Λοιπόν η κοπέλα ήταν ανεκδιήγητη: χωριάτα και στεατοπυγική, αρριβίστρια και κυνική, ανελέητη κι εκδικητική, να υποδύεται τη γατούλα με μανικιούρ και πεντικιούρ στο χρώμα του ξεραμένου αίματος (ξέρετε, εκείνο το κοκκινόμαυρο, το αηδιαστικό…). Χειρίστρια και χειριστική (manipulative, ελληνιστί), αδίστακτη και μακιαβελλική, κατάφερε να χάσει όλους τους φίλους και να απολέσει την εύνοιαν των προστατών της, με αποτέλεσμα να καταντήσει σκυλού στα γεράματα και να γυρίζει από πανηγύρι σε πανηγύρι χτυπώντας το ντέφι ως αρκούδα. Και μέχρι εδώ θα ήταν, βεβαίως, το πράγμα συμπαθητικό-θλιβερόν…
Αν δεν ήταν και δολοφόνα! Μα ποιον εσκότωσε η βδελυρά; Φυσικά, τον πρώην σύζυγο και την ερωμένη του, με την οποία τον έπιασε εις την συζυγικήν παστάδα, τριάντα χρόνια πριν. Διότι η μνησίκακος μακροθυμούσε όλ’ αυτά τα χρόνια. Χρησιμοποίησε δε και τον υιόν τους ως δόλωμα. Έστησε λοιπόν μίαν εορτήν, οικογενειακήν εννοείται, κι εκάλεσε τον πρώην με την νυν σύζυγό του, τον υιόν της, τον πέμπτον σύζυγόν της, τους τρεις ενδιάμεσους συζύγους κι απείρους εραστάς κι ερωμένας (;…!!!) εις πολιτιστικόν κέντρον της Ανω Κωλοπετινίτσας. Μετά από πάμπολλες ρακές, μεζεδιές, μπαλωθιές (όχι, αυτό είναι κρητικό έθιμο…άκυρον!!!), κι αφού όλοι είχαν πιάσει τον ποπό όλων, προσεφέρθη η ευγενής …αρχοντοχωριάτισσα να πάει το ζεύγος των …μοιχών (προ τριακονταετίας) στην Αθήνα, μέσα από έναν κακοτράχαλο δρόμο γεμάτο γκρεμούς και στενωπούς. Τώρα, πώς ακριβώς έγινε το ατύχημα και βρέθηκε το αυτοκίνητο στο γκρεμό, με δύο πολτοποιημένα πτώματα και την οδηγό άθικτη, δεμένη στη θεσούλα της, κανείς δεν κατάλαβε, αλλά ουδείς μπορούσε να την κατηγορήσει για ο,τιδήποτε. Μόνο που η εκδίκηση που πήρε η αμείλικτος σοπράνο κολορατούρα ήταν λειψή, γιατί η νεκρή δεν ήταν η σύζυγος και πρώην ερωμένη του πρώην αντρός της (και πατρός του υιού της), αλλά η …δίδυμη αδελφή της κερατωμένης νυν συζύγου (ζωντανής, ευτυχώς – μέχρι τώρα) του μουρντάρη πρώτου συζύγου της απατηθείσης αοιδού. Εκείνη λοιπόν τώρα καταστρώνει σχέδια, μελετώντας όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα του διπλανού παλαιοβιβλιοπωλείου στα Ταμπούρια Νικαίας, αναζητώντας λύσεις για το πώς θα εξοντώσει και την δίδυμη αδελφή της ατυχούσης μοιχού. Όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, αναζητεί ιδέες, μέσα, τρόπο, υπογείας δολοφονίας. Χωρίς να αφήσει ίχνη, εννοείται, γιατί δε λέει να κλειστεί στον Κορυδαλλό, στο …άνθος της καριέρας της, της ξεπεσμένης. Ουφ. Ανατριχιάζω όταν γράφω για στριφνά και σοβαροφανή άτομα, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και χωρίς ίχνος πραγματικού μεγαλείου. Όμως ο Χρόνος είναι πραγματικά δίκαιος. Κι αποδίδει στον καθένα αυτό που του αξίζει. Τι κι αν έτρεχε η μικρή χωριάτα στις μάγισσες και εις τας φαρμακούς; Τι κι αν πούλησε την ψυχή της στον διάβολο για λίγα χρόνια δόξας; Τι κι αν σφράγισε με το αίμα της το ανόσιον, δαιμονικόν συμβόλαιον; Η Θεία Δίκη, Οφθαλμός ακοίμητος, πάνω από τις ζωές μας. Το μίσος, η εκδικητική μανία, της καίει της ταλαιπώρου σκυλούς τα σωθικά, χειρότερο κι από τον καρκίνο του λαιμού της. Αυτά και …ήμαρτον Παναγία μου. Αν γράφω αυτά τα γελοία και παράταιρα, μέσα από τη ζωή είναι βγαλμένα. Παραδείγματα προς αποφυγήν. Αγαπάτε επειγόντως. Για να μην ματώσετε στο Χάρου τ’ αλώνια, για να περάσετε στο Φως το Ανέσπερο, ευθυτενείς κι αθώοι. Κι όπως λέει ένας γνωστός: «Δεν έχει σημασία πόσα πιάτα σπάσατε κατά λάθος, αλλά πόσα πλύνατε». Ή αλλιώς: «αν είναι να αμαρτήσετε για να μετανοήσετε και να γίνετε ευεργέτες, αμαρτήστε ακινδύνως κι ευπρεπώς!!!»,