Στο γνωστό γυμναστήριο της θαλπωρής και της αφθονίας, όπου καταφεύγουν οι προνομιούχοι του τσιμενταρισμένου άστεος, γνωστοί και μη εξαιρετέοι όλοι (απαξάπαντες), που αφήνουν το νερό στα ντους να τρέχει, χωρίς να σκέφτονται τα παιδάκια της Αφρικής που διψούν, που ξυρίζονται (στα αποδυτήρια, αντί στο σπίτι, οι τσιγκούνηδες)
και δεν καταδέχονται να κλείνουν ενδιάμεσα τον ….ρομπινέ, που κυκλοφορούν με τις ρόμπες όταν είναι μικροτσούτσουνοι (κοινώς «φίφες») ή με τα παπάρια έξω όταν είναι …προικισμένοι κι έχουν κάνει καριέρα και όνομα και πλούτη με τα …προσόντα τους τα …χαμηλά… Εκεί λοιπόν, ενδιατρίβων, εκπονών κοινωνιολογικήν έρευναν, κάπου μεταξύ μπανάνας και συμπληρωμάτων διατροφής, άκουσα τον εξής ψυχαγωγικό διάλογο μιας χοντρής αδελφής με έναν γυμναστή πρόθυμο γενικώς, που έτρωγε την μπανάνα της …ημέρας:
«Μια μπανάνα την ημέρα κάνει το γιατρό πιο πέρα», είπεν η πενηντάρα ευτραφής καλοζωισμένη αδελφή.
«Να πάω πιο πέρα;», πετάχτηκε ο διπλανός της ιατρός νευρολόγος, την ώρα που έβγαζε το πανάκριβο σλιπ του για να φορέσει το σινιέ μαγιώ του και να κατευθυνθεί προς την πισίνα.
«Όχι, καλέ, δεν μιλούσα σ’ εσάς. Στον παίδαρο μιλούσα με τη μπανάνα».
«Πού την έχει την μπανάνα;» την τσίγκλισε ο ζωηρούλης και ψυχωσικούλης νευρολόγος.
«Αυτή τη στιγμή στο στόμα του, αλλά σε λίγο θα πάει πάρα-κάτω…», απάντησε η θηλυπρεπής με νόημα.
«Θα με πνίξετε», απαντάει ο γυμναστής, που το παίζει σοβαρός, κοινώς «γεγαμημένη παρθένα».
«Το ξέρετε ότι η πράσινη μπανάνα, η άγουρη, πώς να το πω, έχει σολανίνη; Το χειρότερο καρκινικό!», πετάγεται απρόσκλητος ένας δάσκαλος γιόγκα, που έγινε αυτοσχέδιος διατροφολόγος όταν έχασε εκατόν είκοσι κιλά σε δύο χρόνια.
Το λόγο παίρνει η χοντρή, πενηντάρα, κωλοπετσωμένη αδελφή, που βλέπει το παιχνίδι να ξεφεύγει από τα χέρια της:
«Δεν ξέρω εγώ από …σολανίνη. Για την …ψωλανίνη μπορώ να σας μιλήσω ελεύθερα. Έχω ειδικότητα».
Σ’ εκείνο το σημείο πνίγηκε ο γυμναστής με τη μπανάνα και σκόρπισαν οι υπόλοιποι πριν χοντρύνει κι άλλο το παιχνίδι και κινδυνεύσει η ούτως ειπείν μεσομεγαλοαστική τους σοβαροφάνεια.
Τι άλλο θα ακούσω; Ποιος μου είπε να εκπονώ εθνολογικές διατριβές σε κανιβάλους, σαδομαζοχιστές κι αλλότρια είδη; Εεεε; Ποιος μου είπε; Καλά να πάθω, ο αχαλίνωτος. Αλλά ότι θα γινόμουνα Αριστοφάνης στα γεράματα, ε, αυτό δεν το περίμενα. Πάντα τον είχα για κατώτερό μας και τον έβριζα και τον υποτιμούσα. Χωριάταρο τον ανέβαζα, χωριάταρο τον κατέβαζα. Ό,τι κοροϊδεύεις το λούζεσαι. Ποιος ξέρει ο άνθρωπος τι είχε δει στην κλασική Αθήνα του Χρυσού Αιώνος και τον έπιασε μανία να βρίζει ότι πετά ή βαδίζει τριγύρω του. Ποιος ξέρει τι είδε το μάτι του! Φαντάζομαι. Εξ αναλογίας. Και κατ’ αναλογίαν σας τα διηγούμαι αριστοφανίζοντας. Αμ δε… Όχι θα κάτσω να σκάσω. Θα με τρελάνουν αυτοί εμένα; Θα τους ξεφωνίσω μέχρι που δεν θα ξέρουν πού να κρυφτούν. Ούτε ο Νιαγάρας δεν θα τους ξεπλένει, αν τους πιάσω στο στόμα μου. Αμ πως!