Όταν χώρισα τότε από τη συχωρεμένη πια σύζυγο, αποφάσισα λοιπόν, όπως όλοι οι ζωντοχήροι, να το ρίξω έξω και να το βάζω …μέσα όπου βρω και μου κάτσει (που λένε). Βρήκα λοιπόν μια πρόθυμη ύπαρξη, πανέμορφη, κούκλα και κόρη αστυνομικού της Δίωξης Ναρκωτικών, που την παρακολουθούσε λέει μην κακοπέσει κι εξωκείλει.
Προφανώς εμένα με ενέκρινε, γιατί δεν διαπίστωσα καμιά βιαιοπραγία εις βάρος μου. Φαντάσου τι θα ήταν οι προηγούμενοι! Κάθε απόγευμα η πεταχτούλα, ερχόταν μέσα στη ζέστη (ήταν «θείος Ιούλιος μην») και βγάζαμε τα μάτια μας με κραυγές και υλακές. Ευτυχώς που ήταν δικό μου το διαμέρισμα, αλλιώς ο σπιτονοικοκύρης θα με είχε ξαποστείλει). Ήρθε λοιπόν και η ώρα να κανονίσουμε τις καλοκαιρινές μας διακοπές (ο Αύγουστος επλησίαζε, «εμπρός βήμα ταχύ…» [αυτό είναι για άλλον μήνα – τέλος πάντων – έναν αχταρμά τα έχω κάνει μέσα στο κεφάλι μου – ας είναι]).
Συμφωνήσει λοιπόν με την πηδηχτούλα να περάσουμε τον μήνα του μέλιτος (που λέει ο λόγος) στο Παρίσι, σε ένα δώμα που μου παραχωρούσε μια πρώην φοιτήτριά μου. Όλα ωραία και καλά, ρυθμίσαμε και τα εισιτήρια, τα έξοδα μισά-μισά, «ευρωπαϊκά πράγματα, όχι ανατολίτικα: η γυναίκα είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου – μετά το σκύλο, βεβαίως»… φτιάξαμε και τις βαλίτσες μας, όχι τίποτα βαρύ, γιατί δεν έχει ασανσέρ η ιστορική πολυκατοικία της Μονμάρτης, επτά όροφοι είναι ζόρικο πράγμα, γλιτώνεις το τεστ-κοπώσεως…
Κι εκεί που όλα (νόμιζα ότι) πήγαιναν τέλεια και κυλούσε το νερό στ’ αυλάκι, ιδού και το αναπάντεχον. Αφού τα είχαμε όλα πληρώσει μετρητοίς (ποτέ με κάρτα, τότε) και πλησίαζε η αναχώρησις, ένα απόγευμα-σούρουπο-προς το βραδάκι – μετά την δύσιν του ηλίου, κι αφού της είχα πετάξει τα μάτια έξω από τρεις φορές στην καθισιά (3 επί 3 ίσον 9), εκείνη πήρε το δειλό, τρομαγμένο ύφος της γεγαμημένης παρθένας, κοκκίνισε, κατέβασε το κεφάλι και είπε: «εγώ… πειράζει να μην έρθω;». Έμεινα έκπληκτος. Έμεινα ενεός. «Μένω άναυδος – μένω Σόλωνος», που λένε. Την πίεσα να μου πει το γιατί. Μετά από κλάματα και παρακάλια, αυτή συναίνεσε να εξηγηθεί και να δοθεί μια συναινετική λύσις εις τον σύντομον, πλην όμως αξέχαστον δεσμόν μας – εμ βέβαια, έφυγε ακριβώς στην κατάλληλη στιγμή. «Τι δεν αντέχεις πάνω μου;» επιμένω να τη ρωτάω. «Αυτό το αδιάκοπο το ασταμάτητο ντούκου-ντούκου. Πονάει το πιπί μου», απαντάει επιτέλους εκείνη οργισμένη, εκτός εαυτού, έξω από τα ρούχα της και τα νερά της. Γέλασα και πήγα στο μπάνιο να πλύνω τον …φταίχτη. Με μπεταντίν-σολούσιον (α!!! όλα κι όλα παστρικά πράγματα). Όταν γύρισα εκείνη είχε φύγει. Δια παντός. Έσβησα το τηλέφωνό της από τη μνήμη του κινητού μου. Δεν την ξαναείδα. Πέρασα στο μαγικό ερειπωμένο, αυγουστιάτικο Παρίσι τον πιο μοναχικό μήνα της ζωής μου. Ούτε στο Άγιον Όρος έτσι. Μόνο ένα βράδυ, σε έναν σινεμά τέχνης, από τους λίγους που λειτουργούσαν και στις διακοπές μια καλοντυμένη κυρία, συνοδευόμενη από τον μνηστήρα της, δέχτηκε να μου …τον παίξει, με ολομέταξο ροζ γάντι παρακαλώ. Δεν κατάλαβε ποτέ, αν ο άντρας της – ο συνοδός της, όποιος κι αν ήταν τέλος πάντων – έβλεπε, συναινούσε και το απολάμβανα. Τώρα, μετά τα πενήντα, που βρήκα επιτέλους το …μέτρο, δεν με πλησιάζει άνθρωπος, λόγω κοιλάρας, καράφλας, προγουλιού κι έκδηλης ασχήμιας, μετά αγαμησιάς. Αυτά τα δυο συνήθως πάνε μαζί. Ας πρόσεχα, τότε που τα είχα… τα νιάτα και τον πριαπισμόν!