Από τον κριτικό λογοτεχνίας Κωνσταντίνο Μπούρα
Ο Χρήστος Ναούμ γράφει σαν χρονοταξιδιώτης από άλλη εποχή που προσγειώνεται στη σκληρή κι ανόητη, σκοταδιστική και μεσαιωνική εποχή μας, τη λουσμένη στο αίμα, στη βία, στον φανατισμό, στη μισαλλοδοξία. Προερχόμενος από έναν πνευματικό κόσμο Κάλλους έλκεται αφηγηματικώς από την Ασχήμια, με την αθωότητα ενός παιδιού που μαθαίνει τι είναι το σεξ.
Όμως η νοσταλγία του για την Παράδεισο είναι παραδειγματική και υποδειγματική. Ρομαντικά συναισθηματικός και καυστικώς θυελλώδης, αφηγείται με τη σωστή δόση κυνισμού τις τρυφερές ιστορίες του, λατρεύει το Θηλυκό στοιχείο μέσα από το αρχετυπικό σύμβολο της Σελήνης, είναι ετεροπαθώς και ετεροκεντρικός, δεν δοξάζει τον εαυτό του και δεν αυτοψυχαναλύεται. Τουλάχιστον, όχι άμεσα. Είναι γνώστης της Πανανθρώπινης Ψυχής και ως ιατρός σωμάτων θεραπεύει και το Συλλογικό μας Ασυνείδητο. Ένας δερματολόγος-αφροδισιολόγος μετά από τριάντα χρόνια νοσοκομειακής εμπειρίας, έχοντας ακούσει κι έχοντας δει, έχοντας – κυρίως – ψυχανεμιστεί τον πόνο και τις ενοχές των βασανισμένων ανθρώπων, αντί να σκληρύνει, σκύβει με συμπάθεια στην ανθρώπινη φύση και την ανατέμνει διεξοδικώς και μεθοδικώς.
Τα διηγήματά του με τον εύστοχο τίτλο «Γυμνός σε κοινή θέα» (τι άλλο κανείς δηλαδή κάθε καλός συγγραφέας), που εκδόθηκαν πρόσφατα από τον Καστανιώτη, είναι απέραντοι κόσμοι σε περιορισμένη ανθρώπινη κλίμακα, είναι πυρκαγιές στη νύχτα, είναι φρυκτωρίες που αναγγέλλουν το καλό νέο ότι ο Άνθρωπος δεν πέθανε ακόμα, παρά την Κρίση όσων απεργάζονται το Κακό του.
Βαθιά αισιόδοξα μέσα από τη μελαγχολική διάθεση και την αναπότρεπτη φιλοσοφική θλίψη των προσώπων, τα διηγήματα του Χρήστου Ναούμ βρίθουν παθών, ανατροπών, αντιστίξεων. Το στοιχείο της Αντίθεσης, αντάμα με αυτό της Ειρωνείας είναι πρωταρχικό του συγγραφικού του ύφους κι αντισταθμίζει την τόση ενσυναίσθηση, την άμετρη ευαισθησία, την ανεπιφύλακτη φιλανθρωπία, την άνευ όρων και ορίων Αγάπη (ως ανώτερη μορφή και πνευματική διαβάθμιση του ζωώδους ενστικτώδους έρωτα). Αυτό αποκαλύπτεται κι από τα motti που επιλέγει στα διηγήματά του. Οι προθέσεις ενός συγγραφέα είναι σημαντικές για τον κριτικό. Ας διαβάσουμε λοιπόν κάτω από το διήγημα με τίτλο «Πρωτεϊνικά μόρια»: «Τι σχέση έχει με την αγάπη ο έρωτας; Η αγάπη είναι αυταπάρνηση, ο έρωτας εγωισμός», Άγγελος Τερζάκης (1907-1979), Έλληνας συγγραφέας. Προσέξτε την αναγραφή της ημερομηνίας θανάτου. Λεπτομέρεια; Όχι, βέβαια. Ο καλός συγγραφέας κινείται ως φωτοβολταϊκό τόξο ανάμεσα στις τραυματικές στιγμές γεννήσεως και θανάτου. Και κάτω από το αμέσως προηγούμενο διήγημα με τίτλο «Όνειρο ή παραμύθι;» διαβάζουμε ως μόττο: Ο έρωτας ξεγυμνώνει τα σώματα. Η φιλία ξεγυμνώνει τους χαρακτήρες», C. S. Lewis 1898-1963), Ιρλανδός συγγραφέας. Κι επειδή ο καλός χειρουργός τίποτα δεν αφήνει στην Τύχη, η σήμανση της χώρας καταγωγής του διεθνούς λογοτέχνη σημαίνει πολλά για τον επαρκή αναγνώστη. Είναι μια έμμεση υπενθύμιση των πολιτιστικών συμφραζομένων από τα οποία προερχόμεθα και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στην οποία εμβαπτιζόμεθα καθημερινώς εκόντες-άκοντες.
Στο επίπεδο της αφηγηματικής τεχνικής, διαπιστώνουμε λεπτομερείς περιγραφές με ζωγραφικές αξιώσεις, ρομαντικές αποχρώσεις, αναλυτικές αναφορές σε συμπτώματα ασθενειών, αντιθέσεις και αντιστίξεις.
Στο επίπεδο της θεματολογίας, η λατρεία της Ασχήμειας ως νοσταλγία του Κάλλους.
Στο επίπεδο της ρυθμολογίας, το μελοδραματικό θέατρο σε όλο του το μεγαλείο.
Στο επίπεδο της ιδιολέκτου, επεξεργασμένη καθομιλουμένη με υγιώς αφομοιωμένα λόγια στοιχεία.
Στο επίπεδο της αισθητικής, έτσι θα ήθελα να γράφουμε και να διαβάζουμε όλοι, αν δεν ζούσαμε σε βάρβαρους και βιαστικούς καιρούς.
Φίλε Χρήστο Ναούμ, υποκλίνομαι στην Αθωότητα και στο Ήθος σου.
Κωνσταντίνος Μπούρας