«Τελικά, η ανθρώπινη φύση είναι terra incognita», μου έλεγε ένας γιατρός με μακρά πείρα σε δημόσια νοσοκομεία που εφημερεύουν τρεις φορές την εβδομάδα. «Και μετά, μου λες εσύ για τον πατέρα σου, που επιβιώνει εννέα χρόνια με αιμοκάθαρση, διαβήτη, σηψαιμία από ψευδομονάδα, μολυσμένο βηματοδότη, καρκίνο του δέρματος, περιεδρικό απόστημα και… και… ων ουκ έστιν αριθμός».
«Δηλαδή γιατρέ, έχετε κι άλλα τέτοια περιστατικά συναντήσει στην καριέρα σας;» ρώτησα εγώ σε ρόλο αφελούς. Μόνον οι ξανθές κοτσίδες, οι φακίδες και τα παλιά γυαλιά-πατομπούκαλα έλειπαν! «Ναι, βεβαίως», απαντάει αυτός, που ψοφάει για παρέλαση και… δώσ’ του κουβέντα και παρ’ του την ψυχή» (που λέει ο λόγος). «Μια φορά κι έναν καιρό, μας είχε έρθει στα επείγοντα μια ογδοντάρα γιαγιά, με ζάχαρο και σηψαιμία. Αναγκαστήκαμε να της κόψουμε το αριστερό πόδι και τη στείλαμε στο σπίτι της, να πεθάνει με την ησυχία της στο κρεβατάκι της. Ήταν τέτοια η μπόχα κι η αποφορά που έβγαζε το μελιτζανί σαρκίο της, που μαζεύονταν οι γάτες κάτω από το παράθυρό της γιατί νόμιζαν ότι καθαρίζουν ψάρια!!! Τι νομίζεις ότι απέγινε; Έζησε άλλα είκοσι χρόνια και – μια φορά το χρόνο – πέρναγε να μας δει (όχι να τη δούμε, να μας δει) και μας έφερνε και σουτζουκάκια σμυρνέικα, ξέρεις εκείνα με την κόκκινη καυτερή σάλτσα, φρέσκια τομάτα και κρεμμύδια…». «Αχ, σταματήστε γιατρέ», τον έκοψα εγώ, «σεβαστείτε με, κάνω δίαιτα, έλεος!». Άλλο περιστατικό. Μας ερχόταν για χρόνια (μιλάμε πάνω από είκοσι και πέντε έτη συναπτά) μία γιαγιά με τον άντρα της που έπασχε από αρρυθμίες. Αυτή ήταν η χαρά των εξωτερικών ιατρείων, γιατί ξεμάτιαζε τους πάντες γύρω της. Κάποια φορά συνέπεσε να μας φέρουν στο φορείο πάνω έναν ηλεκτρολόγο, που σφάδαζε από φρικτή ημικρανία. Φανταστήκαμε το χειρότερο κι ετοιμάσαμε να πέσουμε όλοι πάνω του – με την καλή έννοια, μην πάει ο νου σου στο κακό… που εκεί πάει πάντα, μας έχεις συνηθίσει. Σ’ εκείνη ακριβώς τη χωροχρονική συγκυρία επενέβη η φοβερή γιαγιά, τόσο αυταρχικά που παγώσαμε όλοι: “Πού τον πάτε; Αφήστε τον κάτω, ματιασμένος είναι!”. Μετά από αυτήν την άκρως επιστημονική διάγνωση, πάω πάσο, που λένε. Η γιαγιά έκανε τα δικά της και μετά από μισό λεπτό ο ασθενής σηκώθηκε και περιπάτησε χωρίς ίχνος πονοκεφάλου. Τότε, ο διευθυντής μας – θειός συχωρέσ’ τονε – ήτανε καλαμπουριτζής ο μακαρίτης, σηκώθηκε πάνω, πήρε τη γιαγιά προστατευτικά από το μπράτσο, την έβαλε να καθήσει σε ένα άδειο γραφείο στο δωμάτιο των ιατρών και της είπε με βαριά στεντορεία φωνή, πλήρης δέους: “από εδώ και πέρα, όλα τα εγκεφαλικά, τους πονοκεφάλους και τις ημικρανίες, τις αναλαμβάνεις εσύ γιαγιά!!!”. Εννοείται ότι γελάμε ακόμα… Βεβαίως, είχαμε και πιο τραγικά περιστατικά, ιατρικού λάθους, λανθασμένης διάγνωσης και λοιπά….Παραδείγματος χάριν, μας ήρθε ένας υδραυλικός με φοβερούς, ανυπόφορους πόνους στους καρπούς. Δεν ανησυχήσαμε ιδιαίτερα, γιατί φανταστήκαμε ότι θα σήκωσε κάτι βαρύ ή θα στραμπούλιξε το χέρι του. Τον αφήσαμε λοιπόν να περιμένει κι ασχοληθήκαμε με άλλα, πιο επείγοντα – κατά την γνώμη μας – περιστατικά. Λίγο μετά κατέληξε. Όταν έγινε νεκροψία, φάνηκε ότι ο πόνος στα άκρα των χεριών είναι ένα σπάνιο σύμπτωμα του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, τόσο απίθανο που δεν το αναφέρουν καν τα βιβλία της καρδιολογίας! Πρέπει να είσαι πολύ γάτα, με τις κεραίες σου πάντα ανοικτές και να πιάνεις πουλιά στον αέρα, που λένε… μην χαζογελάς, πάλι ο νους σου πάει στο πονηρό…». Αμέσως δικαιολογήθηκα, όχι και πολύ πειστικά ομολογώ, το μόνο που ήθελα ήταν να αλλάξω κουβέντα: «Απλώς αναρωτιόμουνα για κάτι που διάβασα στις εφημερίδες: μια σαραντάρα αγρότισσα μεταφέρθηκε από το ελαιοπερίβολο με τρακτέρ (!) σε νοσοκομείο του …….. κάμπου, με συμπτώματα αλλεργίας, αλλά κανείς δεν πρόσεξε ότι την είχε δαγκώσει κακιά οχιά. Η ταλαίπωρη μητέρα ενός μωρού, μετά από τρεις μέρες ξεψύχησε και τώρα ο άντρας της μοιράζει μηνύσεις κι απαιτεί αποζημιώσεις». Σοβαρεύτηκε αμέσως εκείνος: «Ναι, αυτά είναι τα στραβά του επαγγέλματος». «Ά, έχετε δίκιο εσείς οι γιατροί», έσπευσα να συμφωνήσω μαζί του: «αυτή τη δουλειά δεν θα μπορούσα να την κάνω με τίποτα. Και μόνον τον πατέρα μου να έχετε, είναι αρκετό». «Δεν είναι όλοι οι άρρωστοι τόσο δύσκολοι και τόσο χειριστικοί. Οι πιο πολλοί είναι καλόβολοι και φοβισμένοι». Τότε ήταν που πήρα φωτιά και κόρωσα ο παθός: «Μισόν αιώνα με ταλαιπωρεί με τον εγωισμό, τον εαυτουλισμό και τις ατέλειωτες απαιτήσεις του. Και δεν φοβάται το θάνατο. Ίσως γι’ αυτό δεν πεθαίνει. Πήγε και ήρθε από τον πόλεμο της Κορέας αλώβητος». Ξανασοβαρεύει το πρόσωπο του γιατρού: «Δεν το ήξερα αυτό. Δεν το γράφει στο ιστορικό του…». «Φυσικά, δεν τον βολεύει», έσπευσα να τον καρφώσω εγώ. «Κι ενώ είναι λαλίστατος για τον εαυτό του και για όσα τον αφορούν, αυτό το κομμάτι από το παρελθόν του μένει σκοτεινό κι ερμητικά κλειστό. Εφτασφράγιστο μυστικό». «Αυτό τα εξηγεί όλα», μιλάει συλλογισμένος ο γιατρός: «οι ασθενείς που έχουν βρεθεί σε τέτοια πεδία μαχών κι έχουν βιώσει ακραίες ψυχοσωματικές καταστάσεις, συμπεριφέρονται απρόβλεπτα στο κρεβάτι του πόνου, δεν ανταποκρίνονται στις θεραπείες και δεν εμπίπτουν στο στατιστικώς αναμενόμενον για τον μέσον όρον ανθρώπου». «Τελικά, γιατρέ, η επιστήμη σας αφορά τον περίφημο μέσον όρο της καμπύλης του Gauss; Γιατί αν είναι έτσι, εγώ δεν θα σας επισκεφτώ ποτέ. Όπως άλλωστε δεν συνέβη μέχρι τώρα, μετά από μισόν αιώνα ζωής», είπα κάπως εριστικά. «Σου το εύχομαι….», είπεν εκείνος με πολλά αποσιωπητικά (τι να εννοούσε άραγε;). Μήπως ότι κανείς δεν γλίτωσε από τα νύχια των ανελέητων γιατρών, από την αρρώστια σώθηκαν αρκετοί, από την υπερ-συνταγογράφηση όμως ουδείς; Δεν θα μάθουμε ποτέ τι σκεφτόταν ο σιβυλλικός επιστήμων. Κι εκεί έκλεισε η άκρως διαφωτιστική μας κουβεντούλα.