Οι όζοι του θυρεοειδούς, μονήρης ή πολλαπλοί, είναι από τις πιο συχνές παθήσεις του ενδοκρινικού συστήματος και συχνά, η ανακάλυψή τους είναι τυχαία, συνήθως μετά από ΩΡΛ εξέταση, ή μετά από υπερηχογράφημα τραχήλου για ψηλαφητά ογκίδια ή αγγειακές παθήσεις.
Ο όζος είναι μία εντοπισμένη διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα. Αν η διόγκωση δεν είναι εντοπισμένη, αλλά σε όλο το λοβό, τότε μιλάμε κλινικά για βρογχοκήλη.
Αυτή με τη σειρά της μπορεί να εκφράζει μια διάχυτη διόγκωση, ομότιμη όλου του αδένα ή πολυοζώδη διόγκωση (κατά εστίες), όζους δηλαδή σε διάφορα σημεία του αδένα.
Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για απλή διάχυτη βρογχοκήλη, ενώ στη δεύτερη για απλή οζώδη βρογχοκήλη.
Τώρα, εάν πάνω σε αυτές τις μορφολογίες του αδένα, υπάρχει και αυξημένη παραγωγή ορμονών ( υπερθυρεοειδισμός ), τότε μιλάμε, στην περίπτωση του εντοπισμένου όζου για τοξικό αδένωμα (ή Νόσος Plummer), στη περίπτωση της διάχυτης βρογχοκήλης για υπερθυρεοειδισμό (Ν.Graves-Basedow), και στην οζώδη βρογχοκήλη για τοξική οζώδη βρογχοκήλη.
Συνήθως ο μονήρης όζος, για να αρχίσει να παράγει προκαλώντας υπερθυρεοειδισμό και να μετατραπεί σε τοξικό αδένωμα (Νόσος Plummer ), πρέπει να έχει μεγάλο μέγεθος (>3cm).
Σε όλες τις περιπτώσεις αυξημένης παραγωγής θυρεοειδικών ορμονών (τοξικής βρογχοκήλης), ο οργανισμός απορρυθμίζεται παρουσιάζοντας όλα τα συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού, όπως:
νευρικότητα, ανησυχία, ευερεθιστότητα, δυσανεξία στη ζέστη, αυξημένη εφίδρωση, εύκολη κόπωση, αδυναμία, μυικές κράμπες, κλπ..
Η συμπτωματολογία της μη τοξικής βρογχοκήλης καθορίζεται από το μέγεθος της και συνεπώς από την πίεση γειτονικών οργάνων.
Ο ασθενής προσέρχεται εξαιτίας διόγκωσης στην περιοχή του τραχήλου, δύσπνοια και βήχας εξαιτίας πίεσης της τραχείας, βράγχος φωνής, δυσφαγία από πίεση του οισοφάγου και σπάνια αιμορραγία.
Όσον αφορά τα Aίτια της βρογχοκήλης , το πιο γνωστό παγκοσμίως αίτιο είναι η ‘Eλλειψη Iωδίου, σαν βασικό συστατικό της θυροξίνης. Επομένως η έλλειψή του συμβάλλει στην μειωμένη παραγωγή θυρεοειδικής ορμόνης.
Άλλα αίτια είναι:
- Φάρμακα, όπως η προπυλθειοουρακίλη, το λίθιο και η φαινυλβουταζόνη .
- Διάφορες βρογχοκηλογόνες τροφές όπως τα λάχανα του γένους Brassica.
- Περιβαλλοντικοί παράγοντες , όπως ακτινοβολία.
- Σωματικές μεταλλάξεις του υποδοχέα της TSH, δυσορμονογένεση.
- Κληρονομικές διαταραχές σύνθεσης των θυρεοειδικών ορμονών.
Η διάγνωση των μονήρων όζων και της βρογχοκήλης , γίνεται κλινικά με την ψηλάφηση, αλλά κυρίως με το υπερηχογράφημα. Μπορεί να ζητηθεί σπινθηρογράφημα, έγχυση δηλαδή ραδιενεργού φαρμάκου, αλλά έχει μικρότερη διαγνωστική αξία σήμερα.
Σπινθηρογραφικά, οι όζοι που προσλαμβάνουν το ραδιοϊσότοπο, λέγονται θερμοί όζοι και συνήθως είναι καλοήθεις, ενώ σε ένα πολύ μικρό ποσοστό (<4%) μπορεί να είναι κακοήθεις.
Αντιθέτως, οι λεγόμενοι ψυχροί όζοι, αυτοί δηλαδή που δεν προσλαμβάνουν το φάρμακο όταν γίνεται η εξέταση του σπινθηρογραφήματος, σε μια αναλογία 5-10% αποδεικνύονται ιστολογικά κακοήθεις .
Στην απόφαση για χειρουργική αντιμετώπιση, σημαντικό ρόλο παίζει η παρακέντηση των όζων του θυρεοειδούς (FNA ή βιοψία θυρεοειδούς με λεπτή βελόνα), η οποία καθορίζει εάν ο θυρεοειδής έχει κακοήθεια ή όχι.
Οι ασθενείς με όζους του θυρεοειδούς, πρέπει να υποβάλλονται σε διαγνωστική παρακέντηση με λεπτή βελόνα (FNA):
1) εάν ο όζος είναι δ >1 εκ.,
2) έχει ανώμαλα όρια και αποτιτανώσεις,
3) έχει αυξημένη αιμάτωση και
4) η ελαστογραφία τον χαρακτηρίζει σκληρό, στοιχεία που αυξάνουν
την πιθανότητα για κακοήθεια.
Σημαντικό πάντως είναι ότι περίπου ένα 5% των βιοψιών με λεπτή βελόνα, είναι ψευδώς θετικές και ένα 5% είναι ψευδώς αρνητικές. Έτσι, τα αποτελέσματα της βιοψίας είναι ακριβή σε ποσοστό 90%, όπως επιβεβαιώνεται από μετέπειτα χειρουργική αντιμετώπιση του ασθενούς.
Εάν η βιοψία (FNA), επιβεβαιώσει ότι ο όζος είναι καλοήθης, ο ασθενής παρακολουθείται από τον ενδοκρινολόγο.
Εάν επιβεβαιωθεί η ύπαρξη κακοήθειας ή η υποψία κακοήθειας, τότε οδηγείται στο χειρουργείο.
Πάντως γενικότερα η θεραπεία της βρογχοκήλης δεν είναι ενιαία, αλλά καθορίζεται από διάφορους παράγοντες, όπως η λειτουργικότητά της (τοξική, μη τοξική) , καθώς και το μέγεθος και τα συμπτώματα που προκαλεί. Μπορεί δηλαδή ο ασθενής να πάρει φαρμακευτική αγωγή, ή να οδηγηθεί στο χειρουργείο.
Στο χειρουργείο, συνήθως, εκτός από τη θετική ή ύποπτη FNA, οδηγείται και κάθε αποτυχία φαρμακευτικής αγωγής, η μεγάλη βρογχοκήλη που προκαλεί πιεστικά φαινόμενα και η καταδυόμενη βρογχοκήλη, όταν υπάρχουν παρενέργειες κατά τη διάρκεια της φαρμακευτικής αγωγής όπως ακοκκιοκυτταραιμία, καθώς και κάθε επιδείνωση εξόφθαλμου, παρά τη φαρμακευτική αγωγή.
Στην ομάδα μας, κάθε ασθενής που οδηγείται στο χειρουργείο παραπέμπεται υποχρεωτικά από ενδοκρινολόγο, που σημαίνει ότι δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπισθεί με φάρμακα, επομένως η μόνη λύση είναι η χειρουργική αντιμετώπιση.
Ιωάννης Ζουριδάκης,
Γενικός Χειρουργός