Τελικά, όταν συναναστρέφεσαι κομπλεξικούς, αποτυχημένους ανθρώπους, με αθεράπευτα συμπλέγματα ανωτερότητος, το πράγμα δεν θα τελειώσει σίγουρα καλά και θα σου μείνει μια πικρή γεύση στο στόμα… Αλλά εσύ φταις, δεν φταίει κανένας άλλος. Εκεί, αμετανόητος. Αδελφή του ελέους, έτοιμος να συγχωρήσεις, να κατανοήσεις, να υποκλιθείς, να γονατίσεις, να προσκυνήσεις, να δείξεις ανωτερότητα, να κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις, να δίνεις τόπο στην οργή, να κάνεις την πάπια, τον Κινέζο, το μαλάκα και άλλα …εδώδιμα κι αποικιακά. Εμ βέβαια, τι περιμένεις μετά; Να σε σεβαστούνε;
Όταν στο κούτελό σου γράφει «σφάξε με Πασά μ’ ν’ αγιάσω»; Σε μια χώρα που η ευγένεια εκλαμβάνεται ως αδυναμία κι η υποχωρητικότητα ως φοβία, σε μια χώρα με βαθύ οθωμανικό παρελθόν, όπου ο πιο γλείφτης, οσφυοκάμπτης, παραδόπιστος κι έτοιμος να τα ξεπουλήσει όλα, ο πλέον ανέντιμος κόλακας και γλοιώδες αναρριχητικό, κέρδιζε προνόμια, οφίτσια κι εξουσία πάνω στους ραγιάδες… Η σοφή λαϊκή παροιμία λέει: «τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους κώλους». Σε μια βαθιά μεσαιωνική κοινωνία, κατ’ επίφασιν δημοκρατική και φιλελεύθερη, όσοι είναι έτοιμοι να χαρίσουν την τιμή, τον κώλο τους, τη γυναίκα τους, την κόρη τους και τον ανήλικο γιο τους στους κάθε λογής κρατούντες, παρακοιμώμενους και σφογγοκωλάριους των εκάστοτε ισχυρών, αυτοί και θα …κληρονομήσουσι την γην. Όχι βεβαίως οι δίκαιοι και οι αθώοι. Αυτοί θα κληρονομήσουσι τη βασιλεία των ουρανών. Είναι χωρισμένα τα χωράφια και τα οικόπεδα έχουν συρματοπλέγματα και φραγκοσυκιές ως σύνορο. Βεβαίως και είναι δύσκολο οι πλούσιοι να πάνε στον παράδεισο, όσο κι ένας ελέφαντας να περάσει από τη μύτη μιας βελόνας. Όμως αυτοί φυσικά και δεν νοιάζονται για τη βασιλεία των ουρανών (όχι πριν ξεπέσουν και χάσουν τα γήινα προνόμιά τους). Οι περισσότεροι από δαύτους τον παράδεισο επί γης αναζητούν και τη ζωή πριν τον θάνατο ορέγονται. Μόνον όταν τους προκύψουν αρρώστιες, κρίσεις, θανατικά, μόνον τότε ρίχνουν και μια έντρομη ματιά στο Επέκεινα. Κι όπως είναι μανούλες στο εμπόριο και κωλοπετσωμένοι στις συναλλαγές [συγχωρήστε μου τη γλώσσα και είμαι και του …Αρσακείου!], εεε, τότε βιάζονται οι δικοί σου, στριμώχνονται στην ουρά, παίρνουν χωρίς καθυστέρηση κι ενοχές τη θέση των άλλων και συνάπτουν διπλωματικές σχέσεις με τις πνευματικές δυνάμεις για να εξασφαλίσουν μια καλή θέση στον Κάτω Κόσμο, αλλά κι ένα καλό στασίδι στην εκκλησία του Πάνω Κόσμου. Ο λύκος κι αν γεράσει, τομάρι δεν αλλάζει. Κι η αλεπού ακόμα κι αν χάσει την ουρά της στο δόκανο πάντα αλεπού μένει κι ετοιμάζεται να πείσει τις άλλες ότι έκοψε την ουρά της οικειοθελώς, γιατί αυτό απαιτεί η μόδα του συρμού. Τρομάρα τους. Μόνον το φίδι το θεραπευτικό, το αγαθό, το πεντακάθαρο, αλλάζει συχνά το πουκάμισό του για να βγάλει από πάνω του τη βρώμα αυτού του κόσμου που βρέθηκε να κοιλιέται. Ο φίλος και το φίδι αρχίζουν από φι.
Πήγα κι εγώ λοιπόν δεκαπενταύγουστο, με την επιστήθια φίλη μου την Μπέρνη, στο παραθαλάσσιο χτήμα μιας χρεοκοπημένης οικογένειας βιομηχάνων που νοσταλγεί τα παλαιά μεγαλεία για να κάνουμε παρέα στα δύο μαραζωμένα γεροντάκια. Τι το θέλαμε; Δεν ξέραμε δεν ρωτάγαμε; Αφού μου είχε επιτεθεί στο παρελθόν κι είχε κάνει επανειλημμένα παραλήρημα μεγαλείου εις βάρους μου, γιατί πήγαινα ντε και καλά γυρεύοντας για καυγά;
Με το που μπήκαμε, μέρα μεσημέρι, μας άρπαξε από τα μούτρα ο εσχατόγερος (το λέω έτσι ευγενικά για να μην φρυάξω και τον πω κωλόγερο, απόβρασμα της κοινωνίας, αποτυχημένο βιομήχανο, αριστοκράτη του κώλου και άλλα …κοσμητικά επίθετα). Μπήκαμε λοιπόν, εμείς σαν την καλή χαρά, με τις τούρτες, με τα δώρα μας, με τα ρεγάλα μας, όπως προστάζει η καλή μας ανατροφή και η καλή μας η καρδιά κι η ευγενική μας φύση (που είναι και η μόνη διαρκής αριστοκρατία – η αριστοκρατία της καρδιάς)… Με το που μας είδε ο αγενής οικοδεσπότης όρμηξε παρευθείς στην κοκέτα και καλαίσθητη και κουκλάρα κι ερωτική (με την καλή την έννοια) καλεσμένη του και της είπε, μπροστά στην εμβρόντητη γυναίκα του, που μόλις είχε γυρίσει από την εκκλησία («βοήθειά μας – βοήθησέ μας Μεγαλόχαρη να αντέξουμε τη μικρότητα και την κακία αυτού του κόσμου»): «Κοίτα να δεις, Μπέρνη, για να έχουμε το καλό ρώτημα και γιατί «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους», δεν σου επιτρέπονται φωτογραφίες εδώ, ούτε στον κήπο, δεν θέλουμε να μας βγάλεις στο facebook». Η Μπέρνη, εκ φύσεως ευγενής και με «διαφορά φάσεως» όταν κάποιος της φερόταν με αγένεια, του απάντησε δαγκωμένη: «Μα Κύριε Αλέξανδρε, λουλούδια και σύννεφα φωτογραφίζω συνήθως, αλμυρείκια και σύννεφα – μερικές φορές βγάζω και selfie με τον εαυτό μου μπροστά από τον Παρθενώνα και σε άλλες αρχαιότητες…». Τέλος πάντων, δώσαμε τόπο στην οργή και καθήσαμε στο τραπέζι, ο θεός να το κάνει γιορτινό. Μια τσιπούρα με μάτι θολό, δύο καρότα, δύο κολοκύθια και δύο πατάτες από τον κήπο (για τέσσερα άτομα). Ευτυχώς που κάναμε δίαιτα για την τηλεοπτική εκπομπή και μας βγήκε νορμάλ το συσσίτιο. Αλλά αυτό δεν ήταν το πρόβλημα. Ήταν ο γέρος είχε αρχίσει πάλι να παραληρεί, να θεωρεί τον εαυτό του αυθεντία επί παντός επιστητού και να απαξιώνει τους πάντες γύρω του (με πρώτη και καλύτερη την άτυχη σύζυγό του). Όταν μάλιστα τόλμησα κι εγώ να πω κάτι και να προβώ σε μια εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης της χώρας και του πιθανού εκλογικού αποτελέσματος, αυτός με κατακεραύνωσε από το ύψος του φαντασιακού Ολύμπου, όπου κατοικοέδρευε η υψηλότητά του: «Αυτά που λες δεν ισχύουν, τα κατεβάζεις από το κεφάλι σου, οι προβλέψεις σου ποτέ δεν επαληθεύονται και οι προφητείες σου πάνε στο βρόντο». Όντας προετοιμασμένος για αυτή την επίθεση, απάντησα ετοιμόλογα και με μπόλικη δόση χιούμορ: «Κι αυτά που είπε ο Νοστράδαμος δεν γίνανε, ίσως όταν τα λέμε τα ξορκίζουμε». Η Μπέρνη σάστισε από τη βιαιότητα της αντιπαράθεσης και είπε κάτι για να στρέψει την κουβέντα σε πιο θρησκόληπτες περιοχές: «Μα αυτά που είπε ο Κοσμάς ο Αιτωλός κι ο Άγιος Παΐσιος βγήκανε, άρχισαν να βγαίνουνε, μέρα με τη μέρα…».
Τέλος πάντων, φάγαμε κακήν-κακώς, αχώνευτο το κατά τα άλλα ελαφρύ γεύμα, η γιαγιά μου η Αγγελική που ήταν σοφή και βοτανοθεραπεύτρια και ήξερε από ενέργειες, όπως όλες οι παλαιές γυναίκες, έλεγε «τα λόγια σου μ’ εχόρτασαν και το φαΐ σου φά ‘το». Κλειστήκαμε κι εμείς στον «ξενώνα», κλείσαμε και την ενδιάμεση πόρτα που οδηγεί στη σαλοτραπεζαρία, για να συζητήσουμε άνετα και να σκαρώσουμε την από τούδε και εις το εξής πορεία μας.
-Άκου να δεις, Μπέρνη μου, θα πάμε για μπάνιο το απόγευμα κι αν στο δείπνο χειροτερέψει το κλίμα, βλέπουμε… βλέποντας και κάνοντας.
-Μα να μου εμένα να μην φωτογραφίζω! Και το Πάσχα είχα βγάλει φωτογραφίες, αλλά δεν τις ανέβασα.
Πήγαμε για μπάνιο το απόγευμα, στην λασπωμένη παραλία με τους αχινούς και τα βράχια, τους κακόβουλους ύφαλους και τις κουτσομπόλες παραθερίστριες. Κάποια στιγμή πήρα με την άκρη του ματιού μου το ζευγάρι των οικοδεσποτών να κολυμπάνε μόνοι τους χωρίς να έρχονται προς το μέρος μας. Κάναμε κι εμείς ότι δεν τους είδαμε, γιατί μας περίσσευε η σύγχυση της Αθήνας, δεν θέλαμε να τη μεταφέρουμε και στο …Ζούμπερι!!!
Στο δείπνο φαίνονταν όλα ομαλά σαν καζάνι που σιγοβράζει. Φάγαμε όλα τα ζαρζαβατικά του κήπου νερόβραστα. «Κολοκύθια με τη ρίγανη», που λένε. Η κουβέντα ήταν χαλαρή, περί ανέμων και υδάτων, παραδέχτηκαν ότι μας είδαν στην παραλία αλλά δεν ήθελαν να μας ενοχλήσουν, εμείς χαλαρώσαμε και καθησυχαστήκαμε ότι τίποτα δυσάρεστο δεν θα μας συμβεί, το φαγητό μου κάθησε πάλι στο λαιμό και δεν έλεγε να κατέβει, όσο κι αν το έσπρωχνα με φυσικώς ανθρακούχα νερά και στυμμένο λεμόνι. Κάποια στιγμή το μαρτύριο της υποχρεωτικής κρασοκατάνυξης (εμείς δεν ήπιαμε – αλλά ούτε κι αυτοί – είναι χορτοφάγοι και κατά του αλκοόλ, τρομάρα τους!)… μεταφερθήκαμε στον κήπο, κάτω από τα αστέρια. Το γκαζόν παχύ κάτω από τα πόδια μας, ο Γαλαξίας να λάμπει σαν περιδέραιο στο λαιμό της Γης, τα δυο σκυλιά κουλουριάστηκαν στα πόδια μας και έβαλαν το κεφάλι κάτω από τις παλάμες μου για να τους κάνω ρέικι, τους υποσχέθηκα ότι την άλλη μέρα θα μαγείρευα χορτοφαγικές συνταγές της γιαγιάς μου κι ότι θα τους έκανα από μία ώρα ρέικι στον καθέναν, πάνω στο ειδικό πτυσσόμενο κρεβάτι του μασάζ. Η οικοδέσποινα, που είχε τελειώσει το λύκειο οικότροφος στις καλόγριες, κι είχε μάθει να μιμείται τους τρόπους της καλής κοινωνίας, αντέδρασε μαλακά: «Μα όχι, ήρθες εδώ για να ξεκουραστείς!». Μετά δικαιολόγησαν την απουσία των παιδιών τους, ήταν ο πρώτος δεκαπενταύγουστος τα τελευταία δέκα χρόνια που ήμασταν τετ-α-τετ με τους γέρους. Κι έπειτα ο εσχατόγερος έφερε πάλι την κουβέντα στα πολιτικά. Είπαμε για τους οικονομικούς μετανάστες, τους πρόσφυγες από τις εμπόλεμες ζώνες που ζητάνε πολιτικό άσυλο, είπα κι εγώ – ο ταλαίπωρος – για την εγκληματικότητα στο μετρό, που μου κλέψανε τρεις φορές το κινητό και μία το πορτοφόλι, είπαμε και για τον κανίβαλο, που έμενε στην πολυκατοικία που είναι διαχειρίστρια η φίλη μου η Φωτεινή… είπαμε, είπαμε, ό,τι τέλος πάντων μπορεί να πεις κανείς που βλέπει τις ειδήσεις των οκτώ στην τηλεόραση. Κι όλα φαίνονταν ειδυλλιακά, και τα σκυλιά κουνούσαν ευτυχισμένα την ουρά τους και τα αστέρια φώτιζαν στον ουρανό, μέχρι που ο αγενέστατος έκανε την αρχή της έκρηξής του διώχνοντας τα σκυλιά μακριά, έτσι, χωρίς λόγο: «Φύγετε! Φύγετε!». Μετ’ ου πολύ, η κανονική κρίση επήλθε. Το ζάχαρο; Η άνοια; Ο κακός χαρακτήρας; Ακούστε τον: «Όλο για σεξουαλικές διαστροφές μιλάς. Για μαύρο χρήμα, για κανίβαλους, για πορτοφολάδες. Έχεις πολύ σκοτάδι μέσα σου. Να κάνεις γιόγκα, τακτικά κάθε μέρα για να καθαρίσεις…». «Μα, κάνει…», πρόλαβε να αντιμιλήσει η ταλαίπωρη σύζυγός του, η Ζιζί, για να σώσει τα προσχήματα και την τιμή της φιλοξενίας. «Όχι, δεν κάνει, δεν φτάνει, δεν κάνει αρκετά… Γι’ αυτό του συμβαίνουν όλες αυτές τις συμφορές. Όλα αυτά τα κακά τα έλκει. Το λένε τα μεταφυσικά βιβλία, το λέει κι ο γκουρού μας. Ρώτα τον…». Εγώ και η Μπέρνη μείναμε άναυδοι. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Να πάρουμε τις τσάντες και να φύγουμε; Να κάνουμε τους Κινέζικους; Να τους δώσουμε να καταλάβουνε; Η Μπέρνη άρχισε να μιλάει περί ανέμων κι υδάτων με την Ζιζί, σα να μην ήμασταν δίπλα τους. Εγώ ψέλλισα: «Κοιτάξτε να δείτε, είμαι πενήντα χρονών άνθρωπος κι έχω δουλέψει αρκετά για να έχω αυτοεκτίμηση. Κι αυτό δεν πρόκειται να μου το στερήσει κανείς».
Περάσαμε άλλες δύο μέρες σα να μη συμβαίνει τίποτα. Φύγαμε και ρίξαμε μαύρη πέτρα γύρω μας. Δεν θα γυρίσουμε ποτέ. Το κουδούνι του σπιτιού τους δεν θα το ξαναχτυπήσουμε. Ποτέ.