Από την πολλή κατάφαση έπαθε Πάρκινσον στο τέλος. Yesman, πώς το λένε παιδί μου αυτό στα ελληνικά; Θα κοιτάξω στο facebook να δω μήπως υπάρχει κάποια σχετική ανάρτηση… Α, μπα, τίποτα.
Οι γνωστές αισθηματολογίες: λουλουδάκια, γατάκια, σκυλάκια, αλέες σε χρώμα μωβ, ο σεισμός στο Νεπάλ με μελανές φωτοσκιάσεις, ο πόνος του άλλου βάλσαμο στο πρόβλημα το δικό μας κι ομοιοπαθητική, είμαστε ακόμα ζωντανοί, ποτέ δεν θα πεθάνουμε κουφάλα νεκροθάφτη!!! Περάσαμε πολλά εμπόδια μέχρι το παρά πέντε της επιλεκτικής αφασίας μας. Κόψαμε τις σχέσεις με την κυρία Πραγματικότητα, πήραμε διαζύγιο και σαλπάραμε ελεύθεροι για τα εσωτερικά τοπία. Κι εσύ, διευθυντικό στέλεχος σε τράπεζα, από τις πολλές συσκέψεις και την πολλή κατάφαση έπαθες κάτι σαν Πάρκινσον. Όχι, δεν είναι κάποια γνωστή νευρολογική νόσος αυτό που έχεις. «Τρόμος», λέγεται, «αγνώστου αιτιολογίας». Μάλιστα, ό,τι δεν χωράει στα κιτάπια της Ιατρικής Επιστήμης λέγεται κάπως έτσι «ίωση αγνώστου αιτιολογίας», εγκεφαλοπάθεια, νευροπάθεια, ανικανότητα, και ούτω καθ’ εξής. Μάλιστα, μάλιστα… Τι εποχή κι αυτή! Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια. Ορίστε! Καταλήξαμε να μιλάμε με παροιμίες και γνωμικά σαν τους γέρους στα καφενεία, σαν τις μοιρολογίστρες στο ξενύχτι του μακαρίτη. Σαν χορωδία εκπεσόντων αγγέλων που το μετάνιωσε και κλαίει τη χαμένη γη της Επαγγελίας. Και ποιος δεν θα την έκλαιγε; Μόνον ο Ηρακλής ανήλθε στον Όλυμπο, αφού κάηκε ζωντανός στη νεκρική πυρά. Και η Κάλλας. Πεθαμένη εκείνη. Ή μήπως όχι; Περάσανε τα μεγαλεία, φίλε μου. Περάσανε. Έλεγε μια ξεχασμένη σταρ του κινηματογράφου στα βαθιά γεράματα. Μέχρι κι ο Χάροντας την είχε ξεχάσει. Πού να την κουβαλάει τώρα στην αντίπερα όχθη; Μάλιστα. Ο πυρετός. Το φλέγμα στον εγκέφαλο. Η παλιά ιγμορίτιδα που εξακοντίζει το πύον στα μηνίγγια κι απειλεί ν’ αποφράξει τους αεραγωγούς που διώχνουν την αγκούσα από τις έλικες. Τους έλικες του αεροπλανοφόρου γυαλίσαμε καλά πριν απογειωθούμε. Δεν είχαμε προβλέψει μόνον ότι θα σώνονταν τα τρόφιμα από μια παλιά χιλιομπαλωμένη τρύπα στο ντεπόζιτο. Το τρακτέρ του πατέρα. Εκείνο που έμαθες να οδηγείς και το άφησες να πάει ολοταχώς προς το βάλτο, να βυθιστεί, να ησυχάσουμε. Το κόλπο έπιασε και σ’ άφησε ήσυχο στα βιβλία σου. Παλαιά φυγή, καινούργιος πόνος. Με τον πόθο ξεμπερδέψαμε, όχι νωρίς, σχετικά αργά θα έλεγα. Στα πενήντα πέντε. Με την κλιμακτήριο. Τι δύσκολο να γράφεις και να είσαι ο εαυτός σου. Ενώ το νιώθεις καλά, πως κάποιος άλλος γνέθει τη φυγή σου, σε όστρακα βουλωμένα από τη σιωπή. Ρημαγμένα. Αμμωνίτες. Κατέβασα μια ωραία φωτογραφία απολιθώματος από το ίντερνετ στην «Επιφάνεια εργασίας» του υπολογιστή μου. Αρχαιολογίες. Σε λίγο θα γελάνε οι άνθρωποι με αυτά τα μεγαθήρια. Θα αρκεί να σκέφτονται κάτι κι εκείνο θα υλοποιείται εμπρός τους παρευθύς. Τετρασδιάστατο. Θα μπορούν να ανακαλούν τη μνήμη μας, τη σκέψη, τη φωνή και τη μυρωδιά μας ακόμα. Μελλοντολογικός πνευματισμός. Πώς θα ήταν άραγε αν φωνάζαμε πνεύματα από το μέλλον, πνεύματα ζωντανών που δεν έχουν πεθάνει, ή – ακόμα – και αγέννητων; Υπέρβαση του συμβατικού χωρόχρονου. Έμαθα ότι ένας δεκαπεντάχρονος πρώην αυτιστικός απειλεί να καταρρίψει την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας που δόξασε τον Αϊνστάιν και τον μετέτρεψε – όχι σε μια νύχτα, βεβαίως – σε πανανθρώπινο σύμβολο εξυπνάδας. Όμως ο μικρός που είχε την τύχη να έχει μια γενναία μάνα, που έγραψε μάλιστα και βιβλίο για τον κανακάρη της, φιλοδοξεί να καταρρίψει και τη γελοία θεωρία για το “Big Bang”. Τι ηλιθιότητα, αλήθεια!!! Τα πάντα στη φύση ανασαίνουν και πάλλονται. Γιατί όχι και το Σύμπαν; Πού είσαι Ηράκλειτε, να γελάσεις με καθηλωμένες στο αναπηρικό καροτσάκι ομιλούσες κεφαλές γεμάτες κακία για την ανθρωπότητα και μίσος ανοργασμικό! Ας είναι. Ο καθένας τιμωρείται ανάλογα με τον αδήριτο συμπαντικό νόμο της Αιτίας και του Αποτελέσματος.
Ας γυρίσουμε όμως στη νόσο Πάρκινσον. Όταν ήμασταν παιδιά, σκληρά κι απειθάρχητα, σκέτα τερατάκια, και συνηθίζαμε να αλλάζουμε στην πίσω αυλή του σχολείου, στριμωγμένοι ανάμεσα στα κάγκελα και τις τουαλέτες, για να φορέσουμε τις φόρμες γυμναστικής ή τα παντελονάκια ποδοσφαίρου-μπάσκετ-βόλεϊ, βλέπαμε συχνά-πυκνά τον ιατρό ακτινολόγο, δεύτερο γιο του παπά, να μας παρατηρεί δήθεν αδιάφορα, στο άσχετο και στο τυχαίο, ειδικά όταν κατουρούσαμε ή δείχναμε στους άλλους τις τρίχες που πρωτοεμφανίζονταν στο εφηβαίο μας. Ήταν τόσο μεγάλο το ταρακούνημα της κεφαλής του τότε, που ο κακομοίρης δεν μπορούσε να κρύψει ούτε τη νόσο του Πάρκινσον ούτε το σαράκι της παιδεραστίας που του έτρωγε την καρδιά και τον έκανε να νιώθει παρίας κι απόβλητος. Έπαιρνε μία γκλίτσα κι έβγαινε με τις ώρες περίπατο στην εξοχή. Μανιακή εμμονή με τη υγεία και τους φυσικούς τρόπους «πατάξεως του σακχαρώδου διαβήτου». Ήταν πραγματικά όμως αξιολύπητος. Μιλούσε μόνος του, χειρονομούσε, διαπληκτιζόταν φωναχτά με ανύπαρκτους (ή αόρατους συνομιλητές), κάποτε του έπεφτε και το ραβδί από το χέρια χωρίς να το καταλάβει. Γύριζε πίσω, κούναγε το κεφάλι, αριστερά-δεξιά, σαν τα σκυλάκια στο πίσω τζάμι των αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως, ή στο μπροστινό τζάμι των λεωφορείων δίπλα στον οδηγό. Μια φορά, μας διηγιόταν ο ίδιος, βρίσκεται στο ραβδί του επάνω να έχει κουλουριαστεί ένα φίδι. Το είδε για σημάδι. Τι να κάνει; Το ραβδί είχε συναισθηματική σημασία γι’ αυτόν. Μπορεί και συμβολική. Του το είχε χαρίσει ένας τσοπάνης, ένας βοσκός με τον οποίον νταραβεριζόταν χρόνια μέχρι που εκείνος πέρασε από τη εφηβεία στο στρατό, έβγαλε μουστάκι, άντρειεψε, παραμεγάλωσε και δεν του έκανε πια του ρέκτη των ελληνορωμαϊκών άτριχων αγαλμάτων. Μείναν όμως φίλοι από μακριά. Ανταλλάσσανε και καμιά κουβέντα όταν δεν τους έβλεπε κανείς. Βλέπεις, ο κτηνοτρόφος είχε παντρευτεί. Ήταν και πολύτεκνος. Μάλιστα κάποια στιγμή διορίστηκε κι από τη χούντα αγρ(ι)οφύλακας. Λένε ότι τιμωρούσε με ένα δικό του σύστημα τους παραβάτες, τους «κλέπτοντας οπώρας»: τους έδενε σε ένα δέντρο με τριχιά (κατά προτίμησιν σε ελιά γέρικη, με κουφάλα και φιδοφωλιά στη βάση της – ή σε πλάτανο δίπλα σε ρυάκι ή χείμαρρο ορμητικό), τους άλειφε με μέλι, τους γύμνωνε κι άφηνε σφήκες και μυρμήγκια να οργώνουν το άτυχο δροσερό κορμί τους. Εκτός εάν… Εκτός εάν, δείλιαζαν και τον παρακαλούσαν γονυπετείς να τους κανονίσει …αλλιώς. Άλλο που δεν ήθελε βέβαια ο ρέκτης, το μυστικό έμενε για πάντα μεταξύ τους, η ατίμωση βλέπεις ήταν καθοριστική τότε, η ρετσινιά έμενε για πάντα, η μουντζούρα δεν ξεπλενόταν ποτέ από το κούτελο [κοινώς μέτωπο], η «σκιά» ακολουθούσε για πάντα τον «χαλασμένο» και τα σπασμένα κωλοβάρδουλα δεν ήταν και η καλύτερη σύσταση για ένα νέο της παντρειάς. Όπως κι ο μονός …όρχις. Όμως γι’ αυτό φρόντιζε ο Στρατός. Η Στρατολογική υπηρεσία βάφτιζε τους …μονάρχιδες βοηθητικούς Γιώτα Τρία, δεν τους έδινε όπλο, το έγραφε μάλιστα και στο απολυτήριό τους. Άντε μετά να βρεις νύφη. Ακόμα πιο δύσκολο όμως ήταν το συνοικέσιο αν είχε πέσει στα χέρια του κτηνοτρόφου-αγριοφύλακα. Εκεί σου έμενε μόνο μία λύση, ή μάλλον τρεις: ο τραβεστισμός, η πορνεία και η μετανάστευση «σ’ άλλη γης σ’ άλλα μέρη», κατά προτίμησιν στο εξωτερικό. Ή, πάνω από το Αυλάκι (έτσι έλεγαν τον Ισθμό της Κορίνθου). Λες και το στενό ζωνάρι νερού χώριζε δύο κόσμους που δεν θα συναντιούνταν ξανά ποτέ. Ούτε με σεισμό. Φτου, φτου, φτου. Φτύνω στον κόρφο μου. Καλά, πώς βρεθήκαμε εδώ από την Πάρκινσον; Ήμαρτον, Παναγία μου! Θεός φυλάξοι! Απαπαπαπα, τι είναι η ψυχή του Ανθρώπου; Άβυσσος! Πού να δεις ο …καταπιώνας του (μπρος-πίσω, για μερικούς μερικούς, «ονόματα δε λέμε οικογένειες δε θίγουμε»). Να δεις στο τέλος που θα καταντήσουμε σαν τους γέρους στα καφενεία, σαν τις μοιρολογίστρες στο ξενύχτι του συχωρεμένου: θα μιλάμε με παροιμίες, με γνωμικά και παραβολές, ασυλλήπτου κοινοτοπίας και Κάλλους αμφιβόλου! Αμήν. Ευλόγησον, δέσποτα! [Περνούσε ο παπάς, ο μπαμπάς του ακτινολόγου με ΤΟ πάρκινσον – έμοιαζε με πάρκινγκ στα παιδικά αυτιά μας αυτή η λέξη… ουφ, ξανάσανα. Τα είπα και ξαλάφρωσα. Αύριο πάλι – αν αυτό θα βγει βιβλίο, να με φτύσεις εμένα! Για να μην πω κάτι χειρότερο. Θου Κύριε φυλακήν τω…. Τω… τω… Μην το πείτε, αν σας έρθει και το θυμηθείτε. Γιατί μπορείτε να κάνουμε λάθος. Και δεν είμαστε για τέτοια. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Άντε και πρέπει να ετοιμάσω κάτι για να φάμε. Θα βγω με το μαχαίρι να μαζέψω βλαστάρια από τα αγριόχορτα, σαν τον Σωκράτη. «Ακρίδες και μέλι, ακρίδες και μέλι»….]. Έλεος!