Οι κατάρες και η ιστορία τους μας φέρνουν στα μέρη μας, στην Ελλάδα, καθώς γενέθλιος τόπος τους υπήρξαν τα ιερά, ιστορικά εδάφη που πατάμε. Ναι, εδώ ευόδωσαν οι πρώτες κατάρες…
Μία σύντομη αναζήτηση της λέξης στα έγκυρα λεξικά της ελληνικής γλώσσας μας παράσχει τις γνωστές σημασίες που όλοι γνωρίζουμε:
κατάρα η [katára]: 1. λόγια με τα οποία εκφράζεται η επιθυμία να συμβεί σε κπ. κτ. κακό, επίκληση θεϊκών ή άλλων υπερφυσικών δυνάμεων για να καταστρέψουν κάποιο μισητό πρόσωπο.
ANT ευχή 1α:
Aκούστηκαν φοβερές κατάρες για το φονιά. Έδωσε / έριξε βαριές κατάρες. Οι κατάρες τους έπεσαν επάνω του. Έπιασαν οι κατάρες του, πραγματοποιήθηκαν. Οι κατάρες δεν πιάνουν τους καλούς χριστιανούς.
Οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο,έπαθε ό,τι ήθελε να πάθει ο άλλος. Tην ~ μου να ΄χεις! (επιφ.) ~ στον ένοχο. (έκφρ.) σου αφήνω ευχή και ~ να , για να τονίσουμε την επιθυμία μας να κάνει κάποιος κτ., κυρίως μετά το θάνατό μας.
2. μεγάλη δυστυχία που στέλνει ο Θεός ως τιμωρία.
ANT ευλογία: Kάποια ~ βαραίνει αυτή την οικογένεια. ~ έχει πέσει σ΄ αυτό τον τόπο. || πολύ δυσάρεστη κατάσταση: H διχόνοια είναι ~. Tι ~ είναι αυτή, να μην μπορεί να στεριώσει σε μια δουλειά!
H μόλυνση του περιβάλλοντος είναι η ~ της εποχής μας. ΦΡ γυρίζει σαν την άδικη ~, για κπ. που γυρίζει άσκοπα εδώ και εκεί, συνήθ. σε κακή κατάσταση. Από μία άποψη η «κατάρα», όπως αποδίδεται στους ελληνικούς κατάδεσμους, τους ρωμαϊκούς defixiones ή τους αιγυπτιακούς μαγικούς πάπυρους, ανήκει στο χώρο της μαγείας και ως τέτοια είναι παρέμβαση στη φυσική τάξη των πραγμάτων.
Στην πραγματικότητα φαίνεται πως αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια επιβολής της ατομικής θέλησης με τη χρήση δυνάμεων που βρίσκονται πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο.
Για παράδειγμα, η κατάρα «Ποσειδώνα…δέσε το δόρυ το ορειχάλκινο του Οινόμαου», έτσι όπως αναφέρεται στον Πίνδαρο (476 Π.Κ.Ε.), υπονοεί την επενέργεια της θεϊκής δύναμης του Ποσειδώνα για την επίτευξη μιας προσωπικής επιθυμίας, η οποία ωστόσο δεν παύει να αντιπροσωπεύει προσπάθεια επιβολής της θέλησης του καταρώμενου ή της καταρώμενης.
Κατάδεσμοι
Τι είναι όμως οι κατάδεσμοι;
Και πάλι σύμφωνα με τα λεξικά: κατάδεσμος ο [katáδezmos]: (λαογρ.) μαγική ενέργεια που έχει ως σκοπό να βλάψει κπ. ή να αποτρέψει κάποιο κακό: Tο δέσιμο και το κάρφωμα είναι οι δύο μορφές του κατάδεσμου. Οι κατάδεσμοι είναι ένα περιθωριακό είδος κειμενικών καταλοίπων της αρχαιότητας.
Λαϊκής προέλευσης, με ανορθογραφίες που προδίδουν την καθομιλούμενη γλώσσα της εποχής, σωσμένοι σε πάπυρο ή πηλό, είναι κατάρες εναντίον επαγγελματικών ή ερωτικών αντιζήλων, ξόρκια για να επιβεβαιώσουν και να εξασφαλίσουν τη διαθεσιμότητα του αντικειμένου της ερωτικής επιθυμίας, επικλήσεις για τη διαμεσολάβηση του θείου, των καθημερινών, προσιτών, εκδικητικών και λάγνων θεοτήτων που έθαλλαν στην καθημερινή ζωή της αρχαιότητας. Ρωγμή στην κλασικιστική αντίληψη της ιστορίας και του αρχαίου κόσμου, οι κατάδεσμοι προσελκύουν πλέον το ενδιαφέρον ανθρωπολόγων, θρησκειολόγων και γλωσσολόγων, γιατί επιτρέπουν να μελετήσουμε τα όρια: των αντιλήψεων, της κοινωνίας και της γλώσσας.
Περιλαμβάνουν συχνά λέξεις που δεν σημαίνουν τίποτα, κατεξοχήν παραδείγματα μαγείας, της βεβαιότητας πως αρκεί να πεις αυτό που θέλεις με τον κατάλληλο τρόπο και θα γίνει, δένοντας την πραγματικότητα και τα αντικείμενά της στο λόγο σου. Κατά την αρχαιότητα, κατάδεσμος ονομαζόταν η πρακτική της συγγραφής μιας κατάρας ή ενός ξορκιού, συνήθως σε μια μολύβδινη πινακίδα (σπανιότερα χρησιμοποιούνταν και άλλα υλικά). Ορισμένες φορές οι κατάδεσμοι συνοδεύονταν από κολοσσό, ένα μαγικό ειδώλιο (κάτι σαν κούκλες βουντού).
Η ύπαρξη των καταδέσμων ανάγεται τουλάχιστον στον 8ο αι. π.Χ.: στην Ηλιάδα αναφέρεται ότι ο βασιλιάς της Κορίνθου Πρωτέας, έστειλε το Βελλερεφόντη στη Λυκία με μια διπλωμένη πινακίδα όπου είχε γράψει θανατηφόρα σημάδια. Ο κατάδεσμος αποσκοπούσε στο να υποτάξει το υποψήφιο θύμα στη θέληση του ατόμου που τελούσε τη μαγική τελετή. Το κείμενο μαζί με τα λοιπά μαγικά αντικείμενα τοποθετούνταν σε ένα τάφο ή σε ένα σημείο που θεωρούνταν μιαρό και συνδέονταν κάπως με τον Κάτω Κόσμο. Πίστευαν πως ο νεκρός λειτουργεί ως αποστολέας του μηνήματος στους υποχθόνιους δαίμονες, αλλά και ως εκτελεστικό όργανο ή «πάρεδρος» του μάγου.
Σε δυο καταδέσμους από τη Φρυγία, που βρέθηκαν σε αγγείο που περιείχε οστά, ο μάγος καταγράφει τους αντιπάλους του και επικαλείται τους «αώρους νεκρούς», αυτούς δηλαδή που πέθαιναν πριν από την ώρα τους και γίνονταν φαντάσματα, παραμένοντας γύρω από τον τάφο μέχρι την ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής που διακόπηκε πρόωρα. Σε άλλες περιπτώσεις το ρόλο αυτό έχουν οι «βιαιοθάνατοι», δηλαδή οι νεκροί των οποίων το νήμα της ζωής διακόπηκε βίαια. Αρκετοί κατάδεσμοι βρέθηκαν σε ταφές νέων ή παιδιών.
Στη Μικρά Ασία οι νεκροί προστατεύονταν από τους μάγους με την τοποθέτηση επιγραφών στα μνήματα, που απαγόρευαν την παραβίασή τους και καταριούνταν τον ενδεχόμενο δράστη. Βέβαια, οι κατάδεσμοι θάβονταν σε τάφους και για να μην είναι δυνατή η ανακάλυψη ή η καταστροφή τους, και συνεπώς να εκτείνετε απεριόριστα στο χρόνο η δύναμή τους και η δύναμη του προτιθέμενου κακού.
Πολύ συχνά οι κατάδεσμοι στόχευαν στην ερωτική έλξη ή, αντίστροφα, στην ερωτική απομόνωση του αντιπάλου, στην αποτυχία του σε θέματα προσωπικής ευημερίας και εργασίας, στη φίμωση της γλώσσας του, στην αποτυχία αντιδίκων στο δικαστήριο, στην παράλυση του νου και της γλώσσας κατά τη διάρκεια της δίκης.
Οι πρωιμότεροι είναι στραμμένοι προς την κατεύθυνση των δικαιϊκών πρακτικών, ενώ οι μεταγενέστεροι εντοπίζονται σε ερωτικά αλλά και αθλητικά θέματα.
Σε αρκετές περιπτώσεις γινόταν ευρεία χρήση των καταδέσμων για… νίκη σε αρματοδρομίες.
Σε ηρώο στη Νεμέα, πιθανόν του Οφέλτου, βρέθηκε κατάδεσμος όπου ένας άνδρας ελπίζει να απομακρύνει την αγάπη μιας γυναίκας από έναν άλλο άνδρα: «Αποστρέφω την Ευβούλη από τον Αινέα, μακριά από το πρόσωπό του, από τα μάτια του, από το στόμα του, από το στήθος του, από την ψυχή του, από όλο του το σώμα αποστρέφω την Ευβούλη από τον Αινέα».
Το δεύτερο ειδύλλιο του Θεόκριτου – ο οποίος έζησε κυρίως στην Αλεξάνδρεια στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου (γεννήθηκε το 305 π.Χ.) – με τον τίτλο Φαρμακεύτριαι, αποτελεί μια από τις χαρακτηριστικότερες μαρτυρίες ερωτικής μαγείας στην αρχαία εποχή: Περιγράφει την απόπειρα μιας γυναίκας, της Σιμαίθας, να κερδίσει, με τη βοήθεια της υπηρέτριάς της, αυτόν που αγάπησε, με κατάδεσμους και επικλήσεις στη Σελήνη και στις Θεότητες του Κάτω Κόσμου, αναζητώντας σε νεκροταφεία το μαύρο αίμα των πτωμάτων και κάνοντας μια μαγική τελετή.
Η λεπτομερέστατη περιγραφή μιας τελετής Μαύρης Μαγείας σε ένα λογοτεχνικό κείμενο αντανακλά το σχετικό ενδιαφέρον των ανθρώπων εκείνης της εποχής και την ενασχόλησή τους με διαιωνιζόμενες από την αρχαιότητα μαγικές διαδικασίες, ανάμεσα σε αυτές και οι καταπασσαλεύσεις και οι κατάδεσμοι.
Όπως φαίνεται, μια τέτοια επιγραφή από μόνη της δεν είχε την ιδιαίτερη μαγική δύναμη, που συμπληρωνόταν με τις «γοητείες» και τις επικλήσεις που ψάλλονταν στους τάφους προς τους νεκρούς ή τους χθόνιους δαίμονες.
Σε αυτή την ιδιαίτερη μαγική γλώσσα θεωρούσαν πως είχαν μεγάλη δύναμη τα ονόματα θεοτήτων όπως η σεληνιακή Εκάτη, ο Ερμής, η Περσεφόνη, η Δήμητρα, η Κόρη, η επίσης σεληνιακή Άρτεμις και άλλες υποχθόνιες θεότητες ή δαιμονικά όντα, όπως οι Ερινύες ή οι νεκυοδαίμονες του Κάτω κόσμου.
Οι πρώτες γνωστές σε εμάς ελληνικές μολύβδινες πινακίδες με κατάρες προέρχονται από τη Σικελία και χρονολογούνται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Πολλές από αυτές προέρχονται από τη Σελινούντα, αποικία των Μεγαρέων στη Σικελία, στην οποία υπήρχε ονομαστό ιερό, στη περιοχή που σήμερα ονομάζεται Αγρός των Στηλών. Οι στήλες αυτές είναι αξιοσημείωτες επειδή έχουν ανεικονογραφικές ανθρώπινες κεφαλές, δηλ. κεφάλια χωρίς χαρακτηριστικά προσώπου, για τα οποία θεωρείται πως αναπαριστούν τις κεφαλές των νεκρών μιας ομάδας συγγενών: των Τριτοπατόρων τους.
Οι αρχαίοι Σελινούντιοι πίστευαν πως ήταν σημαντικό οι Τριπάτορες αυτοί να είναι ικανοποιημένοι – τόσο σημαντικό που, κάθε φορά που πέθαινε ένα μέλος της οικογενείας, οι ζωντανοί έπρεπε να προσφέρουν ειδικές θυσίες μπροστά στις στήλες αυτές, για να εξασφαλίσουν ότι η μεταχείριση του νεκρού, και νέου μέλους των Τριτοπατόρων, δεν θα τους εξόργιζε (τους Τριπάτορες) και δεν θα τους προκαλούσε να πλήξουν με μίασμα την κοινότητα. Οι περισσότερες μολύβδινες πινακίδες βρέθηκαν κοντά σε αυτές τις στήλες.
Μια συνηθισμένη πρακτική ήταν να γράφουν το όνομα ενός εχθρού στη μολύβδινη πινακίδα και να την τοποθετούν κοντά σε μια πηγή μίανσης, ώστε η μίανση να πλήξει το όνομα, άρα και το πρόσωπο, το οποίο φέρε το όνομα. Επρόκειτο για είδος συμπαθητικής μαγείας, ένα είδος μαύρης μαγείας, γνωστό παντού στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Οι καταπασσαλεύσεις ήταν ομοιώματα του θύματος κατασκευασμένα από κερί, από μόλυβι ή κάποιο άλλο υλικό. Αυτά τα ομοιώματα οι μάγισσες ή οι μάγοι τα έδεναν με δεσμά και τα τρυπούσαν με αιχμηρά αντικείμενα, όπου επιθυμούσαν να προξενήσουν κάποια βλάβη και τα έχωναν σε τάφους ή τα βύθιζαν σε πηγές Ένα τέτοιο συγκεκριμένο ομοίωμα, που ανακαλύφθηκε σε αττικό τάφο και μελέτησε ο R. Wunsch αποδίδεται στον 3ο περίπου πΧ. αι., έχει 6 εκ. ύψος ως τα γόνατα και είναι κατασκευασμένο από μόλυβδο.
Είναι αποκεφαλισμένο, η στάση του είναι γονατιστή, ενώ τα χέρια και τα πόδια είναι δεμένα πίσω με ισχυρά μολύβδινα δεσμά. Δεσμά φαίνονται και στο άνω τμήμα του κορμού, ενώ δύο σιδερένια καρφιά είναι μπηγμένα στο στήθος και την κοιλιά. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει οτι η μαγεία στην αρχαία Ελλάδα εξασκούνταν κυρίως από αμαθείς. Εδώ, λοιπόν, ας εξετάσουμε την περίπτωση της Αθήνας, απ’ όπου προέρχονται οι περισσότερες μολύβδινες πινακίδες με ξόρκια και κατάρες. Από αυτά που διαβάζουμε στους εν λόγω κατάδεσμους είναι λογικό να υποθέσουμε ότι αυτός που καταριόταν το έκανε εναντίον κάποιου ο οποίος συνήθως ανήκε στην ίδια με αυτόν κοινωνική τάξη, δηλαδή εναντίον κάποιου ανταγωνιστή του. Ο κατασκευαστής ασπίδων κα ο σανδαλοποιός δεν καταριόταν ο ένας τον άλλον, όμως ο ασπιδοποιός θα μπορούσε κάλλιστα να καταραστεί έναν ανταγωνιστή του ασπιδοποιό και ο σανδαλοποιός έναν άλλο σανδαλοποιό. Από την αρχαία Αθήνα έχουμε βεβαιωμένες κατάρες εναντίον μαγείρων, δούλων, πορνών, ιδιοκτητών πορνείων, μελών όχι καλλιεργημένων τάξεων.
Ωστόσο, εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε τα λόγια του Αδείμαντου στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα:
Μια από τις ελάχιστες αναφορές για κατάδεσμους έχουμε στο προαναφερόμενο έργο του Πλάτωνα, στον διάλογο που λαμβάνει χώρα, όπως όλοι θυμόμαστε στον Πειραιά, στο σπίτι του μέτοικου Κέφαλου, ενός από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Αττικής: «Πως», ρωτάει κάποιος, «μπορεί να επηρεάσει τους θεούς ώστε να επιτρέψουν να διαπραχθεί αδικία;». Τότε ο Αδείμαντος παίρνει τον λόγο και υποδεικνύει δύο τρόπους:
Ο ένας είναι να… ανοίξει σχολή ρητορικής, για να διδάσκει στους ανθρώπους τον τρόπο να διατυπώνουν κατασκευασμένα επιχειρήματα. Παρών στη συζήτηση χωρίς όμως να συμμετέχει, είναι ο γιος του Κέφαλου Λυσίας, γνωστός για τη ρητορική σχολή του και διασημότερος των ρητόρων της Αττικής, για το οποίο αυτή η στιγμή θα πρέπει να υπήρξε πάρα πολύ ενοχλητική…
Η άλλη μέθοδος που πρότεινε ο Αδείμαντος συνδέεται άμεσα με τι θέμα μας. Υπάρχουν, λέει, περιπλανώμενοι ιερείς (αγύρται), και χρησμοδότες (μάντεις) που πάνε στις πόρτες των πλουσίων ισχυριζόμενοι πως έχουν απ’ τους θεούς τη δύναμη να κάνουν μάγια και κατάδεσμους στους εχθρούς παντός ενδιαφερομένου.
Προφανώς άλλη μια ενοχλητική στιγμή στο σπίτι του ζάμπλουτου Κέφαλου…
Στην Αθήνα, πάντως, οι περισσότερες τέτοιες πινακίδες που έχουν βρεθεί, στρέφονται κατά αντιδίκων σε δίκες. Μάλιστα, τις κατάρες δεν τις γλυτώνουν ούτε οι μάρτυρες της δίκης… «Καταδέω τον Σμινδυρίδην και όσους τον υποστηρίζουν προς την Ερμή τον Εριόνιο και προς την Περσεφόνη και προς τη Λήθη. Καταδέω το νου του, τη γλώσσα του, την ψυχή του και όσα κάνει εναντίον μου σε σχέση με τη δίκη που ο Σμινδυρίδης έχει ξεκινήσει εναντίον μου». Εδώ, όμως, πρέπει να σημειώσουμε ότι μερικές πινακίδες στρέφονται ρητά κατά του κακού και όσων το διαπράττουν. Ας δούμε το κείμενο ενός τέτοιου καταδέσμου που βρέθηκε στην αρχαία αγορά των Αθηνών, η οποία χρονολογείται στον 1ο ή 2ο αιώνα μ.Χ.: «… Καταγράφω και καταθέτω στον Πλούτωνα, στις Μοίρες, στην Περσεφόνη, στις Ερινύες και σε κάθε κακό ον. Καταθέτω και στην Εκάτη. Καταθέτω στις δύο θεές του Κάτω Κόσμου και στον αρωγό Ερμή. Καταθέτω εναντίον εκείνων που έκλεψαν από την οικία μου από την οδό που ονομάζεται Αχελώου, και οι οποίοι έκλεψαν αλυσίδα, στρώματα τρία, αραβικό κόμι, σύνεργα, λιναρόλαδο, μαστίχη, πιπέρι και πικραμύγδαλο. Καταθέτω εναντίον όσων είδαν την κλοπή και αρνούνται να το πουν. Καταθέτω εναντίον όλων εκείνων που δέχτηκαν τα κλοπιμαία που αναφέρονται στην καταγραφή. Εσύ, δε, δέσποινα Εκάτη ουρανία, Εκάτη του Κάτω Κόσμου, Εκάτη των τρίστρατων, Εκάτη τριπρόσωπη, Εκάτη μονοπρόσωπη, ξερίζωσε την καρδιά εκείνου ή εκείνων που έκλεψαν τα πράγματα που αναφέρονται στην καταγραφή και κάμε αδιάβατη γι’ αυτούς τη γη, τη θάλασσα άπλευστη, τον βίο αβίωτο, παιδιά να μην αναστήσουν, αλλά χαμός και αρρώστια να πέσει επάνω του ή επάνω τους. Ως επόπτης, συ (Εκάτη), το χάλκινο δρεπάνι στρέψε ενάντιά τους, να τους πετσοκόψει…».
Κύρια θεότητα της Μαύρης Μαγείας ήταν η Εκάτη και δευτερευόντως ο Ερμής, ενώ κατά την ελληνιστική περίοδο προστέθηκες και ο αιγυπτιακός θεός Σηθ. Στη ρωμαϊκή περίοδο οι κατάδεσμοι εκτός από τα νεκροταφεία αφήνονταν επίσης σε πηγάδια, λόγω της υποτιθέμενης επικοινωνίας των υπογείων νερών με τον Κάτω Κόσμο, αλλά και στα κατώφλια ή στους τοίχους των σπιτιών των θυμάτων.
Μετά το θάνατο του Γερμανού, θετού γιού του αυτοκράτορα Τιβέριου, στην Αντιόχεια (19 μ.Χ.) ανακαλύφθηκαν σε κρυψώνα στους τοίχους του σπιτιού του κατάδεσμοι με το όνομά του, των οποίων την δραστηριότητα αύξανε η παρουσία μουμιοποιημένων σαρκών πτωμάτων και σταχτών πιτσιλισμένων με αίμα.
Οι κατάδεσμοι του ιπποδρόμου τοποθετούνταν συνήθως στα δυσκολότερα σημεία του στίβου, στην εκκίνηση ή στο σημείο τερματισμού, με σκοπό να προκαλέσουν ατύχημα κατά τη διέλευση του άρματος από εκεί… Χαρακτηριστικό των ύστερων καταδέσμων είναι η χρήση των «βαρβάρων ονομάτων», φθόγγων, κυρίως φωνηέντων, ή λέξεων που παραπέμπουν στα φοινικικά, εβραϊκά, ασσυριακά και αιγυπτιακά και αντιστοιχούν στα μυστικά ονόματα των θεοτήτων και των δαιμόνων.
Τέτοια ονόματα απαντούν σε αφθονία στους δικαστικούς καταδέσμους της Κλαυδιόπολης και του Βυζαντίου (Κωνσταντινούπολης).
Κάποτε οργανώνονταν σε γεωμετρικά σχήματα, π.χ. τρίγωνα ή ρόμβους. Ανάλογο ρόλο έπαιζαν και οι «χαρακτήρες», σύμβολα που θυμίζουν γράμματα του αλφαβήτου, αλλά με πιο σύνθετη κατασκευή.
Τα βάρβαρα ονόματα και οι χαρακτήρες, εκτός του ότι είναι η γλώσσα που οι δαιμονικές δυνάμεις καταλαβαίνουν ώστε να εξαναγκαστούν να συνδράμουν το μάγο, δημιουργούσαν την απαραίτητη ατμόσφαιρα υποβολής στον πελάτη.
Η μαγεία εκτός ελληνικού χώρου
Η Χαλδαία ή η Ν. Βαβυλώνα θα μπορούσε ίσως να προσδιοριστεί ως ο γνωστότερος τόπος γέννησης της μαγείας, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές επικλήσεων, που έφθασαν ως εμάς από το 800 Π.Κ.Ε. Αυτές οι πηγές αντιγράφηκαν από ασσύριους ιερείς, από αρχαιότερες Βαβυλωνιακές. Στον κώδικα του Χαμουραμπί (2.000 Π.Κ.Ε..) προβλέπεται η δοκιμασία του νερού για εκείνον που κατηγορείται ως μάγος, αλλά και για τον κατήγορο. Αν ο κατηγορούμενος πνιγόταν, η περιουσία του μεταβιβαζόταν στον κατήγορο. Αν σωζόταν, τότε ο κατήγορος θανατωνόταν και η περιουσία του μεταβιβαζόταν στον κατηγορούμενο.
Αυτό, βέβαια, στην περίπτωση που δεν ήταν σίγουροι για το αν ευσταθούσε η κατηγορία. Σε διαφορετική περίπτωση αποδεδειγμένης κατηγορίας η ποινή προέβλεπε θανάτωση, ιεροδικία. Οι Ιουδαίοι με τη σειρά τους ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με τη μαγεία, γεγονός που αντανακλάται στους αυστηρούς νόμους ενάντια στη μαγεία και τις προειδοποιήσεις των προφητών (Έξοδος, xxii, 18, Δευτ. xviii, 10, Βασ. Α΄, xxi, 6 κ.α.).
Παρόλες τις προειδοποιήσεις η ιουδαϊκή μαγεία άνθισε, ιδιαίτερα κατά την εποχή της γέννησης του Ιησού, προς την παραδοσιακή γραμμή του Ταλμούδ, γεγονός που πιστοποιείται αργότερα από τον Ωριγένη.
Οι Έλληνες θεωρούσαν τη Θεσσαλία και τη Θράκη ως περιοχές που ήταν ιδιαίτερα εθισμένες στη μαγεία και τη χρήση της για προσωπικούς σκοπούς.
Η θεά Εκάτη ήταν εκείνη που προΐστατο σε κάθε τελετουργική πράξη, μια θεότητα ξένη την οποία εισήγαγε ο Ησίοδος στην Κοσμογονία του. Ωστόσο, ο χθόνιος Ερμής, ο ψυχοπομπός είναι η μεγαλύτερη σε ισχύ θεότητα που απαντάται σε παρόμοιου είδους τελετουργίες, μαζί με την Αρτέμιδα μια άλλη συμβολική όψη της Σελήνης. Ευρεθέντες κατάδεσμοι
Ο πρωτόγονος άνθρωπος που πίστευε στη δύναμη της «συμπαθητικής μαγείας» και προσπαθούσε να γονιμοποιήσει τη γη, θάβοντας σύμβολα γονιμότητας, χρησιμοποιούσε ανάλογα σύμβολα για να εξαναγκάσει τα άλλα μέλη της κοινότητας σε δράση προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Οι καταπασσαλεύσεις ή οι κατάδεσμοι, οι μαγικοί πάπυροι στην Αίγυπτο και την Ελλάδα ή οι ρωμαϊκοί defixiones, είναι τα μέσα για την άσκηση αυτού του είδους της μαγείας μέσω της κατάρας.
Οι καταπασσαλεύσεις είναι ομοιώματα του θύματος κατασκευασμένα από κερί, από μόλυβι ή κάποιο άλλο υλικό. Αυτά τα ομοιώματα οι μάγισσες ή οι μάγοι τα έδεναν με δεσμά και τα τρυπούσαν με αιχμηρά αντικείμενα, όπου επιθυμούσαν να προξενήσουν κάποια βλάβη και τα έχωναν σε τάφους ή τα βύθιζαν σε πηγές.
Ένα τέτοιο συγκεκριμένο ομοίωμα, που ανακαλύφθηκε σε αττικό τάφο και μελέτησε ο R. Wunsch αποδίδεται στον 3ο περίπου π.Χ. αιώνα, έχει 6 cm ύψος ως τα γόνατα και είναι κατασκευασμένο από μόλυβδο.
Είναι αποκεφαλισμένο, η στάση του είναι γονατιστή, ενώ τα χέρια και τα πόδια είναι δεμένα πίσω με ισχυρά μολύβδινα δεσμά. Δεσμά φαίνονται και στο άνω τμήμα του κορμού, ενώ δύο σιδερένια καρφιά είναι μπηγμένα στο στήθος και την κοιλιά. Από το ίδιο υλικό, το μολύβι, κατασκευάζονταν και οι κατάδεσμοι.
Οι κατάδεσμοι, που εκτείνονται σε μια χιλιετία, από το 500 π.Χ. έως το 500 μ.Χ περίπου και φαίνεται πως είχαν ευρύτατη λαϊκή απήχηση, ήταν πλάκες μεταλλικές, χαραγμένες με μαγικούς χαρακτήρες και κατάρες.
Θάβονταν, επίσης, σε τάφους, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η ανακάλυψη ή η καταστροφή τους και συνεπώς να εκτείνεται απεριόριστα η διαιώνιση της γοητείας και του προτιθέμενου κακού.
Ο αρχαιότερος πιθανώς κατάδεσμος ανακαλύφθηκε στη Σικελία και χρονολογήθηκε στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα. Αρκετοί, επίσης, έχουν αποκαλυφθεί σε ανασκαφές της Αττικής, που χρονολογήθηκαν στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, ενώ η παρουσία τους γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στον 4ο και τον 3ο π.Χ. αιώνα.
Ανάλογα με το ζητούμενο αποτέλεσμα οι κατάδεσμοι στοχεύουν στην ερωτική έλξη ή αντίστροφα στην ερωτική απομόνωση του αντίπαλου, στην αποτυχία του σε θέματα προσωπικής ευημερίας και εργασίας, στη φίμωση της γλώσσας του, στην αποτυχία αντιδίκων στο δικαστήριο, στην παράλυση του νου και της γλώσσας κατά τη διάρκεια της δίκης. Οι πρωιμότεροι είναι στραμμένοι προς την κατεύθυνση των δικαιϊκών πρακτικών, ενώ οι μεταγενέστεροι εντοπίζονται σε ερωτικά και αθλητικά θέματα.
Σε αρκετές περιπτώσεις γινόταν ευρεία χρήση των κατάδεσμων για νίκη σε αρματοδρομίες. Βέβαια, η επιγραφή από μόνη της δεν είχε την ιδιαίτερη μαγική δύναμη, που συμπληρωνόταν με τις «γοητείες», επικλήσεις που ψάλλονταν στους τάφους προς τους νεκρούς ή τους χθόνιους δαίμονες.
Σε αυτή την ιδιαίτερη μεταγλώσσα έχουν μεγάλη δύναμη τα ονόματα θεοτήτων όπως η Εκάτη, σύμβολο της σκοτεινής σελήνης, ο Ερμής, η Περσεφόνη, η Δήμητρα, η Κόρη, η επίσης σεληνιακή Άρτεμις και άλλες υποχθόνιες θεότητες ή δαιμονικά όντα, όπως οι Ερινύες ή οι νεκυο-δαίμονες του Κάτω Κόσμου.
Κλασικό θέμα για την αρχαία μαγεία είναι φυσικά το δεύτερο ειδύλλιο του Θεόκριτου, όπου η Σιμαίθα η μάγισσα, προκειμένου να φέρει πίσω τον Μύνδιο Δέλφη που την εγκατέλειψε, ετοιμάζει τα μαγικά της φίλτρα δίπλα στη θάλασσα. Επικαλείται το Μαγικό Πτηνό ως ενδιάμεσο αγγελιαφόρο και την Αρτέμιδα, αυτή που δύναται να σείσει τις κολώνες του Aδη, τονίζοντας έτσι την υποχθόνια δύναμή της.
Σε αυτή τη μυστηριώδη μεταγλώσσα συχνή είναι η χρήση του ρήματος εξορκίζω. Για να υπακούσει ο δαίμονας απαιτείται ο όρκος της δέσμευσής του.
Ένας όρκος βέβαια που επιβάλλεται από το γητευτή, αλλά δείχνει καθαρά τη νομοτελειακή δύναμη του όρκου και τη σχέση του με τον απαράβατο νόμο, γραπτό ή άγραφο.
Η ανυπακοή στον όρκο από το άτομο είναι παράβαση του νόμου και ως τέτοια προκαλεί κλυδωνισμούς στη σταθερότητα της κοινότητας. Άλλοι συνηθισμένοι ρηματικοί τύποι είναι εκείνοι του καταδίδημι, καταδώ, δέω, καταγράφω, ανατίθημι, κ.λπ., που συμπληρώνουν τη μαγική γλώσσα των κατάδεσμων.
Στην ίδια γλώσσα το μαγικό πτηνό Ίυγξ είναι ισότιμο της έννοιας της Σειρήνας και ως τέτοιο έχει άμεση σχέση με τον κόσμο των δαιμόνων. Βέβαια, η τέλεση τέτοιων τελετουργιών, όπως αυτή της Σιμαίθας, είναι αρκετά συχνή και πριν την εποχή του Θεόκριτου. Τούτο φαίνεται από τη θέση που παίρνει ο Πλάτωνας στους Νόμους του, όπου θεωρεί αναγκαίο να έχει η ιδανική πολιτεία διάταγμα ενάντια σε όποιον προσπαθεί να σκοτώσει ή να τραυματίσει κάποιον ασκώντας μαγεία, όπως και ενάντια σε εκείνους που προκαλούν φυσική βλάβη.
Τι γράφει ο Fritz Graf στο H Μαγεία στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)
Ο ελβετός μελετητής Fritz Graf, γνωστός για τα βιβλία του πάνω στην αρχαιοελληνική μυθολογία και θρησκεία, διευθυντής του τμήματος Επιγραφικής του Ohio State University, αναλαμβάνει να απαντήσει στο παραπάνω και σε πολλά παρόμοια ερωτήματα μέσα από το φιλόδοξο βιβλίο του
H Μαγεία στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα.
Το υλικό του βιβλίου δομείται θεματικά, αν και στο κάθε κεφάλαιο ο συγγραφέας ακολουθεί υποτυπωδώς τη χρονολογική εξέλιξη. Μετά από την εισαγωγή, όπου ερευνάται το θέμα των πηγών και παρατίθεται μια σύντομη ιστορία της έρευνας πάνω στην αρχαία μαγεία, ακολουθεί ένα κεφάλαιο για την ορολογία που χρησιμοποιείται για την περιγραφή των μαγικών πρακτικών και των ατόμων που τις εξασκούν.
Τα επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο ζήτημα του πώς οι Ελληνες και οι Ρωμαίοι χαρακτήριζαν κάποιον μάγο και τον διέκριναν, για παράδειγμα, από τον μάντη, και τι αυτός ο χαρακτηρισμός υποδήλωνε.
Στο τέταρτο κεφάλαιο επαναλαμβάνεται αυτή η διαδικασία, όχι μέσα από την οπτική γωνία της κοινωνίας αλλά από αυτή του μάγου, πώς δηλαδή ο ίδιος ο μάγος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και την «τέχνη» του.
Εδώ εξετάζονται επίσης οι τελετές μύησης των μάγων και συγκρίνονται με αυτές των μυστηριακών λατρειών με τις οποίες έχουν αρκετά κοινά σημεία.
Στο πέμπτο κεφάλαιο ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τις πιο «σκοτεινές» όψεις τις αρχαίας μαγείας, εδώ αναλύεται η πρακτική της κατάδεσης που αναφέραμε παραπάνω και η χρήση μαγικών ειδωλίων (κούκλες βουντού).
Ακολουθεί ένα κεφάλαιο για τις λιγότερο απειλητικές για τις σύγχρονες ευαισθησίες πρακτικές της «ερωτικής» βασκανίας και της μαντείας, όπου δίνεται περισσότερο βάρος στις απεικονίσεις της μαγείας στη λογοτεχνία και στα προβλήματα που ανακύπτουν από τη χρήση των λογοτεχνικών κειμένων ως πηγών για τη μελέτη του φαινομένου. Στο τελευταίο κεφάλαιο αναλύονται διάφορα θεωρητικά μοντέλα που προσπαθούν να εξηγήσουν τη φύση των μαγικών τελετουργιών, ποια είναι η βαθύτερη «λογική» που τις διέπει.Πηγη: Netnews.eu |