Ε, λοιπόν καλά μου το έλεγε η φίλη μου η Μπέρνη ότι είναι κακιά γρουσουζιά να παίρνεις αναρρωτική και να καμώνεσαι τον άρρωστο-ψόφιο κοριό. Ό,τι κοροϊδεύεις το λούζεσαι. Άσχετο αυτό!!! Πήγα κι εγώ ο τάλας, παραμονές Χριστουγέννων να πάρω μούφα άδεια από γιατρό-διευθυντή δημόσιου νοσοκομείου καθ’ ότι η σκύλα η προϊσταμένη μου (κακό ψόφο να έχει!!!) [που λέει ο λόγος, οι τυπωμένες κατάρες δεν πιάνουνε…] καθ’ ότι η τρισκατάρατη, η ορκοπάτις, δεν μου έδινε κανονική άδεια για να μπορεί να την κοπανάει αυτή με διάφορους γκόμενους στα ξενοδοχεία της περιοχής για να αλωνίζει και να αναγκαζόμαστε εμείς οι ταλαίπωροι οι κολλήγοι να την καλύπτουμε την ανόσια που πάτησε τους συζυγικούς όρκους και τους ξαναπάτησε και τους …καταπάτησε.
Μου γράφει ο καλός γιατρός «κνίδωση» παίρνω εγώ πέντε μέρες άδεια, γυρίζω σπίτι, πάω στο μπάνιο και τι να δω; Γεμάτος ο δικός σου με καντήλες από πάνω έως κάτω. Πουά έγινα για να θέλω αναρρωτικές χριστουγεννιάτικα. Με έπιασε απελπισία, πανικός, μία τρέλα, ένα πράμα. Ξαναπάω στον φίλο μου. Με εξετάζει. Μου γράφει μια σειρά εξετάσεων. Μου παίρνει αίμα μια συμπαθής γεματούλα προς το χοντρούλα. Λέμε για δίαιτες, για την κόρη της, για την κυτταρίτιδα κι άλλα αντιαισθητικά. Παραδίδω μόνος μου τα φιαλίδια με το αίμα μου σε διάφορους ορόφους. Σελφ-σέρβις, που λένε. Μου δίνουν κάτι αποδείξεις εκεί που πλήρωσα (όχι εγώ, το ταμείο μου δηλαδή, τουτέστιν πάλι εγώ και πολύ …τσουχτερά), περιμένω τις απαντήσεις…
Την άλλη μέρα, το μεσημέρι, κατά τις μία, πηγαίνω στο βρεχούμενο κιόσκι να παραλάβω τα αποτελέσματα, δίνω τις αποδείξεις, τις μελετά η βαρυσήμαντος υπάλληλος με το γυαλί πρεσβυωπίας, μου τυπώνει κάτι σελίδες επί σελίδων, τις παίρνω εγώ ανύποπτος, πάω παραπέρα – γιατί είχε και …ουρά η …ταλαίπωρος! – τις ανοίγω τις εξετάσεις και τι να δω; Τι να μη δω; Και πώς να σας το ομολογήσω;
«Τελικά, είμαι σοβαρά άρρωστος!!!», πρόλαβα να αρθρώσω πριν λιποθυμήσω. Έτρεξαν κάτι περαστικοί, κατέφθασαν κι οι νοσοκόμοι, με ξάπλωσαν σε ένα κρεβάτι στα επείγοντα κι άρχισαν να συσκέπτονται οι εφημερεύοντες γιατροί με ύφος εξόχως σοβαρόν. Κάτι για νεφρική ανεπάρκεια, υψηλό διαβήτη, ηπατική δυσλειτουργία και χαμηλό αιματοκρίτη πρόλαβα να ξεκρίνω.
Τότε ήρθε μια λάμψη στο μυαλό μου, άναψε κι έγινε πυρκαγιά. «Λες», λέω από μέσα μου, «να μην είμαι εγώ»; Να μην είναι δικά μου τα αποτελέσματα του τσεκ-άπ. Ζητάω από το καλό ιατρικό προσωπικό να δω τα χαρτιά. Μου τα δίνουν με μισή καρδιά και λοξό μάτι. Με έχουν για ξεγραμμένο. Είναι φανερό. Κοιτάω και τι να δω; Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου τού Νικολάου (ενώ εγώ είμαι τού Μηνά), ετών: 80. «Καλά», λέω, στους έμπειρους αλλά ζαλισμένους από την πολυκοσμία γιατρούς, «σας φαίνομαι για ογδόντα ετών»; «Εεεε…», κάνει στραβώνοντας τα μούτρα της μια ξινή. «Έξινος και ξερό σου, μωρή», λέγω και πετάγομαι από το κρεβάτι ως αίλουρος. Όπου φύγει-φύγει. Ούτε γύρισα πίσω μου να δω. Σαν τη γυναίκα του Λωτ ένα πράμα. Έστειλα την άλλη μέρα να μου πάρουν τα σωστά αποτελέσματα των εξετάσεων. Δεν είχα τίποτα. Και δεν είμαι ογδόντα ετών. Πενήντα τρία, μόνον.
53. Και χέζω άκρας υγείας. Αμ πως!!!