Η ανοϊκιά, καρκινοπαθής, σχιζοφρενής πολιτικός μηχανικός με το …ζάχαρο (αμάν πια, τι άλλο θα της τύχει της κακομοίρας, ήθελα να ᾽ξερα ποιος τη μούντζωσε!)

Η ανοϊκιά, καρκινοπαθής, σχιζοφρενής πολιτικός μηχανικός με το …ζάχαρο (αμάν πια, τι άλλο θα της τύχει της κακομοίρας, ήθελα να ᾽ξερα ποιος τη μούντζωσε!)

Η κακομοίρα. Η καϋμένη. Η αξιολύπητη!!! Μα ποιος είμαι εγώ για να λυπάμαι τους άλλους; Ο θεός; Επιτέλους.

Για σύνελθε [σε μένα το λέω]. Θυμάμαι μια χήρα με τρία ορφανά, που της είχε αφήσει χρόνους ο μαφιόζος άνδρας της κι έφυγε για τον άλλο κόσμο ξεκοιλιασμένος. Τυπικό «ξεκαθάρισμα λογαριασμών», είπαν οι αρμόδιοι. Οι αρμόδιοι πάντα ξέρουν. Καλώς. Έλεγε λοιπόν η χήρα, την ώρα που ξεσκάτιαζε τις τουαλέτες (με τη μάνικα) στα συνοικιακά ουρητήρια που την είχε διορίσει ένας ψυχοπονιάρης επίσκοπος (με το αζημίωτο! “εις είδος», φυσικά): «Μωρέ καλύτερα να σε φοβούνται παρά να σε λυπούνται. Καλύτερα να κλάνουν πατάτες στο πέρασμά σου, παρά να σου πετούν μικρονομίσματα στο δισάκι σου για να σε ελεήσουν». Αυτήν θυμήθηκα όταν είδα για πολλοστή φορά σε κρίση την ψωροπερήφανη, σχιζοφρενή κι ανοϊκή, καρκινοπαθή και διαβητικιά αρχιτεκτόνισσα του ορόφου μας. Όχι, δεν δουλεύω σε νοσηλευτικό ίδρυμα, ούτε σε σωφρονιστικό ούτε σε ευαγές. Αν κι υπό μίαν έννοιαν, θα ημπορούσε να εκληφθεί και ως τοιούτον, αν λάβεις υπ’ όψιν σου το είδος, τον αριθμόν, και την πάθησιν, των βαρέων περιστατικών που μισθοδοτεί με αυτό το πενιχρόν υπόλειμμα-επίδομα των άλλοτε γενναίων αποδοχών, τότε που «έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα». Το πρόβλημα με αυτή την …κυρία ήταν διττής φύσεως: πρώτον, ήτο ευφυής (τουτέστιν γνώστης της κρισίμου καταστάσεώς της) και δεύτερον, κακιά. Μάλιστα. Διεστραμμένα, παθολογικά, αθεράπευτα, κληρονομικά κακιά. Αυτή και όλο της το σόι. Μουρλοκρητικοί. Με το συμπάθιο για τους υπόλοιπους. Είναι σαν τους Καλαματιανούς ένα πράγμα: ή σωματέμποροι θα βγουν ή δραχμο-ευρω-δολαρρο-ρουβλιο-φονιάδες. Ή παπάδες ή πόρνες. Ενδιάμεσο δεν υπάρχει. Χαριεντίζομαι. Λογοτεχνίας ένεκα. Και «ποιητική αδεία», που λέγανε, άλλοτε, παλιά, τότε που ήξεραν και μίλαγαν απαξάπαντες καλά ελληνικά.

Η δικιά σου λοιπόν, διπλωματούχος αρχιτέκτων μηχανικώς, τρομάρα της, πάλαι ποτέ, όταν ερχόταν στα σύγκαλά της μας ζήταγε συγγνώμη ταπεινώς και μας κέρναγε, όταν όμως την πιάναν τα διαόλια της και την πήγαινε ο διάβολος καβάλα, όταν της χωραινόταν ο δαίμονας και δεν ήξερε ποιος και τι της φταίει, εεεε, τότε, καλό θα ήταν να μην βρεθείς μπροστά της σε απόσταση αναπνοής. Πρώτον, γιατί έζεχνε τσικουδιά και δεύτερον, δεν ήξερες τι θα σου πετάξει, ή τι θα ξεστομίσει.

Κι εδώ φαίνεται ότι ισχύει αυτό που μου έλεγε παιδιόθεν γνωστός ποιητής και καλός ορθοπεδικός γιατρός: «Στην τρέλα, στο μεθύσι, στην ποίηση και στον έρωτα, ο πραγματικός εαυτός αποκαλύπτεται. Ο κακός θα γίνει χείριστος κι ο καλός αξιαγάπητος». Σοφία μέσα από τη ζωή. Αλησμόνητα λόγια μεγάλων ανδρών και γυναικών.

Για να επανέλθουμε στην ταλαίπωρη του σημερινού μας παραδείγματος, να τονίσουμε ότι είχε βγάλει κάρτα απεριορίστων θεαμάτων (τι ταινίες, τι θεατρικά έργα, τι συναυλίες είχε παρακολουθήσει η κακομοίρα, δεν λέγεται – όλα της λεφτά εκεί πήγαιναν, ως φαίνεται, αφού είχε μονίμως φεσωμένες τις κάρτες της). Μια μέρα, μας έφερε στο γραφείο για να τη γνωρίσουμε την ανηψιά της: ντάλλε-κουάλλε: ηβηφρενική σχιζοφρένεια στο μεγαλείο της. Είχε ξετσιμπουκιάσεις τρεις μέχρι να φύγει, και είχε ικανοποιήσει τέσσερις στα αποχωρητήρια ανδρών, με τον καλό, παλιό, δοκιμασμένο, παραδοσιακό, ιεραποστολικό τρόπο [τουτέστιν τα πόδια πάνω, ανοικτά κι ανάσκελα, για τους αδαείς, του τυφλούς και τους ασεξουέλ]. Όταν έφυγε η μικρά, ανέκραξεν η απέναντί μου, που δεν ήταν διόλου κουτσομπόλα. Ουδαμώς! «Σόι πάει το βασίλειο στην Τρέλα!!!». Όμως η μικρή ήταν αξιαγάπητη. Ίσως λόγω τρυφερής φρεσκάδας, ή – μάλλον – αυτή τουλάχιστον θα ήταν καλόψυχη κι όχι …σκατόψυχη σαν τη θεία της, τη σεβαστή. Από τότε που είπα καλά λόγια για το άτομό της, η μικρά σχιζοφρενής με λάτρεψε κι όλο μου έστελνε χαιρετίσματα με την συνονόματη αδελφή του πατέρα – κι ως εκ τούτου, θεία της… Βεβαίως, άλλοτε τα έπαιρνα τα χαιρετίσματα, κι άλλοτε άκουγα μπινελίκια, ανάλογα με την κατάσταση της μεσαζούσης «ταχυδρόμου». Καλά, όταν την έπιανε η τρέλα δεν της παράβγαινες στο τρέξιμο. Κατέβαινε τις σκάλες σαν αερικό. Μαύρος σίφουνας! Ήταν και μαυροτσούκαλη και άχαρη, και άγαρμπη και κακοχυμένη και χοντροκώλα η κακομοίρα, σαν αποσπόρι πατάτας που ονειρευόταν να ξαναγεννηθεί …καρότο!

 

Leave A Response