Τρεις φορές είχα προβλήματα με προϊσταμένους/προϊσταμένες μου. Και οι τρεις κατέληξαν κακήν-κακώς. Γι’ αυτό να προσέχετε!!!
Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η πρώτη ήταν αλόγα και φοράδα. Και δεν κώλωνε πουθενά. Πειραιώτισσα γαρ. Βρωμόστομα και βαρεμένη. Την είχε δει αυτοκράτειρα. Τον είχε πάρει ψηλά τον αμανέ.
Ένα μεσημέρι χτύπησε την πόρτα του γραφείου μου (είχε μόλις λήξει το ωράριο κι έτρωγα το αγαπημένο μου: σαρδέλες ψητές στο φούρνο με λαδορίγανη, γαρνιρισμένες με βραστά λαχανικά, ήτοι μπρόκολο, κουνουπίδι, καρότο – τουτέστιν όλα τα αντιοξειδωτικά στο πιάτο). Δεν σεβάστηκε καθόλου μα καθόλου ότι έτρωγα (η μανούλα μου η συχωρεμένη μας έλεγε ότι κι ο βασιλιάς αν έμπαινε όταν τρώγαμε, δεν έπρεπε να σηκωθεί κανείς). Άρχιζε να με βρίζει σκαιότατα, να με υποτιμά και να με φτύνει με όλους τους τρόπους. Εγώ συνέχισα να τρώγω ατάραχος το φαγητό μου. Ζεν!!! Τι το κάναμε το τάι-τσι, τη γιόγκα και το ρέικι τα τελευταία είκοσι χρόνια; Εεεε; Αιτία της τόσης της μάνητας ήταν η σθεναρή, άκαμπτη κι ευγενική άρνησή μου να υπογράψω κάτω από ένα ένταλμα εκατό εκατομμυρίων δραχμών (μάλιστα!!! Καλά διαβάσατε) που θα πήγαινε σε έναν ημέτερο της κυβερνήσεως εκείνης της στιγμής. Της απάντησα ευγενικά ότι θα μπορούσε να το υπογράψει μόνη της ή να το δώσει στη φιλόδοξη κυρία που επιθυμεί διακαώς να γίνει …προϊσταμένη (του ορόφου, ολόκληρου). Εγώ προτιμώ να μείνω άνεργος και να ζητιανεύω παρά να παρανομήσω. Είναι θέμα αρχής. Κι αγωγής. Και παιδείας. Τελικά, αυτή χρησιμοποίησε το πλέον δυνατό της όπλο: «Κοίτα να δεις, λιγούρη, πας ανώτερος εξυπνότερος!». Χαμογέλασα, έσπασα – επιτέλους – τη σιωπή μου και την κεραυνοβόλησα: «Πας ανώτερος εξυπνότερος!!!». Οκτώ μήνες μετά πέθανε από καρκίνο στον πνεύμονα. Μία μέρα πριν με πήρε από το νοσοκομείο Ανιάτων για να μου πει με τη βραχνή τσιμπουκλού φωνή της ότι με αγαπάει.
Δεύτερο κρούσμα: ο αντικαταστάτης της. Άλλο λαμόγιο ολκής. Κι αριστερός! Μη χάσει. Επέμενε να με στείλει ντε και καλά σε επικίνδυνες αποστολές για να τρέχω μετά κατηγορούμενος στο κακουργιοδικείο και να ξεμπερδέψω στη … Δευτέρα Παρουσία. Αφού του είπα μια και δυο και τρεις και πέντε, ότι αδυνατώ να τρέχω στα χιονοδρομικά κέντρα για να κάνω αυτοψία, καθότι η δισκοπάθειά μου δεν το επιτρέπει, εκείνος επέμενε κι επέμενε κι επέμενε. Ένα απόγευμα μπήκε μέσα κλωτσώντας την πόρτα («κάθε πέρυσι και καλύτερα»), την ώρα που έτρωγα τις αγαπημένες μου σαρδέλες (τα πολλά ωμέγα λιπαρά φταίνε για τις χιλιάδες σελίδες που έχω τυπώσει), παρακάμπτοντας σταθερά τη σθεναρή άρνησή μου επέμενε «αύριο κιόλας» να πάρω τα όρη και τα βουνά. Τι να κάνω κι εγώ; Ζήτησα εκτάκτως το υπόλοιπο της κανονικής μου αδείας που το φύλαγα για το καλοκαίρι να κάνω τα μπάνια του λαού μπας και με ντώσει η μέση μου κι έφυγα για σαράντα μέρες μέσα στο καταχείμωνο. Και πού πήγα; Στο σπίτι μου με κατεβασμένα τα τηλέφωνα. Καθ’ ότι δεν είχα μία. Όταν γύρισα δεν τον βρήκα εκεί. Μου το περιέγραψαν οι συνάδελφοι. Τρεις εβδομάδες μετά την άτακτον φυγή μου, περνούσε βρίζοντάς με στο διάδρομο έξω από το γραφείο μου, έπαθε ημιπληγία, τον πήραν τέσσερις και δεν τον ξαναείδαμε (τουλάχιστον εγώ).
Τρίτη και φαρμακερή: ανθυποπροϊσταμένη, αναπληρώτρια, γνωστή τσιμπουκλού και ψωλαρπάχτρα, με όλες τις κυβερνήσεις, με ειδικότητες στα μικρά σταφιδιασμένα γεροντικά πουλιά, που κακό χρόνο να έχει, ανέλαβε την πολυπόθητη καρέκλα με τις μίζες. Για να καθήσεις παιδί μου εκεί πρέπει να είσαι κάποιος, να έχεις μέσα και καλύψεις. Αυτό δεν είναι θέση, δεν είναι προαγωγή, ο λάκκος με τα κωλοδάχτυλα είναι!!! Αυτή δεν μπορούσε εύκολα να με παρακάμψει, αφού ήταν νεώτερη και με λιγότερα μόρια. Ακολούθησε λοιπόν μια άλλην ύπουλη τακτική. Από μπροστά φίλη – φίλοι που τρώνε το σταφύλι – κι από πίσω έβαζε τους γνωστούς (της) εργολάβους να με καταγγέλουν, να μου κάνουν μηνύσεις και να κάνουν τη ζωή κόλαση. Εγώ στην αρχή δεν καταλάβαινα και συνέχιζα να της φέρομαι άψογα. Η αθωότητα βλέπετε, κρίνει πάντα εξ ιδίων. Κάποια στιγμή όμως ξεσκεπάστηκαν οι πλεκτάνες, οι διαβολές και οι ίντριγκές της και δεν μπορούσε να μου παίζει την άσχετη. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο και πριν τα πράγματα γίνουν χειρότερα, πήρα πάλι πέντε εβδομάδες άδεια μέσα στο καταχείμωνο και κάθισα σπίτι μου, στο λόφο του Στρέφη να ριζώσω. Όταν γύρισα δεν ήταν πλέον εκεί. Με το ζόρι και με τα πολλά πίεσα την απέναντι να μου πει τι ακριβώς συνέβη εν τη απουσία μου. Εκείνη τελικά ενέδωσε (άλλο που δεν ήθελε – κανείς δεν την χώνευε – μα κανείς, σας λέω!) και μου είπε όλα με το νι και με το σίγμα, χαρτί και καλαμάρι, που λένε: «Μπούκαρε που λες ένα μεσημέρι μέσα ο άντρας της την ώρα που καταβροχθίζανε κοψίδια με τους εργολάβους και τους έκφυλους, διεφθαρμένους υπαλλήλους. Τον ακολουθούσε ένας ντετέκτιβ και δύο μπράβοι, που έδειχναν από διεστραμμένοι σαδομαζοχιστές από μακριά. Κι αφού την έκανε μαύρη στο ξύλο, μπροστά σε όλους – κανένας δεν επενέβη, κανείς δεν πήρε το μέρος της), την απείλησε δημόσια ότι θα ανεβάσει στο Διαδίκτυο τα dvd με τα όργια, τις ρεμούλες, τις πλαστογραφίες και τις απάτες της. “Ένα μόνο σου λέω”, της είπε ουρλιάζοντας. “Και μόνο που άλλαξες τις προσφορές σε εκείνο το διαγωνισμό, ξέρεις ποιον λέω, και μόνον αυτό αρκεί να σε στείλει στον Κορυδαλλό για πάντα”. Και δεν ξέρω να την στείλανε στον Κορυδαλλό, στο ψυχιατρείο όμως κατέληξε σίγουρα». Εδώ τέλειωσε η διήγησις της χαριεστάτης καλής συναδέλφου, που βίωνε μια κακεντρέχεια πρωτόγνωρη για την αγωγή της. Κι έδειχνε να την απολαμβάνει.
Από τότε κυκλοφόρησε κι έγινε γνωστό τοις πάσι ότι όποιος τα βάζει μαζί μου δεν έχει καλό τέλος. Και γι’ αυτό, επειδή οι κατάρες μου πιάνουν, σας συμβουλεύω φιλικά να με προσέχετε!!! Καλό απόόόόγευμααααα. Καλά σαράντα. Κι όλα καλά. Και φωτεινά. Προπάντων. Υγεία, Αφθονία, Χαρά, σ’ εσάς και στις οικογένειές σας. Και το καλό να λέγεται. Προ πάντων.