Στη χώρα της φαιδράς πορτοκα-ελαίας, όλοι έχουν το θάρρος και παίρνουν το λόγο σα να είμαστε ίσα κι όμοια και γνωριζόμαστε από παλιά. Μάλιστα. Ποιος ξέρει; Ίσως. Από μια άλλη ζωή.
Πρωινό καλημέρισμα στο ταξί. Μπαίνω αγχωμένος να προλάβω να πάω στη δουλειά. Κάθομαι στο πίσω κάθισμα. Λέω στον οδηγό με μία αναπνοή τον προορισμό μας. Γυρίζει εκείνος πίσω ενόσω οδηγεί και χωρίς να τραβήξει το κάθισμα του συνοδηγού μπροστά (χαλκομανία έχω καταντήσει στην πίσω ταπετσαρία) και λέει: «Σιγά κύριος. Θα πάθεις κανένα έμφραγμα. Όλα αυτά εσύ τα είπες; Μωρέ μπράβο!». Εγώ ανεβάζω το τζάμι γιατί μόλις έχω βγει από το ντους και φυσσάει ένας διαβολεμένος βοριάς. «Σιγά μην μου κρυώσεις και πάθεις μητρικά!». Δεν απαντώ. Αποφασίζει να γίνει πιο διαλλακτικός: «Μυρίζεις σαν τσιχλόφουσκα φράουλα». Αυτό το βρίσκω τουλάχιστον σουρεαλιστικό και απαντώ: «Αποσμητικό χώρου βάζω. Δεν χρησιμοποιώ κολώνια γιατί είμαι ευρύχωρος». «Δεν συμφέρει, εεε;», μου λέει κλείνοντας το μάτι, δήθεν ότι μπήκε στο νόημα. Αμέσως μετά η σχέση μας κάνει κοιλιά και βάζει στο ραδιόφωνο κάποιον πολιτικό αναλυτή που βγάζει άναρθρες κραυγές λες και απευθύνεται στους Ζουλού ή στους Μάου-Μάου (δεν έχω τίποτα με τους ανθρώπους αυτούς – μια χαρά είναι – εννοώ οι πολιτικοί αναλυτές). Φτάνουμε στον προορισμό μας κι αφού με κλέψει στα ρέστα και δεν μου δώσει απόδειξη με …ξεβγάζει λεκτικώς (σιγά που θα μου άνοιγε την πόρτα να κατέβω): «Γειά σου φιλάρα. Και να προσέχεις. Είσαι εξηγημένος!».
Φτάνω κάθιδρος στο γραφείο. Στην είσοδο ο θυρωρός μου πιάνει κουβέντα και με ρωτάει τι να ψηφίσουμε. Αντιπαρέρχομαι χαριτωμένα την δεύτερη πρωινή πρόκληση οικειότητας. Δεν είμαστε όλοι μια οικογένεια για να ανταλλάσσουμε συμβουλές επί προσωπικών θεμάτων. Η ψήφος είναι μυστική. Ή μήπως όχι;
Ανεβαίνω στο γραφείο, ανάβω το κομπιούτερ και κάθομαι. Δεν προλαβαίνω να πάρω μια ανάσα και να χαιρετίσω τον ήλιο πάνω από τα δέντρα του απέναντι κήπου, ιδού και η υπάλληλος του κυλικείου, δεκαεπτά ετών με τρίχρονο κοριτσάκι (να της ζήσει!). Με κερνάει καφέ, περιποιημένο και ξεγυρισμένο. Μοιάζω καλός πατέρας για την κόρη της. Μετά μου λέει ότι αγόρασε σπίτι αυτοκίνητο, έπιπλα, αυτοκίνητο με δικά της λεφτά. «Δεν θέλω να επιβαρύνω τους γονείς μου. Με τρεις συντάξεις ζουν οι άνθρωποι – κομμένες!». Την κοιτάζω μάλλον με απορία. Για να σπάσω τον πάγο τη ρωτώ: «Και πού αφήνεις το μωράκι όταν λείπεις;». «Μα φυσικά, στον παιδικό σταθμό, απέναντι από το σπίτι μου – γι’ αυτό το αγόρασα σε τόσο ακριβή περιοχή». «Καλά, ποιος δημοτικός σταθμός ανοίγει έξι η ώρα το πρωί;» ερωτώ αφελώς, ως εάν να προέρχομαι από άλλον πλανήτη και μετά απορώ γιατί οι πάντες με αποκαλούν «ούφοοοοοοοο». «Μα δεν είναι δημόσιος ο παιδικός σταθμός! Είναι ιδιωτικόόόόςςςςςςςςς!!!», μου απαντάει προσβεβλημένη, γυρίζει την πλάτη της και φεύγει. Στη δεξιά ωμοπλάτη τατουάζ με δράκοντα, τρομακτικό, δίχρωμο, η γλώσσα κόκκινη, ξερνάει φωτιές. Κάνω το σταυρό μου και πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά. Έχω γραμμάτια να πληρώσω, τόκους δανείων να εξοφλήσω, υποχρεώσεις, να ξεχρεώσω και την καθαρίστρια της πολυκατοικίας, που της χρωστάω τρία μηνιάτικα, ο σαλός διαχειριστής! Μα πώς να μου φτάσουν τα λεφτά, όταν πληρώνω και τα κοινόχρηστα κι εκείνων που δεν έχουν; Ο προηγούμενος διαχειριστής έφυγε κλέβοντας το αποθεματικό. Δεν τον κυνηγήσαμε στα δικαστήρια. «Άνθρωπος είναι κι αυτός», σκεφτήκαμε. «Ποιος ξέρει ποια ανάγκη να τον έζωσε, ποιος διάβολος τον καβάλησε, ποιας Μιχαλούς τα χρωστούμενα ξωφλάει;». Και με αγαθή χριστιανική καρδιά, τον συχωρέσαμε. Αααααχ, εν ζωή θ’ αγιάσω εγώ. Ο Άγιος Μάκης! (από το Γερασιμάκης, παρακαλώ – Κεφαλλονίτης βέρος – κι ας μας λένε μουρλοκεφαλλονίτες – δεν ξέρουν…). Ουφ! Ανάσανα. Πάει κι αυτό το διήγημα.