Η ανοϊκή αυτοδίδακτη χειροτέχνις στην οδό Προμάχου

Η ανοϊκή αυτοδίδακτη χειροτέχνις στην οδό Προμάχου

Το είδα κι αυτό κι απομουρλάθηκα, ο ζαβός!!! Μιαν ανοϊκή γιαγιά με ακράτεια, αλλά αυτοεξυπηρετούμενη [στο περίπου, μπορούσε να πληρώνει μια οικιακή βοηθό μόνον για τρεις ώρες την ημέρα – για τα βασικά]… μια γιαγιά που δε θυμότανε πάντα πώς τη λένε, ούτε πόσα παιδιά είχε [τρία και την είχανε διαγράψει μέχρι που άρχισε να βγάζει χοντρό μεροκάματο και την ξαναθυμήθηκαν]… αυτή η ημι-κατάκοιτη λοιπόν, έπαιρνε χάλκινα σύρματα που της χάριζε γνωστός φίλος της [από τα παλιά] κοσμηματοπώλης, πώς τα έκανε, πώς τα λύγιζε, πώς τα τύλιγε, πώς τα έπλεκε με τα μαγικά δαχτυλάκια της [τήγκα στην αρθρίτιδα και στην παραμόρφωση] κι έφτιαχνε αντίγραφα μυκηναϊκών κοσμημάτων, με τον δικό της δημιουργικό τρόπο, χωρίς να έχει καν μπροστά της τα πρωτότυπα. Όλα από μνήμης, μιας και δεν έβλεπε πια.

Ήταν σχεδόν τυφλή στα ενενήντα πέντε της (!!!) κι από το ένα αυτί δεν άκουγε σχεδόν καθόλου. Το άλλο απλώς …βαριάκουε (εγώ πιστεύω όμως ότι έπασχε από εκλεκτική κώφωση κι απομονωνόταν έτσι από το περιβάλλον)… Η απίστευτη αυτή δεξιοτέχνης μικροτεχνίτις, χωρίς εργαλεία, χωρίς πηγές θερμότητος, μόνο τα χέρια της και τα σύρματα (που δεν υπάκουαν πάντα) έφτασε κάποια στιγμή (λίγο καιρό μετά που την γνώρισα, χάρη στην κοινή οικιακή βοηθό μας)… έφτασε να βγάζει μέχρι κι εκατό ευρώ την ημέρα, αφορολόγητα! Ο κοσμηματοπώλης τα πωλούσε σε ειδική προθήκη για τουρίστες και σε φιλικές τιμές, για να βοηθήσει την ταλαίπωρη γιαγιά που ζούσε με μια πενιχρή σύνταξη (την κατώτατη του ΙΚΑ). Δεν τόλμησα ποτέ να καταδεχτώ να πάρω κάποιο από αυτά τα χειροτεχνήματα, που μου προσέφερε αφειδώς η τεχνίτις, μιας και ήμουν ο καλύτερος ακροατής της.

Η ιστορία της ζωής της ήταν με λίγα λόγια τραγική: στην καταστροφή της Σμύρνης, το 1922, είδε να σφάζουν μπροστά της πατέρα, μάνα, παπού, γιαγιά, θείους και θείτσες κι απέμεινε αυτή, οκταετής, να σέρνει τα μικρότερα αδελφάκια της, τεσσάρων και πέντε, να παίζουν το κρυφτό πίσω από κάτι σακιά με αλεύρια και όσπρια μέχρι να περάσει το κακό. Μετά, ο δουλέμπορος τα έβαλε όλα μαζί σε ένα αμπάρι με προορισμό τη Θεσσαλονίκη, κι εκεί βρέθηκε παντρεμένη στα δεκατέσσερα με τον παιδεραστή σύζυγό της, που της έσπειρε τρία παιδιά μέχρι τα δεκαοκτώ, μετά περιορίστηκε να τη σοδομίζει – «μέχρι που έπαθα ακράτεια, παιδί μου, με το συμπάθειο» – κι αναζήτησε αλλού φρέσκια σάρκα. «Ταλαίπωρο γυναικείο είδος, ταλαίπωρο. Μετά έφυγε, πτώχευσε; Τον κυνηγούσανε για τις λαμογιές του; Απέμεινα μόνη να μεγαλώνω τρία ορφανά. Αχάριστα όλα τους. Σκυλιά μαύρα, λυσσασμένα, άγρια, ίδια ο  πατέρας τους. Άμα τους δεις να περνάνε αυτή την πόρτα και δεν τα αναγνωρίσω, να μου πεις να φωνάξω την αστυνομία να τα πετάξει έξω. Κοράάάκιαααα. Μυρίστηκαν ψητό και όρμηξαν. Μετά ξαναπαντρεύτηκα στο Βόλο. Καλοπέρασα αυτή τη φορά, γιατί ήταν «αδελφή» και δεν με άγγιζε. Με σεβόταν. Τη δική του μικροσύνταξη κληρονόμησα κι έτσι μπορώ να ζω, όπως-όπως. Τελικά, παιδί μου, είχα μια …ωραία ζωή!!!».

«Αν αυτή η ζωή είναι ωραία, εγώ έχω ζήσει στον Παράδεισο», σκεφτόμουνα και την άκουγα να μου εξομολογείται τακτικά όλο τα ίδια και τα ίδια, μέχρι που μπούκαραν μια μέρα τα παιδιά της [τρεις μαντραχαλάδες μέχρις εκεί πάνω] και με πέταξαν έξω με τις κλωτσιές γιατί «εκμεταλλευόμουν» λέει τη φτωχή τη μάνα τους. Εγώ;! Το άκουσα κι αυτό. Ακόμα μία αδικία πάνω στις άλλες. Συσσωρευτική επίδραση…

 

Leave A Response