκανε τόσο άξιο, ικανό να εργάζομαι νυχθημερόν, να αναπτύσσω τις δεξιότητες, να εκμεταλλεύομαι τα ταλέντα μας. Και κυρίως αυτό του Λόγου και της Διαίσθησης. Όταν έχασα το «καλό» δαχτυλίδι, αυτό που μου κλέψανε αυτοί που μου πούλησαν φτηνό έρωτα κι αισθήματα, άνθρωποι αναίσθητοι που δεν ξέρουν πια ν’ αγαπούν, πήγα στην εκκλησία που υπάρχει στην αρχαία αγορά της Αθήνας και προσευχήθηκα στην εικόνα του αρχάγγελου Μιχαήλ (αντίγραφο της εικόνας που βρίσκεται στον Πανορμίτη της Σύμης – αργότερα πήγα και στον ίδιο τον Πανορμίτη κι εκπλήρωσα το τάμα μου)… Πέρασαν λίγα λεπτά σιωπής κι η άδεια εκκλησία, που πάλευε ανάμεσα στις σκιές και στις πολύχρωμες ακτίνες που έμπαιναν από τα βιτρώ του καταμεσήμερου, αντήχησε από τη στεντορεία φωνή Εκείνου, ο οποίος με τη χορωδία των Ασωμάτων να ψάλλει «Εγώ ειμί ο Ων, ο Ην και ο Ερχόμενος – Εγώ ειμί το Φως του Κόσμου – ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία αλλά έξει το Φως της Ζωής», χρησμοδότησε: «Ο θησαυρός είσαι εσύ. Το δαχτυλίδι είναι μέσα σου. Άφησέ τους να σου το πάρουν. Το παρέδωσες στον Άγγελο τον πυρρό με τη Ρομφαία για να διδαχθείς να εκτιμάς περισσότερο το Αόρατο από το απτό. Το σώμα αδειάζει και θάβεται. Η συνείδησή σου όμως να είναι επικεντρωμένη στα Θεία. Μόνον έτσι θα επιβιώσεις του Αρμαγεδώνα και του Θανάτου. Και θα περάσεις ήσυχα στην άλλη πλευρά, χωρίς να πεθάνεις. Θ’ αναληφθείς…». Εκεί μπήκε ένας ζητιάνος στην εκκλησία να τον ελεήσω κι η φωνή χάθηκε αφού το μεγάφωνο της ημισκότεινης εκκλησίας έκανε παράσιτα κι ένας αέρας μυστικός παρέσυρε τα χαρτάκια με τα ονόματα των ζωντανών «υπέρ Υγείας και Φωτίσεως» και τα χαρτάκια «υπέρ Αναπαύσεως» των πεθαμένων.
Προχθές όμως μου είπε ο φίλος μου ο Μάνος μια περίεργη ιστορία με το δαχτυλίδι που τους χάρισα στο γάμο του με την Έλενα. Ήταν ένα ασημένιο δαχτυλίδι με σκαλίσματα κι επάνω έφερε μια χρυσή σφραγίδα που παρίστανε τον Ορφέα να παίζει αυλό και να εξημερώνει τα θηρία. Κολυμπούσαν βαθιά μέσα στη θάλασσα, στην τοποθεσία «κολυμπήθρες» της Πάρου. Κάποια στιγμή όπως φιλιόντουσαν κι αντάλλασσαν χάδια και όρκους αιώνιας αγάπης, το δαχτυλίδι έπεσε από το μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού του Μάνου και βυθίστηκε στη θάλασσα χωρίς να το προσέξουν. Όταν βγήκαν έξω και διαπίστωσαν την απώλεια, μου τηλεφώνησαν. Όμως εγώ εκείνη την ώρα δίδασκα ρέικι στην Ευδοκία κι ήμασταν σε βαθύ διαλογισμό μέχρις εκστάσεως. Τότε το θαύμα συνετελέσθη: ορμώμενος από θεία παρακίνηση, ο Μάνος ξαναβούτηξε στη θάλασσα, έκανε μακροβούτια στον αμμώδη βυθό με τα τενεκεδάκια μπύρας κι αναψυκτικών και τα βουλιαγμένα πλαστικά, ανέβηκε και κατέβηκε στην επιφάνεια πολλές φορές, μέχρι που είδε κάτω από μία πέτρα, μπουρλιασμένο στα φύκια κάτι να γυαλίζει. Κατέβηκε πάλι, άρπαξε το εύρημα σχεδόν στα τυφλά κι όταν ανέβηκε πάνω είδε ότι ήταν το χαμένο δαχτυλίδι, όμως όχι ακριβώς εκείνο που του είχα χαρίσει, αλλά πιο λαμπερό ακόμα, με τον Ορφέα να χαμογελάει και πίσω από τον αριστερό του ώμο, η φιγούρα της Ευρυδίκης, μαρμαρωμένης μα καλυμμένη την κεφαλή!!!
Και μετά μου λέτε πως δεν συμβαίνουν θαύματα. Η πραγματικότητα είναι τόσο μαγική που δεν μπορείτε ούτε καν να την υποψιαστείτε…