Καλά, δε σου λέω τίποτα, κολλητέ μου. Η τύπισσα ήταν τελείως βαρεμένη. Και φευγάτη. Την είχα συναντήσει πριν δύο χρόνια στο σούπερ-μάρκετ της γειτονιάς (μου) να πλακώνει στο ξύλο έναν ταλαίπωρο, που νόμιζε ότι της πήρε την ουρά στο ταμείο. Εκεί να δεις φωνές, ουρλιαχτά. Πλάκωσαν οι σεκιουριτάδες. Δεν μπορούσαν να την κάνουν καλά με τίποτα. Κατέφθασε κι η αστυνομία κάποια στιγμή από το διπλανό τμήμα. Κανείς δεν τα έβγαζε πέρα μαζί της.
Παραλήρημα μεγαλείου: «Ξέρεις ποια είμαι εγώ ρε; Μην κοιτάς τώρα που πήρα σύνταξη. Αν μου έβαζε χέρι εμένα είκοσι χρόνια πριν, δεν θα εύρισκε ο νεκροθάφτης να θάψει! Θα σου έβγαζα τη γλώσσα, τα μάτια, θα πατούσα με τα πόδια γυμνά στα εντόσθιά σου, θα έπινες τα ούρα μου… θα… θα…. [λογοκρισία]». Αδυνατώ να μεταφέρω το διάλογο. Κάποια πράγματα υπερβαίνουν ακόμα κι εμένα. Που έχω ακούσει κι έχω δει τα πάντα. Τουλάχιστον έτσι νομίζω. Αλλά για να συνεχίσω την αφήγηση, την είδαμε τελικά να μπαίνει βαρυφορτωμένη με τις σακούλες σε ένα ταξί και να απομακρύνεται. Κανείς δεν της έκανε μήνυση. Ούτε καν για κατάθεση στο Τμήμα δεν πήγε. Την ήξεραν και τους φαινόταν αξιολύπητη. Εγώ ομολογώ ότι τρόμαξα κι αποφάσισα να την αποφεύγω συστηματικά, αν ποτέ – ποτέ, λέω – την ξανασυναντήσω.
Και να που την συνάντησα στο ταχυδρομείο στα Χαυτεία. Ήταν ακριβώς μπροστά μου στη σειρά. Οπισθοχώρησα μηχανικώς. Κι έντρομος. Το παρασυμπαθητικό. Ένστικτο αυτοσυντήρησης. Κάθησα σε έναν παγκάκι και την άκουσα να διαπληκτίζεται με μιαν άπειρη νεαρά υπάλληλο. Τι; Πρώτη της μέρα στη δουλειά; Τη λυπάμαι την κακομοίρα για το βάπτισμα πυρός που έλαβε.
Αδυνατώ να σας μεταφέρω όλη την στιχομυθία – μα γιατί; – λόγω κορεσμού του σκληρού δίσκου του εγκεφάλου μου κι υπερφόρτωσης της ΡΑΜ, μην κάψουμε και καμιά φλάντζα τώρα στα πενήντα τέσσερα (παρά δύο μήνες) δεν λέει!!!
Η τύπισσα λοιπόν αφού μας θύμισε πάλι το γνωστό για τον νεοέλληνα (γενικώς): «Βρεεεεεεε, δεν ξέρετε ποια είμαι εγώ!!! Στα νιάτα μου έστιβα και την πέτρα. Έχω καρυδώσει παλικάρια εγώ, ψηλά μέχρι τα κυπαρίσσια, με το ένα χέρι μου, μην με βλέπετε έτσι τώρα γριά κι ανήμπορη, που μου έκοψε το ρεύμα η Δ.Ε.Η., μου κατέσχεσε η Εφορεία τη σύνταξη… Προφανώς δεν θα διάβασαν το επώνυμο, δεν θα το πρόσεξαν… Ειδάλλως…».
Βγήκα έξω εμβρόντητος. Ξέχασα και τη δουλειά πού είχα να κάνω. Δεν ήξερα αν πρέπει να κλάψω ή να γελάσω. Τόση δραματική γελοιότητα έχει λοιπόν η καθημερινότητά μας στα χρόνια της Κρίσης; Τόσο ανόητα, επιπόλαια κι ασήμαντα όντα είμαστε; Δεν μετράμε διόλου λοιπόν στα κιτάπια της Ιστορίας; Και άλλα συναφή. Ότι θα κατέληγα να γράφω διηγήματα σαν του Τσέχωφ, δεν το περίμενα με τίποτα στην ταραγμένη εφηβεία μου. Τόσος κοινωνικός προσανατολισμός πια, θα με φάει. Ζωντανό. Με τα σκουτιά! (με τα ρούχα – ταυτόχρονη μετάφραση).