Τώρα τελευταία, στα πενήντα τέσσερα, κλεισμένα, κατάλαβα γιατί ασχολούμαι με το θέατρο και περιστοιχίζομαι διαρκώς από καλλιτέχνες, λογοτέχνες, ηθοποιούς… ο ένας πιο σαλεμένος από τον άλλονε. Γιατί από την τρυφερή ηλικία άκουγα γύρω μου ανθρώπους να φωνασκούν, να μαλώνουνε, να χτυπάνε πόρτες, να σπάνε τασάκια, να χωρίζουν και πάλι το βράδυ να τρώνε σιωπηλοί γύρω από την εστία. Το τζάκι πάντα αναμμένο τους χειμερινούς μήνες.
Ιστορίες πάνω σ’ άλλες ιστορίες. Κι η ζωή τροφοδοτούσε καθημερινά το καμίνι της έμπνευσής μου: φόνοι, μοιχείες, κτηνοβασίες, έκφυλοι ρασοφόροι, πρόθυμοι καντηλανάφτες, μερακλήδες τροχονόμοι, πισωγλέντικα όργανα της …τάξεως, γυμναστές με …έπαρσιν φαλλού και γυμνάστριες με υγρά μπούτια, αποδυτήρια ποδοσφαιρικών ομάδων και ντροπαλοί τσοντοσινεμάδες, ντάιβ-ιν δίπλα στη σχολή της Αστυνομίας και φυσικά… οι σχολές υποκριτικής: η χαρά του κάθε …κρεατοφάγου που έψαχνε φρέσκο πράγμα. Ας μην σας πω άλλα και σας ζαλίσω. Έχω συνηθίσει από γαϊδουριές ανθρώπων του θεάτρου. Θυμάμαι την αλήστου μνήμης σκηνοθέτιδα (δεν έχει πεθάνει ακόμα, μάλλον έχει πεθάνει και ντράπηκαν να της το πουν – και περιφέρεται εκείνη υπερδραστήρια ως βρικόλακας, έχοντας φεσώσει όλη την Αθήνα, ετούτη θα ζητήσει δανεικά ακόμα κι από τον Χάροντα που θα έρθει να την αρπάξει, αφού οικειοθελώς δεν πρόκειται να τον ακολουθήσει… Ποσώς. Αυτή λοιπόν η πολλαπλώς ευεργετημένη …κυρία, συνήθιζε να προσβάλλει τους ομοτράπεζούς της ουρλιάζοντας φλεγματικώς: «Μην τρώτε σαν αρπακτικά!». Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην τρελή αγένεια του συχωρεμένου ηθοποιού που υποδυόταν το σκηνοθέτη [αυτός έχει πεθάνει – τελειωτικά]. Αυτός λοιπόν ο κύριος, που ανέβαινε στο μηχανάκι κι έτρεχε στην πλατεία Κουμουνδούρου με το μηχανάκι ξημερώματα, κραδαίνοντας μεγάλα χαρτονομίσματα σε άστεγους Κούδρους, προκειμένου να τους πείσει να τον πηδήξουνε, αυτός λοιπόν ο αλιτήριος, όταν δεν είχε …έξοδο μετά από την παράσταση, έπινε φτηνό ουίσκυ, μεθούσε και μ’ έπαιρνε εμένα τον ταλαίπωρο, που κοιμάμαι με τις κόττες γιατί δουλεύω ολημερίς σε τρεις δουλειές για να γηροκομήσω τους καϋμένους τους γονείς μου [μοναχοπαίδι γαρ]… με έπαιρνε λοιπόν άγρια μεσάνυχτα και μ’ έβριζε. Στην αρχή νόμιζα ότι έκανε πρόβες στον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου και του κρατούσα τον ρόλο του …Ορόντ, αργότερα όμως κατάλαβα ότι είχε προσωπικό μένος εναντίον μου [για άγνωστο λόγο] κι αποφάσισα να ξεπατώσω το τηλέφωνο στην κρεβατοκάμαρα και να του κόψω την καλημέρα δια βίου (ευτυχώς ο βίος του δεν κράτησε πολύ).
Η αποθέωση όμως της αγένειας, του σαλέματος και του ακαταλόγιστου των ηθοποιών συνέβη την προηγούμενη Παρασκευή, όταν πήγα να δω γνωστή σιτεμένη σταρ, με τραβηγμένο πρόσωπο, συμπαθέστατη κατά τα άλλα και ταλαντούχα και μετά το καταιγιστικό χειροκρότημα, είχα την ατυχή έμπνευση να πάω να τη συγχαρώ στα καμαρίνια. Με δέχτηκε με πολλή αγάπη, τρυφερότητα και στοργή, καθόλου προσποιητή (καθ’ όσον φέρομαι καλά σε όλους και τους νοιάζομαι ειλικρινώς). Όταν όμως αποφάσισα να σπάσω το ρόλο του …βωβού θαυμαστού και της πρότεινα να γυρίσει την παράσταση σε τηλεταινία αυτή εξεμάνη: «Εγώ δεν είμαι σαν τον…. να πηδάω τον…. για να μου διαφημίζει το τάδε κανάλι την ταινία μου και να σπάω ταμεία. Ακούς;». Άκουγα βεβαίως και ποσώς με ενδιέφεραν τα μπαγιάτικα κουτσομπολιά. Τέλος πάντων βρήκα να πω δυο καλές κουβέντες για το ρόλο της. Μετά εκείνη, για να παίξει την καλή, με ρώτησε τι κάνει ο πατέρας μου. Όταν όμως άρχισα να της αραδιάζω τις παθήσεις του, εκείνη άλλαξε απότομα και καθόλου επιτηδείως θέμα. Τέλος πάντων, το αντιπαρήλθα κι αυτό. Δεν με χαστούκισε κιόλας. Όχι ακόμα. Η αποθέωση ήταν όταν με ρώτησε για έναν κοινό γνωστό μας ποιητή και δημοσιογράφο. Νομίζοντας ότι είναι ήδη ενήμερη και με ρωτάει ρητορικώς, απλώς κάτι να πει, της απάντησα λακωνικώς: «έπαθε ημιπληγία και παραλίγο να μείνει ανάπηρος, αλλά το ξεπέρασε – τώρα περπατάει απλώς με μπαστούνι, που του δίνει και στυλ». Εκεί, σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο εξερράγη η σταρ, που δεν ήταν και ντίβα: «Άντε στο καλό …χριστιανή μου, που ήρθες σήμερα εδώ για να μου φέρεις όλες τις συμφορές του κόσμου μέσα στο καμαρίίίίίίνιιιιιι μουυυυυυυυυ!». Έκανα ότι δεν άκουσα κι απήλθα χαμογελαστός, αφού την ευχαρίστησα για την πρόσκληση. Σε λίγο όμως την είδα να κατεβαίνει ασθμαίνουσα στο φουαγιέ και να κυνηγάει ως λέαινα τον γραμματέα της, που κρύφτηκε πίσω μου [λόγω όγκου μου] για να ξεφύγει. Κάτι του έλεγε για τους ηθοποιούς, τα κοστούμια, τους θεατές – δεν κατάλαβα… Έφυγα συγχυσμένος, ήταν και προπαραμονή πανσελήνου [τι να μας κάνει και το φεγγάρι, που μας πιάνει κάθε φορά σαράντα μέρες πριν και σαράντα μετά;]… Όχι πείτε μου – τι μας φταίει το ταλαίπωρο φεγγάρι; Σε λίγο με προσπέρασε η μαύρη λιμουζίνα με τη σταρ και τον εξ απορρήτων γραμματέα, βοηθό κι έμπιστό της σε τρυφερές περιπτύξεις. Με χαιρέτησαν μάλιστα. «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, πού να δεις ο………[πολλές τελίτσες]».