Σεξουλιάρα Υπηρεσία (η σάρα, η μάρα, το κακό συναπάντημα κι άλλα φυτά εσωτερικού χώρου)

Σεξουλιάρα Υπηρεσία (η σάρα, η μάρα, το κακό συναπάντημα κι άλλα φυτά εσωτερικού χώρου)

Το ρήμα «γυφτίζω» το είπε μία σεξομανιακή σχολιάζοντας το …μανόν μιας άλλης, ανταγωνίστριάς της (ως προς τα μάτια ενός περιζήτητου κοιλαρά παντρεμένου με προσόντα – καλά, πού το είχε; Αυτός δεν το εύρισκε το πουλί του ούτε για να κατουρήσει. Βεβαίως από γλώσσα πήγαινε καλά. Κι από πορτοφόλι καλύτερα, χοντρύτερο κι από από την …κοιλιά του – μές στη μίζα και στα εξωϋπηρεσιακά χωμένος ο διαπλεκόμενος – όλα τα ιδιωτικά έργα στο πιάτο – αμ πώς;!;!;! Κυκλοφορούσαν φήμες ότι πολλές ανώνυμες τεχνικές εταιρείες του Χρηματιστήριου ήταν δικές του. Μα τι γύρευε τότε, ο …Μεφιστοφελής, να παριστάνει τον απλό υπάλληλο; Αυτό το καταλάβαμε όταν πήρε σύνταξη. Εκεί ένιωθε εξουσία, Τζέκυλ και Χάϊντ ένα πράμα. Άσε που, από καιρού εις καιρόν, το έπαιζε και Ρομπέν των Δασών και Ζορρό, με αγαθοεργίες κι άλλα τέτοια κουλά… για να θυμηθώ τα καλιαρντά και να μην πάει χαράμι τόση μελέτη του βιβλίου ενός φίλου μου από τα Παρισινά χρόνια, του Ηλία Πετρόπουλου – κλείνει, επιτέλους, αυτή η παρένθεση).

Καλά, αυτό ήταν το λιγότερο. Εμ, η άλλη, η υποχόνδρια παρτουζιάρα κρυφοαδερφή, με τρεις αποτυχημένους γάμους και πέντε εξώγαμα, που κουβάλαγε πάντα το μπεταντίν σολούσιον στην τσάντα της κι έκανε γαργάρα και κολπική πλύση μετά από κάθε συνουσία πίσω από τις ακάνθους του Ζαππείου, κι αφού χαρτζιλίκωνε χοντρά τους επαρχιώτες φαντάρους και τους προνομιούχους τσολιάδες, με τα παραφουσκωμένα …προσόντα (κάτι καρύδες νααααα, αντί για αμελέτητα – από εκεί βγήκε κι η πασίγνωστη αθλητική ιαχή: «είναι βαριά, είναι βαριά, η μαλαπέρδα του τσολιά»). Αυτός λοιπόν ο υποχόνδριος, που μετά από κάθε χειραψία έπλενε τα χέρια του με οινόπνευμα (όχι καθαρό, ποτέ, ξυλόπνευμα που είναι και φτηνό) ήταν ταιριαστή έκφρασις της παροιμίας «χθεσινός κωλομπαράς αυριανός πούστης». Μπινές μέχρι τώρα εθεωρείτο. Μετά τα πενήντα όμως το γύρισε σε τελείως παθητική αδελφή κι αποφάσισε να βιώσει πλέον μόνον τις χαρές της πίσω πόρτας. Πού τον έχανες πού τον εύρισκες, σε τζουρά, τσοντοσινεμάδες και στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης, να τσιμπουκώνει τις τραβεστί με τα μεγάλα βυζιά, έτσι για να έχει άλλοθι ότι είναι και …κρυφοστρέιτ άμα λάχει.

Και καλά αυτός. Αμ οι άλλοι, οι δύο παντρεμένοι πανηδονιστές (από δύο νόμιμα τέκνα έκαστος: «ένα παιδί και μια κόρη» – τόσο φαλλοκράτες)… αυτοί δεν έχαναν την ευκαιρία να παινευτούν για τις πούτσες τους και τις έβγαζαν και τις μέτραγαν πάνω στις φέτες του παλιού καλοριφέρ στο παραδοσιακό κτήριο που κατοικοήδρευε τότε το ευαγές ίδρυμά μας, που μόνο δημόσια υπηρεσία δεν μπορούσε να εννοηθεί, με τόσα άτομα ειδικών …ικανοτήτων και αναγκών.

Αυτοί οι δύο λοιπόν «κύριοι» παρέσυραν έναν εργολάβο κι έναν νεοπροσληφθέντα μηχανικό και μετά από μια παραλαβή δημοσίου έργου στην Αλεξανδρούπολη, τους παγίδευσαν παρασέρνοντάς τους στα χαμάμ της Αδριανούπολης κι αφού τους μέθυσαν κι αφού έριξαν στο ποτό τους το «χάπι του βιασμού», τους ξεκώλιασαν κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν, πριν βγάλουν τα μάτια τους μεταξύ τους και στενάξει η Τουρκιά από το 69, 70, 71, 138. Και τι σημαίνουν αυτά τα νούμερα αγαπητοί αναγνώστες μου; Ελάτε τώρα. Μην μου το παίζετε και τόσον αδαείς. Το 69 είναι γνωστό τοις πάσι (ειδικά στους παπάδες). Οκέι μέχρις εδώ. Πάμε παρακάτω; Εβδομήντα είναι το εξήντα εννέα συν ένα κωλοδάχτυλο. Εβδομήντα ένα: το εξήντα εννέα συν δύο …κωλοδάχτυλα. Όμως το 138; Εδώ σας θέλω τώρα χρυσούλια μου. Δημιουργική φαντασία. Ενεργητικός αυνανισμός. Πείτε το όπως θέλετε, αλλά απαντήστε αν έχετε άι-κιου πάνω από τον μέσο όρο (για τα Βαλκάνια) που δεν ξεπερνάει το ενενήντα. Δεν απαντάτε; Μμμμ. Εδώ σε θέλω κάβουρα. Να το πάρει το ποτάμι; Ωραία. Εκατόν τριάντα οκτώ λοιπόν είναι μία παρτούζα με δύο ζευγάρια που κάνουν εξήντα εννέα. 2 επί 69 = 138!!! Είδατε, τι κενά σας συμπληρώνω τώρα εδώ. Κρίμα στην εγκύκλια μόρφωσή σας. Μα τίποτα δεν ξέρανε αυτοί οι δάσκαλοι; Τίποτα;

Όμως υπάρχει κι άλλο φρούτο σε αυτό το μαγαζί: εξωτικό και ρετρό. Η ανύπαντρη γεροντοκόρη μεσοαστή αδερφή, που ντύνεται σαν άγγλος λόρδος, που παρφουμάρεται, που δεν αντέχει τα υπονοούμενα για τους gay, και τα δικαιώματά τους, που αρνείται κάθε σχέση από το άθλημα κι όντως απέχει. Αρκείται – εντός Ελλάδος – στο χειρογλύκανο. Μην την πάρει και κανένα μάτι. Μόλις όμως βγαίνει εκτός Ελλάδος ξεσαλώνει. Έλα μου όπως που τα έχασε όταν βρέθηκε σε πλήρη αμηχανία, στα τέσσερα η προσκυνηματού, και με τη μούρη χυμένη, στον τσοντοσινεμά της Πουέρτα ντελ Σολ, στη Μαδρίτη καλέ – που μου είστε και αγεωγράφητες! – κι εκεί που άναψαν ξαφνικά τα φώτα για διάλειμμα, χωρίς προειδοποίηση, για τεχνικούς λόγους, «κόπηκε η ταινία», είδε με έκπληξη ότι το παλαμάρι που πιλάτευε με τη γλώσσα της και μπαινόβγαζε στο στόμα της ανήκε στο σώμα του υφισταμένου της στην Υπηρεσία!!! Πού να το φανταστεί ότι το απελευθερωμένο τεκνό και θα ξέφευγε από το σεμινάριο που τους είχαν στείλει (όχι όλους, τους γλείφτες μόνο) μπας και ξεστραβωθούν κι ανοίξουν τα μάτια τους στην αλλοδαπή… αλλά εκείνοι …άλλα άνοιξαν, τα παντελόνια του ο μικρός και τη στοματάρα την απύλωτη η σιχαμένη, η δοντού, η βρωμιάρα με την ουλίτιδα (από πέτρα όμως τίποτα)… Πού να το περίμενε λοιπόν η σιτεμένη ότι το πανούργο τεκνό θα ξέφευγε από το σεμινάριο και θα έψαχνε την ηδονή στα σκοτεινά του δαιδαλώδους τσοντοσινεμά, χαρίζοντας το εργαλείο του σε ισπανικά στόματα, έτσι νόμιζε! Αλλά οι ρωμιοί είναι πανούργοι. Σιγά μην αφήσουν τους ξένους, τους βάρβαρους, τους κουτόφραγκους να απολαύσουν το καλό το …πράμα. Όχι, βέβαια. Θα το δοκιμάσουν πρώτα οι ίδιοι. Όπερ κι εγένετο. Τελικά, δεν ξέρω πώς τα βρήκαν μεταξύ τους και με τη συνειδήσή τους. Μάλλον ο μικρός (ο δαιμόνιος) έκανε τον ανήξερο, τον μουγκό κι ότι είναι κάποιος που του …μοιάζει. Ο άλλος χάρηκε με αυτόν τον συμβιβασμό, τα προσχήματα εσώθησαν, η πράξις ολοκληρώθηκε κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Και η πίττα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος. Εντός υπηρεσίας ήταν πάντα αυστηρός με τον νεαρό. Δεν του χαριζόταν. Όμως όλο και κάποιαν κομπλισιτέ διέκρινες στο βλέμμα τους. Κάτι σαν κούραση παλαιών εραστών, αποκαρωμένων από την τόσην ηδονή.

Και να φανταστείς, ότι σε αυτή τη δημόσια υπηρεσία κανείς δεν δήλωνε γκέι! Απαπαπαπα! Σιγά μην μας βγει και τ’ όνομα. Και τι έκαναν δηλαδή οι άνθρωποι; Κάτι αρπαχτές. Αυτό ήταν όλο. Μην το κάνουμε και θέμα τώρα. Αν ήταν πραγματικοί γκέι, θα το έκαναν καθημερινά, φανερά κι ασύστολα. Τουλάχιστον έτσι νόμιζαν, αυτή την ιδέα είχαν για τους γκέι… Αλλά αυτοί, καμία σχέση. Πέρασαν και δεν …ακούμπησαν. Τρόπος τού λέγειν. Η συνέχεια προσεχώς … «επί της οθόνης» όπως έλεγαν στους παλαιούς κινηματογράφους, επί Χούντας των Συνταγματαρχών (1967-1973).

 

Leave A Response