Άλλος κερατάς και δαύτος. Ένας άλλος πρώην συνεργάτης του τον αναφέρει στο βιβλίο του με το καθόλου κολακευτικό ψευδώνυμο «ο τρισκατάρατος». Εγώ θα είμαι περισσότερο ευγενής. Ηπίων τόνων, που λένε, πάντα…
Αυτός λοιπόν ο μπουνταλάς, γόνος καλής οικογενείας των Επτανήσων, μοναχογιός και αγνώμων, άφησε τη μάνα του να σαπίσει μόνη της, όμως την περιουσία την καρπώθηκε και την έβγαλε στο σφυρί έναντι πινακίου φακής, για να γίνει …εκδότης. Ήταν ο μόνος τρόπος για να γαμήσει, ο μικροτσούτσουνος. Και να γαμηθεί βεβαίως. Γιατί αυτό το σπορ είχε γίνει μόδα στους πέριξ του Λυκαβηττού δρόμους. Κι όποιος το αρχίσει μια φορά, δεν το παρατάει ποτέ. Η ηδονή της πίσω πόρτας, άπαξ και παραβιαστεί, δεν σ’ αφήνει ούτε στον τάφο. «Πρώτα πεθαίνει ο άνθρωπος και μετά το χούι του». Αθάνατη λαϊκή σοφία. Βέβαια, το πράγμα είχε παραγίνει. Στον μικρό εκδοτικό οίκο προσλαμβάνονταν αδελφές, λεσβίες, τρανς και όλα τα εξωτικά φρούτα. «Εδώδιμα – αποικιακά», όπως η ταμπέλα του συνοικιακού μπακάλη στο λιμάνι της Καλαμάτας, δίπλα στα μπουρδέλα, εκεί που κατοικοέδρευε ο αμερικάνικος στόλος (6ος, 7ος, δεν θυμάμαι).
Το φρούτο όμως είχε παραωριμάσει κι άρχισε να σαπίζει. Ειδικά όταν έγινε το μεγάλο σκάνδαλο, που έφτασαν τα φορτηγά να ξεφορτώσουν βιβλία στο υπόγειο και τους όρμηξαν οι λυσσασμένες αδελφές και τους ξετσιμπούκιασαν… Από τις φωνές, τις οιμωγές και τις κραυγές …πόνου (γιατί άρχισε και το πισωγλέντι κάποια στιγμή), μαζεύτηκαν οι γείτονες, φώναξαν και τα περιπολικά, ενεπλάκησαν κι αυτοί στο τρικούβερτο γλέντι, μέχρις ότου μια θεούσα της διπλανής πολυκατοικίας τους έκανε μήνυση κι έτρεχαν όλοι να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα.
Αυτό λοιπόν το σούργελο, μου είχε αναθέσει να κάνω κάτι μεταφράσεις ασήμαντων αλλά εμπορικών βιβλίων, με ψευδώνυμο – για να μην εκτεθώ, είχα και μια λογοτεχνική τιμή να σώσω… Εγώ γηροκομούσα τη μανούλα μου στις καλύτερες ιδιωτικές κλινικές κι έκλεινα τους καλύτερους γιατρούς για να την επισκέπτονται κατ’ οίκον. Μιλάμε, ΤΑ λεφτά… Έκανα κι εγώ διασκευές χαζών μπεστ-σέλλερ, αυτά μοσχοπωλούσαν κι εγώ έπαιρνα κάτι ψιχία… Εκείνη όμως τη φορά δεν πήρα τίποτα. Δούλεψα τρεις μήνες, Ιούνιο-Ιούλιο-Αύγουστο, τρία λουμπάγκο έπαθα μέσα στο κατακαλόκαιρο, παρ’ όλο που από τη ζέστη είχα λιώσει σαν παγωτό χωνάκι, αλλά λεφτά δεν είδα ούτε με κιάλι. Γιατί; Γιατί ο κύριος αυτός νόμιζε – νόμιζε, λέει – ότι εγώ θα του έκλεβα το τεκνό (φτου φτου μακριά από μένα – μια τραβεστί αισχίστου είδους, χυδαία, κλέφτρα, ψεύτρα και τζουρνεύτρα, είχε φεσώσει όλη την Αθήνα σε δανεικά κι αγύριστα)… Ο τύπος λοιπόν που νόμιζε ότι βλέπω τον δικό του κρυφά τις νύχτες, αφού όλη την ημέρα δούλευα σα σκλάβος σε φυτεία ο ταλαίπωρος, αποφάσισε μονομερώς να ενεργοποιήσει μια ρήτρα του ιδιωτικού συμφωνητικού που είχαμε υπογράψει, με αποτέλεσμα, αντί να με πληρώσει να μου ζητάει κι αποζημιώσεις για διαφυγόντα κέρδη!!! Το έχω ξαναδεί το έργο. Ξανά και μανά. Ο καλός μου χαρακτήρας κι η αγαθή μου διάθεση φταίνε. Εγώ δεν είπα τίποτα. Πήρα τα μπογαλάκια μου και μετακόμισα σε άλλον κλέφτη που διατηρούσε …οίκο. Τον καταράστηκα όμως να μην τα χαρεί τα λεφτά που μου έφαγε. Γιατί θα πήγαιναν σε ιερό σκοπό.
Πέρασαν χρόνια και δεν τον ξανασυνάντησα, μάθαινα όμως νέα του. Η Αθήνα ένα χωριό γύρω από τον Λυκαβηττό. «Κακό χωριό τα λίγα σπίτια». «Μικρό χωριό κακοί γειτόνοι». Τελικά, ο τύπος πτώχευσε, αφού διασύρθηκε, καταδικάστηκε τελεσίδικα, του κοινού ποινικού δικαίου που λένε, έπαθε θηριοειδή (!) κι έγινε σαν την καρέτα-καρέτα με πλατυποδία κι όλοι του γύρισαν την πλάτη, με πρώτη την ευνοούμενη τραβεστί, που ήταν και τρομοκράτισσα και κατέληξε στον Κορυδαλλό (αυτή μέσα στο κελί κι αυτός στο επισκεπτήριο με το ζεμπίλι σαν τεθλιμμένη χήρα). Αυτά παθαίνουν οι εχθροί μου. Γι’ αυτό, να …προσέχετε!!!