Μπήκε ο Ιούνιος, επιτέλους. Μαγική μπουρού ακούγεται στα νυσταγμένα αυτιά μας και οι καπεταναίοι του μυαλού χαράζουν στους χάρτες την πορεία των άσπρων καραβιών τους . Για καλή μας τύχη ο Αποστόλης Θηβαίος έχει, ήδη τη μυστική πορεία για να φτάσουμε στους Φάρους της Μεσογείου. Έχει τον καιρό στο πλάι και όλο το καλοκαίρι θα μας οδηγεί κύμα το κύμα στην Ιστορία των Φάρων της πατρίδας μας. Ας τον ακολουθήσουμε στο μαγικό του Καλειδοσκόπιο, για τούτη την εβδομάδα θα μας οδηγήσει στους Φάρους της Τήνου (και όχι μόνο…)
«ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΤΟΥ ΠΑΝΟΡΜΟΥ. ΝΗΣΟΣ ΤΗΝΟΣ. ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ ΧΑΛΕΠΑ.»
Ο πρώτος σταθμός του οδοιπορικού μας θα σταθεί ο Πάνορμος της Τήνου. Εκεί, σε απόσταση λίγων ναυτικών μιλίων, στη νήσο Πλανήτη αντικρίζουμε το φαρικό οικοδόμημα του 1886. Πετρόχτιστος, με εμφανή τα σημάδια του χρόνου στα λίθινα, δομικά υλικά του. Το γκρίζο της πέτρας και το άσπρο των Κυκλάδων. Αντικρίζει το ΒΑ Αιγαίο για περισσότερο από έναν αιώνα. Συνιστά ανεπάνδρωτο φάρο, έναν από τους πολλούς, οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν σταδιακά, αφημένοι στη λήθη και τη φροντίδα των ανθρώπων που κατοικούν στους γύρω οικισμούς. Μια απόκρημνη, πέτρινη σκάλα οδηγεί στο πλάτωμα της εισόδου. Ασύμετρη γεωμετρία με οξείες γωνίες στις ενώσεις του πέτρινου περιβόλου. Ο πυργίσκος εκτείνεται το πολύ στα οκτώ με εννέα μέτρα. Οι μικροί φεγγίτες στο σώμα του πύργου επιτρέπουν να εισβάλει το άπλετο φως του Αιγαίου, μοναδικό σημάδι ζωής για το αφημένο κτίσμα. Το υψηλό βεληνεκές εστίασής του τον καθιστά ως έναν από τους πλέον σημαντικούς φάρους στις Βόρειες Κυκλάδες και το νοτιοανατολικό πέλαγος γενικότερα.
Ο πλησιέστερος οικισμός του Πανόρμου, στα όρια του οποίου βρίσκεται ο φάρος δεν συνιστά τόπο αδιάφορο. Πρόκειται για το φημισμένο Πύργο, τόπο πλούσιας καλλιτεχνικής παράδοσης. Το προπαρασκευαστικό τμήμα της σχολής Καλών Τεχνών, το οποίο λειτουργεί στο χωριό εξασφαλίζει ένα μόνιμο αριθμό κατοίκων, με χαμηλό μέσο όρο ηλικίας. Άλλωστε, το γεγονός πως τούτος ο τόπος είναι το καταφύγιο του Γιαννούλη Χαλεπά και της πληγωμένης, άλλοτε ιδιοφυίας του δεν θα μπορούσε να μην σταθεί αφορμή για την ανάδειξη του τόπου ως ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά κέντρα του ελλαδικού χώρου. Ο ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας καταγόταν επίσης από τον Πύργο της Τήνου. Εύκολα συμπεραίνει κανείς τη «φόρτιση» του τόπου, αλλά και την καλλιτεχνική δυναμική του.
Χτισμένος στην Έξω Μεριά, καθώς χαρακτηρίζεται ο ευρύτερος, ανατολικός τομέας του νησιού, έλαβε το όνομά του από έναν πύργο, ο οποίος ανεγέρθη κατά τον 15ο αιώνα στην περιοχή και ο οποίος αναφέρεται σε χάρτη του 1571. Η μετέπειτα ανάπτυξη του χωριού θα λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις, ενώ δεν παύει να αποτελεί βασικό θρησκευτικό κέντρο για το χριστιανικό, ορθόδοξο στοιχείο της περιοχής. Ο Πύργος σήμερα θα γοητεύσει τον επισκέπτη του με τη γραφική πλατεία, τον ίσκιο του, τη δουλεμένη πέτρα που ανασαίνει σε φεγγίτες, αυλές και κρυμμένους, εσωτερικούς τοίχους στενών δρομίσκων. Ετούτο το μέρος συνιστά δίχως αμφιβολία μια πέτρινη, μοναδική σκηνογραφική αποτύπωση.
«ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑΣ»
«Η αγάπη προς το ωραίο, είναι η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου», θα επισημάνει αξιωματικά ο σπουδαίος, Έλληνας ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας. Με καταγωγή από τον Πύργο της Τήνου, θα λάβει την πρώιμη, καλλιτεχνική παιδεία του από τον ίδιο τον πατέρα του. Ιδιοφυής, ικανός ήδη από την εφηβική του ηλικία θα φοιτήσει, με παρότρυνση του πατέρα του στο Σχολείο Καλών Τεχνών, όπως λεγόταν τότε η Ανωτάτη, σημερινή, σχολή. Εκεί, υπό την καθοδήγηση σημαντικών δασκάλων θα έρθει σε επαφή με τους κανόνες της τέχνης του και ήδη από πολύ νωρίς θα διδάξει με ζήλο και ευσυνειδησία στον ίδιο χώρο. Η υποτροφία του βασιλιά Όθωνα θα επιτρέψει στον νεαρό Λύτρα να μεταβεί στο Μόναχο, όπου και μυείται καλλιτεχνικά στην ομώνυμη, ζωγραφική τεχνοτροπία. Θα επιστρέψει στην Αθήνα, έχοντας λάβει σημαντικές διακρίσεις και έχοντας την ίδια στιγμή τη διάθεση να προσφέρει ένα σημαντικό διδασκαλικό έργο. Σε τούτο τον τελευταίο τομέα θα διακριθεί στο μέγιστο βαθμό, εισάγοντας στη διαλλεκτική του την πρόταση της καλλιτεχνικής ελευθερίας. Η επαφή του με τους τόπους και τις παραδόσεις της Μικράς Ασίας και του εκεί ακμάζοντος ελληνισμού, θα προσφέρει στον Λύτρα το υλικό για μια διαφορετική διατύπωση στα έργα του. Εκείνη που «ακουμπά» στην παράδοση, την αναπαράγει και τελικά την αγαπά, ως κτήμα οικείο και διαχρονικά ισχυρό. Οι σημαντικότεροι, άλλωστε πίνακές του συνιστούν εκείνοι, οι οποίοι αντλούν τη θεματολογία τους από το συγκεκριμένο, ανατολικό τοπίο.
Η πορεία του Λύτρα είναι αξιοθαύμαστη, όχι μόνον εξαιτίας του τάλαντού του, μα κυρίως λόγω της φιλομαθούς ιδιοσυγκρασίας του, η οποία του επέτρεψε να σταθεί «ανοιχτός» απέναντι στα διαφορετικά ρεύματα και τις πλέον, πρωτοποριακές απόπειρες της εποχής του. Πλάι του μαθήτευσαν μερικοί από τους σημαντικότερους, Έλληνες ζωγράφους.
Ο θάνατός του συνιστά μια ειρωνεία, μα παράλληλα αποδεικνύει και μια αναπάντεχη, τραγική συνέπεια.
Ο Νικηφόρος Λύτρας θα καταλήξει το καλοκαίρι του 1904 προσβεβλημένος από μία ασθένεια, η οποία αποδίδεται στις χημικές ουσίες των χρωμάτων. Γεννημένος το 1832, πέθανε σε ηλικία 72 ετών αφήνοντας πίσω του ένα έργο παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.
«Παιδί που στρίβει τσιγάρο», «Ο κακός εγγονός», «Ο γαλατάς», «Η Αντιγόνη εμπρός στον νεκρό Πολυνείκη», από προγενέστερη, θεματική περίοδο του ζωγράφου, αποτελούν μερικά από τα πιο σημαντικά έργα του Νικηφόρου Λύτρα.
«Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΕΜΠΡΟΣ ΣΤΟΝ ΝΕΚΡΟ ΠΟΛΥΝΕΙΚΗ»
«Όταν έμαθε για το άδοξο τέλος, στάθηκε πλάι στη σωρό. Γνώριζε καλά την ποινή για την παράβαση της βασιλικής διαταγής. Μα ακόμα και σε εκείνους, του τυφλού τους απογόνους άξιζε μια κάποια φροντίδα, μια ταφή ανθρώπινη, σύμφωνη με τους νόμους και τις σιωπές. Στάθηκε εμπρός του και κοίταξε προς τη νύχτα, σπαραγμένη, καθώς οι γυναίκες που χάνουν κάποιο πρόσωπο αγαπημένο, μα είναι στη φύση τους να αντέχουν και να μεριμνούν για την τραχύτητα των ταφικών εθίμων.
Τον είπαν προδότη και απαγόρευσαν τις τιμές τις πρέπουσες. Τον είπαν προδότη, γιατί στράφηκε κατά του τόπου του για ένα σκήπτρο βασιλικό και αγνόησε το αίμα το αδελφικό. Τώρα οι στρατηγοί κοιμούνται σε έρημους τόπους, τώρα κατέπεσε, άθλιος, μυερός των Θηβαίων ο οίκος. Στα χρηστήρια μιλούν για την εκπλήρωση των όρκων. Εκείνη νοιάζεται μόνο για την πρέπουσα ταφή.
Μήτε για το βασίλειο, μηδέ για πατρίδες και άλλα τέτοια εκείνη κρατά κάποια έγνοια. Γιατί σωριάστηκαν όλα πια κατάχαμα, γιατί με τούτο το άδικο φονικό, λερώθηκε θαρρείς του Βάκχου ο θεϊκός τόπος. Συλλογιέται τις χρυσές εγκολήσεις, σε σχήματα πουλιών που στόλιζαν τα χέρια του, την ασπίδα με την αποτύπωση της βακχικής ακολουθείας σκέφτεται που στόλιζε το σώμα.
Τις τροπές της μοίρας συλλογιέται, ακούει τα στόματα των αιώνων που θα μιλούν για την τρομερή, την ερωτική πράξη.
Θα τη βρουν, θα τη σύρουν, θα την τιμωρήσουν καθώς αρμόζει σε εκείνους που παρακούν τις εντολές του βασιλιά. Το γνωρίζει. Θα την κλείσουν μες στη σπηλιά να πεθάνει σαν εποχή, να τελειώσει που πήγε και μερίμνησε για τις τιμές και τα άλλα, τα δέοντα. Μα καθώς την σέρνουν οι φρουροί και σκίζεται και ματώνεται ο μανδύας και εκείνη οδύρεται σιωπηλά, όχι για την ταπείνωση μα για το άδοξο τέλος τούτου του σπιτιού, όλοι κοιτούν μέσα από τα κυβικά σπίτια, με ύφος εναγώνιο.
Οι ιερείς, οι πολεμιστές, οι καλλιεργητές, παρατούν τις έγνοιες τους και την κοιτούν που την οδηγούν εμπρός στον Κρέοντα. Και είναι η μοίρα της σαφής και οι ιερείς, οι πολεμιστές, οι άνθρωποι των τάξεων των πιο ταπεινών κοιτούν εκείνο που ήταν κάποτε το πρόσωπό της και όλο μιλούν, με ένα βόμβο χαμηλό, υπόγειο, εκκωφαντικό και λεν πως πρόκειται να συμβεί μεγάλη συμφορά, γιατί είδαν, λένε, που ίδρωναν τα κορμιά και τα αγάλματα.»
Ο Λύτρας αποτυπώνει θολή τη μορφή της Αντιγόνης. Προοικονομεί θαρρείς το οριστικό της τέλος. Εκείνη ανήκει ήδη στον κόσμο των νεκρών. Καθώς η λαμπερή μορφή του άνδρα που κείτεται νεκρός, παραδομένος σε μια πληθωρική ακινησία, σχεδόν ασκητική. Η επιλογή των χρωμάτων για την Αντιγόνη, συνιστά μια υποψία της μοίρας της.
Ο Πολυνείκης, με το λευκό του σώματός του μαρτυρά μια περισσότερο ερωτική όψη, αντί για εκείνη της επιθανάτιας βεβαιότητας. Η πέτρα, η τραχύτητα του τοπίου, το σκοτάδι του φόντου, η θαρρείς ορθόδοξη αναγωγή στην ταφή του Ιησού, επιμένει να στέκει ως υπονοούμενη σε τούτο το έργο. Ο Λύτρας μοιάζει να αγνοεί την εποχή και την εξειδικευμένη μυθολογία.
Για εκείνον, η νεότητα, η ομορφιά, η ανδροπρέπεια του σώματος υπερτερεί. Η μέριμνα του ζωγράφου είναι να θέσει σε δεύτερο επίπεδο την αγωνία, την οδύνη της γυναίκας και να παραμείνει, ως ανάσα διακεκομμένη, το βλέμμα «ακουμπισμένο» στην ωραιότητα του νεαρού Πολυνείκη. Πρόκειται για την ίδια την ωραιότητα του θανάτου, την οποία τόσο εύστοχα υμνεί και τιμά ο χρωστήρας του Λύτρα.
«Η ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΜΙΑΣ ΙΔΙΟΦΥΙΑΣ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΧΑΛΕΠΑ»
«Θέλησε να σταθεί στο ύψος της τέχνης του. Και νικήθηκε. Πρόσκαιρα νικήθηκε, βυθίστηκε μες στις σιωπές, την απομόνωση, το αναίτιο γέλιο. Θρυμμάτισε αγάλματα, έσπασε τα γλυπτά, τα τόσο επιδέξια φτιαγμένα, δοκίμασε να σκοτωθεί. Και έπειτα, μέρες αργές, ξοδεμένες μες στα ευαγή ιδρύματα. Τα χέρια του, είπαν νικήθηκαν και εκείνος πια δεν πρόκειται τίποτε να πει. Μα υπάρχουν άνθρωποι, σαν μητέρες, ακουμπούν πάνω στους καημούς, στέκουν εκεί, μερόνυχτα, αδιάκοπα, μέχρι να ακουστεί ότι υπάρχει πια από τις φωνές.
Υπάρχουν άνθρωποι, που φέρουν το θρησκευτικό σχήμα της ελπίδας. Δεν διατηρούν επιφυλάξεις, αμφιβολίες και άλλα τέτοια, δισταγμούς δεν ανέχονται. Στέκουν στο πλάι του αρρώστου, με στωικότητα, μέχρι να στυλωθεί ξανά η γέφυρα ανάμεσα σε Θεό και άνθρωπο.
Έφτιαξε ένα κορίτσι, με κυρτά τα πόδια, λυγισμένα, σχεδόν νεκρή. Μα δεν την αποκάλεσε έτσι, γιατί ο θάνατος κατέχει μια τραχύτητα, έναν, ας πούμε αποτροπιασμό και αρκεί τόση σιωπή ανάμεσα στις σκουριασμένες αυλόπορτες, τα στιχουργήματα, τους κατακόρυφους σταυρούς με τις φθαρμένες χρονολογίες, τις υποθέσεις των ζωντανών για τα αίτια του χαμού ενός μικρού κοριτσιού, το 1958.»
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, με την καταγωγή από τον Πύργο αποτελεί ίσως έναν εκ των κορυφαίων γλυπτών στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η ανάμειξη των αρχαιοπρεπών στοιχείων και της μοντέρνας τεχνοτροπίας, ανέδειξε γρήγορα τα έργα του σε κορυφές. Η προσωπική του ιστορία απρόσμενη, εφιαλτική, με την αρμόζουσα κάθαρση, ένα αποκύημα, θαρρείς τραγικών ποιητών.
Η τελειομανία του θα κλονίσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του. Το χειμώνα του 1877 έπειτα από μια εξαιρετικά, βαριά κρίση άγχους θα περιέλθει σε κατάσταση φρενίτιδας. Προσπαθεί να καταστρέψει τα έργα του, να θέσει τέλος στη ζωή του. Η ακούραστη συμπαράσταση της μητέρας του, καθώς και η ακαδημαϊκή αναγνώριση του έργου του από τους πνευματικούς κύκλους των Αθηνών θα συμβάλει στην αποκατάσταση της υγείας του και τη σταδιακή ανάδειξή του στη θέση που δικαιωματικά του άνηκε. Θα καταλήξει το 1938, στην Αθήνα, όπου και έζησε εν ηρεμία τα τελευταία έτη του βίου του.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου, παραμονές του εορτασμού της Παναγίας, το 1851, στο χωριό Πύργος της νήσου Τήνος.
«ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ»
Σήμα κατατεθέν του τηνιακού τοπίου, αποτελούν οι περιστεριώνες, καθώς ονομάζονται στο νησί οι κατοικίες των πουλιών. Πρόκειται για ιδιαίτερα καλαίσθητα κτίσματα, κατασκευασμένα από σχιστόλιθο. Στέκουν αιώνες τώρα στους τηνιακούς κάμπους, σε μέρη προστατευμένα από τον άνεμο, με νερό άφθονο και ανοιχτό πεδίο για το πέταγμα των πουλιών. Είναι κτίσματα ορθογώνια, ορισμένου μεγέθους στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι περιστεριώνες είναι συνήθως διώροφα κτίσματα. Στο ισόγειο επίπεδο ο κάτοχος του περιστεριώνα φυλά τα εργαλεία και αποθηκεύει τις προμήθειες για την τροφή των περιστεριών, ενώ στον πάνω όροφο κατοικούν τα πουλιά. Η εκτροφή των περιστεριών εμφανίζεται στην Τήνο ήδη από τον 18ο αιώνα. Πρόκειται για ασχολία των ευγενών, οι οποίοι εξοικειώνονται με την πρακτική αυτή, φερμένη από το ενετικό στοιχείο στην περιοχή. Παλαιότερα, το αίμα και η καρδιά των νεαρών περιστεριών χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή ειδικών αλοιφών, ενώ ιδιαίτερα χρήσιμα για την αγροτοκαλλιέργεια θεωρούνται τα περιττώματα των πουλιών. Ο ταξιδιώτης που θα περιηγηθεί στην ενδοχώρα του νησιού δεν μπορεί παρά να θαυμάσει τις κατασκευές αυτές, απόδειξη της ιδιαίτερης, καλλιτεχνικής ποιότητας, η οποία χαρακτήριζε από το παρελθόν ως σήμερα, την τηνιακή, λαϊκή τέχνη.
«ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ. Ο ΕΥΘΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝ, ΕΚ ΣΚΛΑΒΟΧΩΡΙΟΥ, ΝΗΣΟΥ ΤΗΝΟΥ»
i«Σας βεβαιώ, Κύριε Νάζε, ότι δεν είμαι διόλου σπάταλος. Ζω με την μεγαλυτέραν οικονομίαν, αλλά τα έξοδα της τέχνης μου, και προ πάντων τα μοδέλα, κοστίζουν φρικτά και άνευ αυτών δεν ημπορώ να κάμω βήμα. Εις την αρχήν ήμουν εις μικροτέρας σχολάς, όπου τα μοδέλα επληρώνοντο από την Ακαδημίαν, αλλ’ αφ’ ότου εμβήκα εις την σχολή των συνθέσεων, τα πληρώνω ο ίδιος και διά τούτο έπεσα έξω. […] Έγραψα και θα γράψω πάλιν προς την επιτροπήν της Ευαγγελιστρίας διά τους μισθούς μου…» — Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 3 Ιουνίου 1873.
«Πόσον πτωχός είναι ο ζωγράφος απέναντι του ποιητού! Αν ξαναγεννηθώ θα γίνω ποιητής και μουσικός.» — Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 7 Απριλίου 1875.
«Αν ήτο δυνατόν να ημπορούσα να ηρχόμουν εις την Ελλάδα, ίσως κατά πρώτον εις την Κεφαλληνίαν και κατόπιν εις την Τήνον, εις τα γλυκά αυτά μέρη.» — Επιστολή προς τον αδελφό της γυναίκας του, 22 Οκτωβρίου 1900.
Σε τούτες τις επιστολές, φανερώνεται ο εύθυμος χαρακτήρας του άξιου, κορυφαίου Έλληνα ζωγράφου, Νικολάου Γύζη. Γεννημένος στο Σκλαβοχώρι της Τήνου ακολούθησε την ίδια σχολή με τον Νικηφόρο Λύτρα. Η ενσωμάτωση των τεχνοτροπιών της εν λόγω σχολής στα έργα του δεν τον εμπόδισε να εισάγει στο έργο του νέα στοιχεία, προσωπικά.
Η εξπρεσιονιστική έκφραση συνιστά ειδικό χαρακτηριστικό των ώριμων έργων του, στα οποία δείχνει να ξεφεύγει από το χαρακτηρισμό «γερμανικότερος των Γερμανών.» Γεννήθηκε το 1842 και κατέληξε, χτυπημένος από λευχαιμία το 1901.
Η τόλμη των έργων του, η θεματική των ιστορικών, λαϊκών καταγραφών, όπως συστήθηκαν στον ίδιο κατά το ταξίδι του στη Μικρά Ασία, η πρωτοτυπία στη σύλληψη συνιστούν ειδικά στοιχεία των έργων του. Ενδεικτικά οφείλουμε να αναφέρουμε ως απόδειξη της εικαστικής και υπαρξιακής τόλμης του τον πίνακα «Ιστορία» του 1892. Η θέαση του έργου πραγματοποιείται από ένα ακαθόριστο παρατηρητήριο, το οποίο θα μπορούσε να είναι ο ανθρώπινος οφθαλμός. Ο ζωγράφος παρατηρεί τη γαλήνια, αρχαιοπρεπή όψη της ιστορίας, καθώς αναγράφει τα δέοντα στο μεγάλο βιβλίο των ανθρώπων.
Το νεαρό, μαυροντυμένο αγόρι, θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος μοιρολατρικά κατ΄ουσία, θέλει να διατηρεί την ψευδαίσθηση μιας πρωτοβουλίας στη διαμόρφωση της ιστορίας και την έκταση των συνεπειών της. Η λατινική αναγραφή της λέξεως ιστορία στο βάθος του πίνακα, αφήνει να εννοηθεί μια κριτική θεώρηση απέναντι στον δυτικό κόσμο, ο οποίος στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν αυτός, που στο όνομα της προόδου και του νέου, πνευματικού ανθρώπου, συνέγραψε μερικά από τα πιο τραγικά κεφάλαια στην ιστορική πραγματικότητα.
Ο Γύζης, πνεύμα ελεύθερο, οξυδερκές δεν θα μπορούσε να συλλάβει τρόπο καλύτερο ώστε να αποδοθεί η εκτίμηση του παρόντος, η αλήθεια του παρελθόντος και η εφιαλτική, μελλοντική προοπτική, εκείνη η οποία έμελε να θέσει τον ίδιο τον άνθρωπο σε μοίρα δεύτερη, ανεπανάληπτα τραγική και απεχθή.
Συνεχίζοντας το οδοιπορικό μας στα φαρικό δίκτυο της ελληνικής επικράτειας, κινούμενοι πάντα στην ακτογραμμή της Τήνου, θα σταθούμε στο χωριό Λειβάδας, στο ΒΑ τμήμα του νησιού. Λίγο έξω από το χωριό, βρίσκεται ο ομώνυμος φάρος, κατασκευασμένος το 1910, με σημαντικό ύψος και ακόμα πιο σπουδαία για την ναυσιπλοϊα εστίαση. Ο πετρόχτιστος φάρος, μοιάζει να απορροφάται από το τοπίο. Το γκρίζο των απόκρημνων βράχων ντύνει την πέτρα, βασικό δομικό υλικό για κάθε κατασκευή στην Τήνο.
Ένα ορθογώνιο κτίσμα στη βάση και ο πυργίσκος να ορθώνεται στο κέντρο αυτού, υψωμένος στο κενό.
Η πρόσβαση στο φάρο δεν είναι εύκολη, εξαιτίας του βραχώδους τοπίου. Σε τέτοιες άκρες θαρρείς, μπορεί κανείς να μετρήσει και το φως και το εύρος του ελληνισμού.