Καμπανία, 1952. Σε μια ρώγα από σταφύλι έπεσαν όλες οι μνήμες…
Ο τρύγος κάποτε ήταν πόλεμος σε όποια οινοπαραγωγική ζώνη του πλανήτη αυτού κι αν μαζευόταν το σταφύλι. Όσο πιο παλιά μάλιστα, τόσο πιο πόλεμος. Πόλεμος με την κούραση και με τον καιρό. Αγώνας αντοχής με σκισμένα χέρια, πονεμένα σώματα και γυρτούς από το κουβάλημα ώμους. Κι αγώνας ταχύτητας με τη βροχή, το χαλάζι, τα πρώτα κρύα – μια συλλογική υπερπροσπάθεια που απαιτούσε τη συνεισφορά ολόκληρου του χωριού για να μπορέσει να μαζευτεί κι η τελευταία ρώγα πριν γυρίσει ο καιρός.
Ο τρύγος κάποτε ήταν γιορτή. Όσο πιο παλιά, τόσο πιο γιορτή. Ένα μεγάλο αγροτικό πανηγύρι, από όλο το χωριό για όλο το χωριό, μια ανάσα ανάμεσα στις βαριές γεωργικές δουλειές, μια αφορμή για μουσική, χορό και μεθυσμένους έρωτες, πριν μπει για τα καλά ο χειμώνας. Η λαϊκή απάντηση με άφθονο κρασί και ντόπιους οργανοπαίχτες στην αλλαγή της φύσης, ένα πανηγυριώτικο αντίο στο καλοκαίρι, που πέρασε και άφησε καλή σοδειά και μνήμες:«Φύγανε, φύγανε, ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά», που θα έλεγε κι ο ποιητής. Μα ο αποχαιρετισμός είναι που θέλει το γλέντι.
Φύγανε, φύγανε…όχι μόνο ο Ιούλιος κι ο Αύγουστος, αλλά κι εκείνοι οι καιροί. Σήμερα τα μηχανικά μέσα δημιουργούν άλλο τοπίο, τα καλαμωτά τρυγοκόφινα έχουν δώσει τη θέση τους σε πλαστικούς, πρακτικούς κάδους και τα «πατητήρια» απαντώνται συνήθως ως ατραξιόν στα κατά τόπους λαογραφικά μουσεία ή σαν παροπλισμένες αποδείξεις ιστορικότητας στα παρασκήνια των σύγχρονων οινοποιείων. Ελάχιστα πράγματα θυμίζουν πια τη θρυλική τριλογία «θέρος, τρύγος, πόλεμος». Ανάμεσά τους κι οι φωτογραφίες αυτές, που τις λυπήθηκε ο χρόνος και δεν τις χάλασε.
Χιλή, 1910. Ξυπόλυτοι, βρόμικοι και τόσο μα τόσο ευτυχισμένοι οι δυο μικροί (κολλητοί ή αδέρφια άραγε:), επιδεικνύουν με καμάρι το κοφίνι τους και τα ζουμερά τσαμπιά τους έναν αιώνα μετά.
Πορτογαλία, 1951. «Κι ήτανε ο πόλεμος γιορτή…», κάθε που τέλειωνε ο τρύγος για το νέο porto και έφευγαν τα εργαλεία της δουλειάς και έρχονταν τα όργανα, οι μουσικές κι η νύχτα.
Πορτογαλία, 1951. Όχι, δεν είναι σκηνή από την «Κυρά μας, τη μαμή». Ο Ορέστης Μακρής, εμ…συγγνώμη, ο κύριος με την τραγιάσκα αριστερά χαράσσει το κλαρί που κρατάει στα χέρια του, ώστε να ξέρει πόσα κοφίνια πέρασαν για την αποθήκη.
Ισπανία 1954. «Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά και το βαρύ καημό τους να θάψουν κατεβαίνουνε στο υπόγειο καπηλειό»… Στη Jerez de la Frontera, την πρωτεύουσα του σέρι, τότε που οι εργάτες το βραδάκι μετά τον τρύγο μαζεύονταν να τα πουν και να τα πιουν – σα στιχάκι του Τάσου Λειβαδίτη.
ΠΗΓΗ: I COOK GREEK T.16 • PHOTOS: Hulton-Deutsch Collection/CORBIS/Apeiron, φωτογραφία τίτλου Henri Cartier-Bresson