Το τι ακούω ο έρμος να μου διηγούνται, είναι άλλο πράμα! Έλεος και πάλι έλεος. Τι έλεος δηλαδή; Έλος, θα λέγαμε καλύτερα ως γλωσσομαθείς κριτικοί και άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών. Που λέτε λοιπόν, έρχονται οι μαθητές του ρέικι και μου αραδιάζουν κάτι ιστορίες να σου σηκώνεται η τρίχα. Οι πιο τρελές είναι οι ψυχολόγες, ακολουθούν οι θεατρολόγες, με κορυφαίες τις ηθοποιούς, που είναι και σκηνοθέτες και συγγραφείς και σκηνογράφοι και ενδυματολόγοι, βεβαίως, βεβαίως. Τι να πω η άνθρωπους; Τέτοια αμετροέπεια, τέτοια έλλειψη μέτρου σε όλες τις εκδηλώσεις και σε όλες – μα όλες, απαξάπασες – τις εκφάνσεις του βίου, μόνον αυτή η φυλή έχει να επιδείξει. Μάλιστα, μάλιστα. Και για να σα μην σας κουράζω τα ώτα και τα μάτια, ξεκινώ:
Ιστορία πρώτη: Η γιαγιά της μιας – από την Ανατολική Θράκη, παρακαλώ, καλά τους τα έσουρνε ο Ευριπίδης στην «Εκάβη» – έβαζε κάτω λέει τους τρεις γιους της, με το που κλείνανε τα δέκα τρία ακριβώς, τους πήγαινε στο χωράφι, ανώρθωνε με τεχνητές μαλάξεις το …κοντάρι τους και καθόταν επάνω με την εξής θυμόσοφη «λαϊκή» δικαιολογία: «εμείς στην οικογένειά μας τα δοκιμάζουμε τα αρσενικά για να δούμε αν είναι καρπερά». Τύφλα να έχει η Ιοκάστη και ο Οιδίποτας (κατά το ηδύποτον). Κι αν «όλα τα παιδιά ονειρεύονται να κοιμηθούν με τη μητέρα τους», όπως λέει η γηραιά κι έμπειρη περί τα αυτά ηρωίδα του Σοφοκλή, φαίνεται πως και μερικές μανάδες θέλουν να αντικαταστήσουν τον σύζυγο με τον υιό, συνήθως τον πρωτότοκο, ο δευτερότοκος γίνεται αδελφή (η μπινές – στην καλύτερη περίπτωση), γιατί του τον χώνει ο πρωτότοκος για να μην του πάρει την πρωτοκαθεδρία, ενώ ο τριτότοκος γίνεται νοικοκυρά με την …ποδιά, ειδικά αν δεν υπάρχουν θηλυκά στην οικογένεια. Μάλιστα, μάλιστα. Φυσικά υπάρχουν κι οι εξαιρέσεις περισσότερο φιλικών και διπλωματικών διακανονισμών. Αλλά τα θηλυκά είναι πλέον ευάλωτα στη βία των αρσενικών και πολλές φορές μάνα και κόρη μισούνται θανάσιμα. Καλά, για το μίσος πατέρα-γιου δεν συζητάμε. Είναι αυταπόδεικτο. Εκτός να μετατραπεί σε «σύμπλεγμα του αντι-Οιδίποδα», οπότε το παιδί (το αγόρι) αναζητεί για πάντα την ανεπανάληπτη τριχωτή πατρική αγκαλιά. Τι γράφω ο άνθρωπος; Σα μάρτυρας του καιρού μου νιώθω, που θα γελάνε οι εξωγήινοι μέχρι τελικής πτώσεως, έτσι κι ανακαλύψουν τα γραπτά μας πουθενά και καταφέρουν να τα αποκωδικοποιήσουν. Που λέτε… Συνεχίζω ακάθεκτος.
Δεύτερη ιστορία. Αυτή από το κοντινό Αίγιο και την ευρύτερη περιοχή της Πάτρας, αυτού του πανάρχαιου εμπορικού λιμανιού, που μάζευε κάθε καρυδιάς-καρύδι: η πύλη προς την Αδριατική και τη Δύση, γενικώς. Εκεί είναι γνωστό το συνήθειο με το …λουκούμι που κερνάνε τους γυμνασιόπαιδες, τους φαντάρους, τους ανύπαντρους, τους στερημένους, τους λιμασμένους, τους καθυστερημένους (και όχι μόνον) προκειμένου να «τους κάτσουν» και να ικανοποιήσουν τις αν-οίκειες (κυριολεκτικώς) ορέξεις τους με την οικειότητα και τον ωχαδερφισμό που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος στην ελληνική επαρχία. «Δώστου θάρρος του χωριάτη και θ’ ανέβει στο κρεβάτι».
Την ιστορία αυτή μου τη διηγήθηκε αυτήκοος και αυτό-βλεψίας μάρτυρας κι ανάγεται σε δεκαετία του 1970 προς 1980 (προς το τέλος της χούντας των συνταγματαρχών και …μετά): ένα καθυστερημένο, αλλά «έξυπνο χαζό» της περιοχής, που περιερχόταν όλη την ημέρα τας ρύμας και τας οδούς πάνω σε ένα ξεχαρβαλωμένο σκουριασμένο ποδήλατο είχε μετατραπεί ακουσίως και χωρίς τη συναίνεσή του βεβαίως σε πόρνη όλων των ανδρών και σε επιβήτορα όλων των χηρών, ζωντοχηρών, πεινασμένων γυναικών της περιοχής. Μέχρι κι από την Πάτρα κι από τα γύρω χωριά ερχόντουσαν να το κεράσουν ένα λουκούμι. Βεβαίως, εκείνος τα πρόδιδε όλα μετά, αλλά ποιος να πιστέψει ένα χαζό, που δεν μιλούσε καλά τα ελληνικά κι αντί να πει «ο Μήτσος, ο λεωφορειατζής έχυσε μέσα μου» έλεγε «δεν τον θέλει αυτόν γιατί μέσα κατουράει» (σικ και sic και άρρωστο γενικώς». Απολαυστικές ήταν οι αναπαραστάσεις του για τους ρέκτες του είδους στα επαρχιακά καφενεία και ζαχαροπλαστεία, που τον κερνούσαν γλυκό του κουταλιού και πάστα σοκολατίνα (τεράστιος είχε γίνει ο κακομοίρης – επτακόσια το ζάχαρο είχε φτάσει!). Έδειχνε λοιπόν με παντομίμα και νοήματα πώς γαμάει τον ιδιοκτήτη του βενζινάδικου, αφού αυτός πρώτα τον τσιμπουκώσει κανονικά για να του σηκωθεί και να γίνει σαν ιστός το παλαμάρι του καθυστερημένου. Μετά «ντούκου-ντούκου» (μεταγραφή σε λόγο της εκφραστικότατης κίνησης της λεκάνης του παιδιού με την ταυτόχρονη χρήση αμφοτέρων των χειρών όπως αγκιστρώνονται στους ώμους της πισωγλέντισσας για να διευκολύνουν τη βιαιότητα της παλινδρομικής διείσδυσης – μάλιστα! Ακριβής επιστημονική περιγραφή για να καταλάβουν οι αναγνώστες του μέλλοντος που δεν θα κατάγονται από τον πίθηκο και δεν θα έχουν καμία σχέση με τον Δαρβίνο). Βεβαίως, η τοπική κοινωνία έκανε τα στραβά μάτια, όταν δεν διασκέδαζε, το «μυστικό» έμενε καλά κρυμμένο [δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να κρύψεις ένα μυστικό από το να το ξέρουν όλοι και να τους δέσεις με ένα νήμα συνενοχής άρρηκτο – το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πέος του διπλανού – ή αν δεν εξυπηρετήσεις τον πλησίον σου, ποιον θα εξυπηρετήσεις τον εχθρό σου;]. Αυτά τα ολίγα και νοσηρά από παλιές εποχές, που άφησαν το στίγμα τους στο παρόν και επαναλαμβάνονται στα κλειστά τσιμεντένια κουτιά των αστικών ή αγροτικών πολυκατοικιών. Η μόνωση τοίχων κι αυτιών έκανε καλά τη δουλειά της. Κι αν δεν ήταν η τηλεόραση, οι κίτρινες φυλλάδες και οι σκανδαλοθηρικές κουτσομπόλες παντός φύλου, δεν θα μαθαίναμε παρά τα πιο ακραία από δαύτα. Τι να σας πω φίλοι μου; Πολύ καθυστερημένο το ανθρώπινο είδος. Σπήλαια και βάλε. Πολύ πριν το βλέπω καθηλωμένο. Κι όταν παρατηρώ εκείνον τον παιδεραστή θεολόγο να ξετρελαίνεται για τηγανητές πατάτες με τριμμένης μυζήθρα, ρίγανη και στυμμένο λεμόνι επάνω μου κυλάνε τα συκώτια και μου έρχεται να τον δείρω, τόπι στο ξύλο να τον κάνω, ειδικά όταν κρυφοκοιτάζει τα παιδιά που κάνουν γυμναστική και ξερογλείφεται… Κι ας πάσχει από θηριο-ειδή. Δεν θα του χαρίσω. Κι αν δεν ήμουνα συγγραφέας να τον κάνω ρεζίλι στην αιωνιότητα, δεν ξέρω κι εγώ τι θα είχε κάνει… Ουφ, κουράστηκα. Πάω να πιάσω το Μάη με τη φίλη μου τη Τζένη, δημοσιογράφο εξ Ιταλίας και …Κυψέλης. Αμάν πια με αυτή την πραγματικότητα. Δεν σε αφήνει να αγιάσεις. Εμένα οι σκέψεις μου είναι γεμάτες πουπουλένια συννεφάκια σε καταγάλανο ουρανό, λουλούδια, μέλισσες, παπαγαλάκια που τραγουδάνε σαν κοτσύφια που μιμούνται τα αηδόνια. Τα όνειρά μου είναι σα μωρού παιδιού. Και μετά ξυπνάω και προσγειώνονται σε αυτή την ανώμαλη, σκληρή, ρηχή και βαλτωμένη πραγματικότητα. Κινούμενη άμμος η ζωή μας. Και το τέλος χέρι πριν βουλιάξει, θα κρατάει το γραπτό μας, σα μαρτυρία, σα διαθήκη, που θα τη σκουριάσει ο Καιρός, ανεξίτηλα… τα στίγματά του επάνω στο γραπτό στερνό μας λόγο. Ματαιότης ματαιοτήτων. Αλλά και πάλι, τι να κάνουμε; Να μη μιλάμε, να μη βλέπουμε; Αυτιστικά θα γίνουμε; Ίσως να είναι κι αυτή μια λύση. Πόσο τα καταλαβαίνω τα νεογέννητα, όταν έρχονται από υψηλά πεδία και βρίσκονται εγκλωβισμένα στο γήινο σαρκίο τους μέσα σε αυτήν την αηδιαστική πραγματικότητα! Κοιτάνε γύρω τους και δεν βρίσκουν τίποτα κοινό με αυτούς που νομίζουν ή θα ήθελαν να είναι η οικογένειά τους. Παραφουσκωμένα θηλαστικά που κοιτάνε μόνο να ικανοποιήσουν τις κατώτερες ζωικές ανάγκες τους. Σεξ-εξουσία-χρήμα. Τι να κάνουνε οι ταλαίπωρες ψυχούλες που ήρθαν εδώ (κατέβηκαν εδώ) για να μας σώσουν; Μόνη παρηγοριά τα δελφίνια και τα ηλιοβασιλέματα. Σαφής υπόμνηση ότι όλο αυτό το μαρτύριο θα τελειώσει κάποτε, θα κοιτάξουμε για τελευταία φορά τον ουρανό και θα κλείσουμε τα μάτια, για να βουλιάξουμε στο άρρητο Φως, το ανέσπερο. Αμήν. Γέγονε!