Το Εμπόριον, λοιπόν, βρίσκεται περίπου 138 χλμ. βόρεια της Βαρκελώνης, στην επαρχία της Τζιρόνα, και αρκετά κοντά στα γαλλικά σύνορα. Αν και δεν έχει ανασκαφεί ακόμη ολόκληρος ο χώρος όπου κάποτε εκτεινόταν η ελληνική και αργότερα η ρωμαϊκή πόλη,
εντούτοις συγκεντρώνει το ζωηρό ενδιαφέρον της ισπανικής αρχαιολογικής κοινότητας και αποτελεί σταθερά πόλο έλξης για Ισπανούς και Γάλλους. Σε καμιά άλλη αρχαία πόλη, άλλωστε, δεν ανακαλύφτηκαν ποτέ τόσο λεπτομερή στοιχεία για μια πόλη όπου επί αιώνες συνυπήρξαν ο ελληνικός, ο ρωμαϊκός και ο ιβηρικός πολιτισμός. Μια βόλτα ανάμεσα στα ευρήματα της αρχαίας πολιτείας μάς ταξιδεύει σε εποχές λίγο πολύ άγνωστες για μας τους Ελληνες, που ωστόσο περιγράφουν ένα κομμάτι της ιστορίας δύο χωρών: της Ελλάδας και της Ισπανίας.
ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΕΙΧΗ
Μονάχα το 25% του αρχαιολογικού χώρου έχει εκσκαφεί πλήρως. Παρ’ όλ’ αυτά, ο περίπατος ακόμη και στο ένα τέταρτο της αρχαίας πολιτείας αποκαλύπτει εντυπωσιακές εικόνες και λεπτομέρειες της τότε καθημερινής ζωής. Στο ελληνικό κομμάτι του Εμπορίου σώζεται σήμερα το νεότερο τμήμα της πόλης, η Νεάπολη. Εδώ, λοιπόν, μπορούμε να δούμε ερείπια του τείχους, που, αν και αποσπασματικά, μαρτυρούν την ισχυρή οχύρωση της περιοχής. Μια πρώτη ματιά φέρνει στον νου τα κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών, με τους τεράστιους ογκόλιθους, μόνο που ετούτα εδώ χτίστηκαν πολύ αργότερα απ’ ό,τι στο βασίλειο των Ατρειδών. Εδώ τα τείχη χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 2ου π.Χ. αι., και για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν μεγάλες ποσότητες ασβεστόλιθου, καθώς και υλικά από μια παλαιότερη οχύρωση που βρισκόταν στην περιοχή από τον 4ο π.Χ. αι., επίσης ελληνικής κατασκευής. Φαίνεται πως με την ανάπτυξη της πόλης και την ανάγκη επέκτασης των κατοικιών, το παλιό τείχος περιόριζε σημαντικά τις χωροταξικές δυνατότητες.
Στη νέα οχύρωση δέσποζαν δύο ψηλοί, τετραγωνικοί πύργοι και μια οχυρωματική κατασκευή στο νότιο τμήμα της, από τα οποία σήμερα δυστυχώς δεν σώζονται παρά κάποια υπολείμματα, ελάχιστα μεν για να αντιληφθεί ο επισκέπτης την τότε εικόνα της περιοχής, αρκετά ωστόσο για τους αρχαιολόγους ώστε να εξηγήσουν με πολλές λεπτομέρειες το πολεοδομικό σχέδιο της οχύρωσης.
Δε θέλει ρώτημα. Το πιο εντυπωσιακό εύρημα στον αρχαιολογικό χώρο του Εμπορίου είναι ο ανδριάντας του Ασκληπιού. Υψους άνω των 2 μέτρων, το άγαλμα του θεού της Ιατρικής ανακαλύφθηκε στον χώρο που λόγω του ευρήματος διαπιστώθηκε πως ήταν το θεραπευτικό ιερό της πόλης, το Ασκληπιείο. Χτισμένο κι αυτό χάρη στην επέκταση της πόλης, το Ασκληπιείο περιέκλειε τρεις λατρευτικούς ναούς, χώρους αναμονής και προσευχής των ασθενών καθώς και το άδυτο του ιερέα του θεού.
Σήμερα στον χώρο βλέπουμε τα τετραγωνικά περιγράμματα του λατρευτικού συγκροτήματος, με το άγαλμα του θεού να ξεχωρίζει από μακριά. Δεν πρόκειται ασφαλώς για τον πρωτότυπο ανδριάντα αλλά για ένα αντίγραφο: το αυθεντικό εύρημα, η πιο πολύτιμη αρχαιολογική ανακάλυψη στην περιοχή, φυλασσόταν επί πολλά χρόνια στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καταλονίας, στη Βαρκελώνη, και μόλις το 2008 μεταφέρθηκε στο παράρτημα του μουσείου, στον ίδιο τον χώρο του Εμπορίου, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την έναρξη των ανασκαφών.
Οταν έρθετε στο Εμπόριον, θα πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτείτε το μουσείο και να δείτε εκεί τον ανδριάντα: φωτισμένος, σε μαύρο φόντο, ο Ασκληπιός φαντάζει υπέροχα επιβλητικός, σαν να μην πέρασε από πάνω του ούτε μία μέρα από τότε που διέσχισε τη Μεσόγειο για να έρθει έως εδώ. Κι όμως, έτσι είναι: το άγαλμα αυτό δεν κατασκευάστηκε εδώ αλλά στην Ελλάδα, και κατά πάσα πιθανότητα στη Δήλο. Φτιαγμένο σχεδόν εξ ημισείας από πεντελικό και παριανό μάρμαρο, είναι ένα από τα αριστουργήματα της δηλιακής γλυπτικής, και σίγουρα αποτελεί το πιο μακρινό από την Ελλάδα εύρημα αρχαιοελληνικής κατασκευής. Δεν είναι και λίγο να βρεθεί ένα γλυπτό, τέτοιων διαστάσεων μάλιστα, 2.000 χλμ. μακριά από το… σπίτι του!
ΕΜΠΟΡΙΟΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ
Ο θεός της Ιατρικής είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής του Εμπορίου, δεν μονοπωλεί ωστόσο το ενδιαφέρον. Η Αγορά, η Στοά, το ιερό του Σέραπι Δία, οι δεξαμενές, τα εργαστήρια επεξεργασίας του αλατιού και ο εντυπωσιακός κυματοθραύστης στην παραλία κερδίζουν το δικό τους μερίδιο «δημοσιότητας» στον αρχαιολογικό χώρο. Ο κυματοθραύστης, μάλιστα, από τα πιο εμβληματικά ευρήματα της αρχαίας πολιτείας, δεν ανακαλύφτηκε από την αρχαιολογική σκαπάνη: το αντίθετο, η σκόνη των αιώνων δεν τον σκέπασε ποτέ, ήταν πάντοτε ορατός και επί αμέτρητα χρόνια επιτελούσε το έργο για το οποίο κατασκευάστηκε, εκεί γύρω στον 1ο μ.Χ. αι. Και οι διαστάσεις του, συνολικού μήκους 82 μέτρων, πάχους 6 και ύψους 6,50 μέτρων φανερώνουν πως μάλλον έκανε αρκετά καλά τη δουλειά του.
Τέλος, στο νότιο μέρος του αρχαιολογικού χώρου εκτείνεται η ρωμαϊκή πολιτεία, το Emporiae. Στρατιωτική εγκατάσταση αρχικά, εξελίχτηκε αργότερα σε ρωμαϊκή βάση και έπειτα σε κανονική πολιτεία, υπό την κυριαρχία πια των Ρωμαίων.
Αν και μέχρι σήμερα οι ανασκαφές δεν έχουν φέρει στο φως παρά το 20% της ρωμαϊκής πολιτείας, μπορούμε να δούμε στον χώρο υπολείμματα σπιτιών, τειχών και της συνέλευσης, του ρωμαϊκού φόρουμ. Σε ένα μάλιστα από τα σπίτια διατηρείται σχεδόν ανέπαφο ένα εκπληκτικής λεπτομέρειας ψηφιδωτό που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του δαπέδου της οικίας, που προφανώς ανήκε σε κάποιον ανώτερο αξιωματούχο του ρωμαϊκού Emporiae.
Ευχαριστούμε τον Dr. Joaquim Monturiol, υποδιευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου Καταλονίας στο Empuries, και τον Eusebi Ayensa Prat, διευθυντή του Ινστιντούτου Θερβάντες Αθηνών, για την πολύτιμη βοήθειά τους.
Η… ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ
Eίναι 24 Οκτωβρίου 1909. Η έξαψη όλων στο συνεργείο ανασκαφών στο Empuries (Εμπούριες), δύσκολα περιγράφεται με λόγια: η σκαπάνη των αρχαιολόγων μόλις χτύπησε πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο και όλοι, με πρώτο τον επικεφαλής των εργασιών Εμίλι Γκαντία (Emili Gandia), εύχονται αυτή να είναι επιτέλους η ανακάλυψη που τόσο καιρό περιμένουν.
Τα λίγα λεπτά που περνούν μέχρι να καταφτάσει στο σημείο και ο υπεύθυνος της όλης προσπάθειας, ο αρχιτέκτονας και πολιτικός Τζουζέπ Πουτς ι Καδαφάλκ (Josep Puig i Cadafalch), φαντάζουν αιώνες. Καθώς το μάρμαρο σιγά σιγά καθαρίζεται, αποκαλύπτεται η μεγαλοπρεπής σιλουέτα ενός αγάλματος αρχαιοελληνικής τεχνοτροπίας. Δεν είναι ολόκληρο· λείπει το κομμάτι από το στέρνο και πάνω, που θα βρεθεί ωστόσο κι αυτό λίγο παραπέρα, μιαν εβδομάδα αργότερα. Είναι ο θεός της ιατρικής, ο Ασκληπιός, που έπειτα από αιώνες έρχεται ξανά στο φως, για να διηγηθεί ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της Καταλονίας. Και μάλιστα τη στιγμή που οι Καταλανοί το χρειάζονται περισσότερο από καθετί…
Στα τέλη του 19ου αι. και τις αρχές του 20ού, ολόκληρη η Καταλονία ζει έντονα το κίνημα της «Αναγέννησης», μια κοινωνική κινητοποίηση που στόχο έχει την επανάκτηση των θεσμών, της γλώσσας και της μισοχαμένης πια εθνικής ταυτότητας.
Μετά την υποταγή της Βαρκελώνης το 1714 στην κορώνα της Καστίλης, οι καταλανικοί θεσμοί είχαν σταδιακά διαλυθεί ενώ η γλώσσα είχε απαγορευτεί στη δημόσια εκπαίδευση ήδη από το 1857, με τον περίφημο «Νόμο Μογιάνο», που καθιστούσε υποχρεωτική τη διδασκαλία της ισπανικής στα σχολεία. Ετσι, εκεί γύρω στα μέσα του 19ου αι. ο πνευματικός κόσμος της Καταλονίας, καλλιτέχνες (κυρίως οι νεοεμφανιζόμενοι μοντερνιστές), συγγραφείς και εμβληματικές προσωπικότητες όπως ο ακαδημαϊκός Πομπέου Φάμπρα μπαίνουν μπροστάρηδες σ’ αυτήν την πρωτοβουλία που πραγματικά βοήθησε τα μέγιστα ώστε οι Καταλανοί να ανακτήσουν μέρος της χαμένης κοινωνικής συνοχής αλλά και της αυτοπεποίθησής τους.
Σημαντικό βάρος της προσπάθειας της «Αναγέννησης» επωμίζονται οι αρχαιολόγοι, ιδιαίτερα όταν ο ίδιος ο πρόεδρος της Καταλανικής Κοινότητας Ενρίκ Πρατ ντε λα Ρίμπα γράφει στα 1906: «Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στους αρχαιολόγους, εκείνοι είναι που μας παρέχουν αυτό που χρειαζόμαστε: την ψυχή της Καταλονίας».
Για τους υπέρμαχους της «Αναγέννησης», είναι σημαντικό να καταδείξουν πως κάποιοι πρόγονοί τους κατάγονται από την κλασική Ελλάδα, πως ένα κομμάτι της ίδιας της ψυχής τους έχει γεννηθεί στον θεϊκό Ολυμπο! Και η αρχαιολογική σκαπάνη θα τους κάνει τελικά τη χάρη, ακριβώς σε μια περίοδο που οι ανασκαφές στο Εμπορείον έμοιαζαν ατελέσφορες…
Ετσι, 200 περίπου χρόνια μετά την εγκατάλειψή του, το Εμπόριον γίνεται ξανά κέντρο του ενδιαφέροντος· και όχι μόνο! Η ανασκαφή της αρχαίας πόλης από τους Γκαντία και Καδαφάλκ γίνεται πλέον εθνική υπόθεση και με εξαίρεση τα χρόνια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (1936-1939) οι εργασίες δεν θα σταματήσουν μέχρι και σήμερα.
Το 2008 γιορτάστηκαν τα 100 χρόνια από την έναρξη των ανασκαφών, με την επιστροφή του αγάλματος του Ασκληπιού από τη Βαρκελώνη στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Εμπούριες ενώ εν έτει 2012 έχει ανασκαφεί περίπου το 25% του αρχαιολογικού χώρου.
Σήμερα, το Εμπορείον αποτελεί πια το πιο σημαντικό αρχαιολογικό μνημείο ολόκληρης της Ισπανίας, ανοιχτό βιβλίο ενός από τους πρώτους ιβηρικούς πολιτισμούς αλλά και «επιβεβλημένη» ιστορική επίσκεψη για όλους τους μαθητές και φοιτητές της Ισπανίας.
ΠΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΙΒΗΡΙΚΗ;
Ηδη από τον 7ο αι. π.Χ., αυτόχθονες Iβηρες, συγκεντρωμένοι σε μικρούς οικισμούς, κατοικούσαν στη θέση που σήμερα βρίσκεται η Empuries, διατηρώντας συχνές εμπορικές επαφές με Φοίνικες και Eλληνες, ανταλλάσσοντας κυρίως σιτηρά με κρασί. Στα 576 π.Χ. Φωκείς έμποροι αποφάσισαν να εγκαθιδρύσουν μια δική τους βάση δίπλα σε αυτούς τους οικισμούς, δημιουργώντας μια από τις πρώτες ελληνικές αποικίες στην ιβηρική χερσόνησο.
Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων γράφει πως η αρχική θέση της νέας βάσης, η Παλαιά Πόλις, ήταν σε ένα μικρό νησάκι ακριβώς στις τότε εκβολές του ποταμού Fluvia (Φλουβιά), που σήμερα πια αποτελεί μέρος της ξηράς. Καθώς ο οικισμός αναπτυσσόταν, η ανάγκη για περισσότερο χώρο ώθησε γρήγορα τους κατοίκους να μετακινηθούν περίπου μισό χιλιόμετρο νοτιότερα, στο κομμάτι της Νέας Πόλης, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος. Η αποικία ονομάστηκε Εμπόριον και η ανάπτυξή της, χάρη στη στρατηγική της θέση αλλά και τη συνεργασία αποίκων και αυτόχθονων Ιβήρων, έφτασε γρήγορα σε αξιοσημείωτα επίπεδα: ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. το Εμπόριον έκοψε και χρησιμοποιούσε το δικό του νόμισμα, με τα διακριτικά της πόλης.
ΤΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ
Για την αμυντική προστασία του Εμπορίου, τον 4ο αι. π.Χ. κατασκευάστηκε τείχος από ασβεστόλιθο στη νότια πλευρά της Νέας Πόλης. Δύο αιώνες αργότερα το τείχος μετατοπίστηκε περίπου 25 μ. νοτιότερα, φτάνοντας να καλύπτει μια έκταση 200 μ. επί 130 μ., χωρίζοντας παράλληλα το Εμπόριον και από τους ιβηρικούς οικισμούς.
Από αυτήν την οχυρωματική κατασκευή, αλλά και τις μεταγενέστερες προσθήκες που ιστορικά γνωρίζουμε πως έγιναν, έχουν ανακαλυφθεί μονάχα κάποια τμήματα, κυρίως στην πλευρά της σημερινής εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο.Με την επέκταση των τειχών, ο χώρος που απελευθερώθηκε χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την ανέγερση λατρευτικών κτιρίων και ναών, όπως το Σαραπείον, ναός αφιερωμένος στον Δία Σάραπιν και την Ισιδα. Σημαντικότερο όλων, όμως, ήταν ασφαλώς το Ασκληπιείο, αφιερωμένο στον θεραπευτή θεό της ιατρικής. Λατρευτικό και θεραπευτικό κέντρο συνάμα, το Ασκληπιείο συγκέντρωνε αμέτρητους πιστούς που έρχονταν από πολύ μακριά με την ελπίδα να απαλλαγούν από μακροχρόνια προβλήματα υγείας που τους ταλαιπωρούσαν.
Το συγκρότημα του Ασκληπιείου αποτελούσαν τρεις συνολικά ναοί και το άδυτον, όπου διανυκτέρευαν οι ασθενείς, προκειμένου να εξαγνιστούν και στη συνέχεια να περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους για να λάβουν την πολυπόθητη θεραπεία από τον Ασκληπιό. Στο βάθος του κυρίως ναού, εκεί που μόνο ο αρχιερέας είχε δικαίωμα να μπει, βρισκόταν το μεγαλοπρεπές άγαλμα του Ασκληπιού, με ύψος πάνω από δύο μέτρα. Δεν είχε φτιαχτεί εδώ στο Εμπόριον αλλά μάλλον στη Δήλο και για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο για το μεγαλύτερο μέρος του και παριανό για το τμήμα από το στέρνο και πάνω. Είναι το ίδιο άγαλμα που έπειτα από 2.000 χρόνια θα ανακαλύψει η αρχαιολογική ομάδα του Emili Gandia· μέχρι τότε όμως θα μεσολαβήσουν πολλά ακόμη…
Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΚΜΗ
Μέχρι τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. το Εμπόριον διατηρούσε ακόμη τη μεγάλη οικονομική του ισχύ στη Δυτική Μεσόγειο, απολαμβάνοντας την ευημερία που του εξασφάλιζαν οι εμπορικές του δραστηριότητες. Από το Εμπόριον θα πάρει μάλιστα το όνομά της και ολόκληρη η ευρύτερη περιοχή, που σήμερα ονομάζεται Empurda (Εμπουρδά), εύγλωττη απόδειξη του κύρους της πόλης. Η εποχή αυτή, ωστόσο, σηματοδοτεί την όλο και αυξανόμενη παρουσία των Ρωμαίων στην περιοχή, κάτι που σε βάθος χρόνου θα σημάνει και την αρχή του τέλους για την ελληνική πόλη.
Το 218 π.Χ., κατά τη διάρκεια του 2ου Καρχηδονιακού Πολέμου, αποβιβάστηκε στο Εμπόριον ισχυρή στρατιωτική δύναμη από τη Ρώμη, με επικεφαλής τον Γάιο Κορνήλιο Σκιπίωνα. Σκοπός τους ήταν να ανακόψουν τον ανεφοδιασμό του Καρχηδόνιου στρατηλάτη Αννίβα, που κατευθυνόταν προς την Αιώνια Πόλη· θα καταφέρουν, ωστόσο, κάτι παραπάνω: να θεμελιώσουν τη ρωμαϊκή παρουσία στην ιβηρική, φτάνοντας μέχρι τη σημερινή Ταρραγόνα και την ευρύτερη περιοχή του ποταμού Εβρου.
Το 195 π.Χ. ο Μάρκος Πόκιος Κάτων εγκατέστησε δίπλα ακριβώς στο Εμπόριον μια στρατιωτική βάση, που δεν άργησε να αναπτυχθεί και γύρω στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. έφτασε ουσιαστικά να ενωθεί με το Εμπόριον, σχηματίζοντας τη ρωμαϊκή πια πόλη Municipium Emporiae. Μετά την ολοκληρωτική κατάκτηση της Ισπανίας από τους Ρωμαίους και ιδιαίτερα μετά το 48 π.Χ. και την επικράτηση του Ιούλιου Καίσαρα στην αναμέτρησή του με τον Πομπήιο ?το Emporiae είχε ταχθεί υπέρ του δεύτερου? η πόλη άρχισε πλέον να παρακμάζει.
Τρεις αιώνες αργότερα, η Νέα Πόλη και το ρωμαϊκό τμήμα του Emporiae όπως το ονόμαζαν οι Ρωμαίοι? είχε ήδη εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους, που μετοίκησαν στην Παλαιά Πόλη και τον σημερινό Sant Marti d’Empuries (Σαντ Μαρτί ντ’Εμπούριες).
Κατά την περίοδο αυτή, ένα κομμάτι της εγκαταλελειμμένης πόλης χρησιμοποιήθηκε μάλιστα ως νεκροταφείο. Χρειάστηκε να περάσουν κοντά πέντε αιώνες και οι Φράγκοι να επικρατήσουν των Αράβων στην περιοχή, για να ακουστεί και πάλι το όνομα του Εμπορίου.
Τον 8ο αι. μ.Χ. έγινε πρωτεύουσα κομητείας, τίτλο που κράτησε μέχρι και τον 11ο αι. όταν και μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα λίγο βορειότερα, στο Castello d’Empuries (Καστελιό ντ-Εμπούριες).
Καθώς οι γειτονικές πόλεις Gerunda (Γερούνδα, σημερινή Girona, Τζιρόνα), Barcino (Μπαρκίνο, η σημ. Βαρκελώνη) και Tarraco (Ταράκο, η σημερινή Ταρραγόνα) αναδεικνύονταν σε νέα εμπορικά και οικονομικά κέντρα, το Sant Marti d’Empuries παρήκμασε πια οριστικά. Τον 17ο αι. ντόπιοι ψαράδες ίδρυσαν στη νότια πλευρά του κόλπου Roses την πόλη L’Escala (Λ’Εσκάλα) και για την κατασκευή των σπιτιών τους μετέφεραν αρκετές πέτρες από το Εμπόριον στη νέα πόλη, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικό υλικό. Η πάλαι ποτέ ισχυρή εμπορική δύναμη της περιοχής έμελλε πια να παραδοθεί στην αφάνεια για πολλούς αιώνες…
Κείμενο: Γιάννης Μαντάς
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Σαρρής
Περισσότερα στο Έθνος