Κι αν οι κλοσάρ της ζωής μου ήταν λιγοστοί, οι τρελοί ήταν άπειροι («ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε»). Αυτή η δημοκρατικότητά μου θα με φάει κι η ανεκτικότητά μου, που πηγάζει από την φιλοσοφική πεποίθησή μου περί ισότητας κι αδελφοσύνης όλων των ανθρώπων πάνω στη γη. Όμως τη Δικαιοσύνη, την ανταποδοτικότητα, την ενεργειακή ισορροπία, την ευγνωμοσύνη και την ευχαριστία, τη λησμονούν συχνά οι άνθρωποι. Κι αν δεν βάλεις τα όρια εσύ ο ίδιος, ποιος άραγε θα τα βάλει για λογαριασμό σου;
Τι να πρωτοθυμηθώ τι να ξεχάσω από τα τόσα που έζησα!!! Ας πάμε πρώτα στον σχιζοφρενή συμφοιτητή με την χειροβομβίδα. Στο δεύτερο πτυχίο (που έδωσα κατατακτήριες και μπήκα ενόσω δούλευα – τέτοιος μαζοχισμός!) είχα έναν εικοσάχρονο συμφοιτητή που μίλαγε μέχρι τότε 35 (!!!!) ξένες γλώσσες, ήταν ευφυέστατος, επιμελέστατος και μοιραζόμασταν σημειώσεις (κανονίζαμε να πηγαίνω εγώ στα απογευματινά μαθήματα κι αυτός στα πρωινά – το απόγευμα έδινε μαθήματα ελληνικής σε μετανάστες – ουγγρικής και ρουμανικής σε επίδοξους φοιτητές και ούτω καθεξής…). Ήταν τόσο αγαστή η συνεργασία μας και κολλήσαμε τόσο πολύ σαν παρέα, παρ’ όλο που ένιωθα μιαν κάποιαν απροσδιόριστον απέχθειαν, που έφτασα να του δώσω και δεύτερο κλειδί του σπιτιού μου, για να κάνει τα μαθήματά του εκεί (στον ξενώνα – τουτέστιν στο δωματιάκι των ξένων, με γραφείο και υποδοχή για κομπιούτερ). Πού τον έχανες πού τον εύρισκες κλειδαμπαρωμένον στο δωματιάκι να παραδίδει … μαθήματα. Προσφέρθηκε μάλιστα να μου πληρώνει κι ενοίκιο – ήταν από ευκατάστατη οικογένεια της Θάσου – αλλά εγώ – περήφανος εκ γενετής και γενναιόδωρος μέχρις ανοησίας – δεν δέχτηκα. Ευτυχώς… Όλα φαινόντουσαν να πηγαίνουν μια χαρά. Μπήκαμε και στο μεταπτυχιακό «δίπλωμα εξειδίκευσης», μια καινούργια καριέρα διαφαινόταν μπροστά μου, για να εγκαταλείψω διαπαντός την ανιαρή δουλειά του μηχανολόγου μηχανικού και τους ατέλειωτους αριθμούς, αλλά τα …νούμερα που μάζεψα στη ζωή μου, εξ αιτίας της αγαθοεργούς βλακείας μου, με εμπόδισαν να διαπρέψω. Κι από υποψήφιος λέκτορας πανεπιστημίου βρέθηκα …στέλεχος σε κατασκευαστική εταιρεία. Τέλος πάντων. «Περυσινά ξινά σταφύλια». «Στενή μου κρίση να σε είχα πρώτα».
Μία ωραίαν πρωίαν που ήμουνα στο γραφείο και δούλευα και περίμενα με αγωνίαν να έρθει το Σαββατοκύριακο και να συνεχίσω την εκπόνηση της διδακτορικής μου διατριβής, χτύπησε το κινητό, άκουσε τη σεμνή, χαμηλή φωνή του ιδανικού συμφοιτητή, να με ρωτάει ντροπαλά: «Μήπως άνοιξες το σακίδιο που άφησα χθες κατά λάθος στο σπίτι σου;». «Όχι, βεβαίως», απάντησα εγώ απορημένος κι αφηρημένος. Ο άλλος έκλεισε ικανοποιημένος το τηλέφωνο. Εγώ έμεινα για μερικά λεπτά ενεός, μέχρι να καταλάβω τι είχα ακούσει… Σαν τα χρηματοκιβώτια κι εγώ. Έχω χρονο-καθυστέρηση!!! Με το που συνήλθα πήρα αμέσως ταξί κι έτρεξα στο σπίτι μου, πριν τον φιλοξενούμενο. Ούτως ή άλλως, αυτός θα πήγαινε με το ποδήλατο. Από τα Μελίσσια μέχρι τα Εξάρχεια είναι μακρύς ο δρόμος. Όρμηξα στον ξενώνα, βρήκα ένα λερωμένο σακίδιο ώμου που κάποτε θα ήταν μαύρο και τώρα είχε ένα απροσδιόριστο γκρι-σκατί χρώμα, το άνοιξα προσεκτικά κι έμεινα άναυδος… «Μένω άναυδος – μένω Σόλωνος». Αφού συνειδητοποίησα με μια ματιά το αδόκητον περιεχόμενον (τι περούκες – τι καλσόν – τι βαφτικά – τι χειροβομβίδες!!! Μάλιστα, καλά ακούσατε-διαβάσατε). Φώναξα αμέσως τον έμπιστο κλειδαρά της γειτονιάς, να αλλάξει όλες τις κλειδαριές (από την είσοδο της πολυκατοικίας, μέχρι την είσοδο του διαμερίσματος, αλλά και της ταράτσας). Μέχρι να τελειώσουν όλ’ αυτά να ᾽σου κι ο επιμελής φοιτητής. Με μια ματιά κατάλαβε την κατάσταση, μάζεψε τα πράγματά του και μπήκε στο ασανσέρ με το …ποδήλατο. Λίγο πριν κλείσει η πόρτα, τον ρώτησα: «Καλά, όλα τ’ άλλα, την χειροβομβίδα, τι την ήθελες;». «Να στην πετάξω, αν μου επιτεθείς να με …βιάσεις». Έμεινα άναυδος για άλλη μια φορά, κι από τότε εξακολουθώ, συνεχώς, να εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου, την απαράμιλλη ευπιστία μου, την καλή καρδιά, την αρχαιοελληνική φιλοξενία. Εννοείται ότι από τότε πέρασαν ακριβώς δεκαπέντε χρόνια μέχρι να κοιμίσω άνθρωπο στο σπίτι μου. Αυτή τη φορά ήταν ένας μοναχός από το Θιβέτ. Άγιος άνθρωπος. Από το ένα άκρο στο άλλο. Έχει ο θεός και για εμάς τους αφελείς. «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτοί ελεηθήσονται». Ούτε καν αυτό το άλλοθι δεν έχω. Προς άρσιν παρεξηγήσεων, σας τονίζω ότι η ιστορία είναι φανταστική, ουδεμίαν σχέσιν έχει με την πραγματικότητα. Γράφτηκε για το χαρίεν του πράγματος, ανησυχο-ανίας ένεκα και ενεργειακής εξάρσεως, ήτις ευρίσκει φιλολογικήν εκτόνωσιν εις την δημιουργικήν γραφήν. Αλλά κι η φαντασία έχει τα όριά της. Μερικά πράγματα ούτε στα μυθιστορήματα δεν γίνονται. Ευπειθώς, Ελευθέριος Μπαλζάκ, συνάδελφος του Βόκτωρος …Ουγκού. Θα κουφαθώ με αυτά που διαβάζω γράφοντας. Οπωσδήποτε.