Η γέννηση του κόσμου οι θεοί και οι θνητοί

Η γέννηση του κόσμου οι θεοί και οι θνητοί
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν γεννηθεί ο Κόσμος, ήταν μέσα στον απέραντο χώρο ένα γιγάντιο αυγό. Και μια μέρα, το αυγό ράγισε κι άνοιξε. Βγήκε από μέσα ένα φτερωτό πνεύμα, που σήκωσε ψηλά το απάνω τσόφλι κι έσπρωξε τ’ άλλο μισό κάτω από τα πόδια του. Το απάνω τσόφλι ο Ουρανός, το κάτω η Γη. Και το πρωτότοκο πνεύμα που ήρθε στον κόσμο πριν απ’ όλα τα άλλα, ήταν ο Έρωτας.


Με τη δική του χάρη, ο Ουρανός αγαπά τη Γη, της χαρίζει φως και ζέστη, της ρίχνει το φθινόπωρο κι άνοιξη, τις χλιαρές βροχές, που ετοιμάζουν τις σοδειές και τα λουλούδια. Και η Γη του δίνει την αγάπη της, κάνοντας να βλασταίνουν όλοι οι σπόροι και να ανεβαίνει ο χυμός στα κλαδιά. Για να του αρέσει, αλλάζει ακούραστα στολίδια, και τα φύλλα είναι έτσι τρυφερά πράσινα στην αρχή με ανεπαίσθητες αποχρώσεις, φτάνουν, το φθινόπωρο , στη χρυσή φωτεινότητα. Ποτέ δεν φαντάστηκαν οι Έλληνες, πως τούτη η ομορφιά του κόσμου ήρθε στην τύχη. Και αφού οι άνθρωποι τις νοιώθουν τόσο καλά, θα πρέπει να’ χε και η Φύση όμοια ψυχή με την ανθρώπινη.


Όταν βγήκαν μέσα από το κενό ο Ουρανός και η Γη, παρουσιάστηκαν τερατόμορφα πλάσματα ασυγκράτητα κι ανήμερα. Πελώρια βουνά, ωκεανοί, φλεγόμενα αστέρια, που άρχιζαν να πλανώνται εδώ κι εκεί. Οι ήπειροι δεν είχαν ξεκάθαρα όρια, τα ποτάμια έβγαιναν συχνά έξω από την κοίτη τους, πλημμυρίζοντας, καταστρέφοντας τους κάμπους. Ο ήλιος δεν ήξερε ακόμα να ακολουθήσει κανονικό δρόμο, που να βρίσκεται αρκετά μακριά από τη Γη για να μην την καιει μα κι αρκετά κοντά για να τη ζεσταίνει και να ωριμάζει τους σπόρους που έκρυβε μέσα της. Ήταν το Χάος.

Ο Ουρανός και η Γη γέννησαν έξη θεούς: του Τιτάνες. Πρώτος τους ήταν ο Ωκεανός. Αυτός είχε την ευθύνη για την απεραντοσύνη του υγρού στοιχείου, που τυλίγει τη Γη, όμοιος με προστατευτική ζώνη. Ένας άλλος ο Υπερίωνας, φρόντιζε για τον ήλιο. Τα τρία τους αδέλφια, ο Κοίος, ο Κρείος κι ο Ιαπετός, είχαν από τη γέννησή τους λιγότερο ξεκάθαρες ευθύνες. Φαντάζουν πάνω απ’ όλα πρόγονοι σε μελλοντικές θεότητες και φυλές.

Οι Τιτάνες είχαν βοηθούς στη δουλειά τους τις έξι Τιτανίδες, τις αδερφές τους. Η πρωτότοκη, η Τηθύα, πήγε να σμίξει με τον Ωκεανό: γιατί αυτός δεν είναι μονάχα βία και θυμός. Μπορεί και η θάλασσα πότε πότε να χαμογελά. Υπάρχουν οι φουρτούνες μα υπάρχουν και τα φωτεινά πρωινά. Αυτό έφερε η Τηθύα στον αδερφό της. Κάτι που δίχως εκείνη θα του έλειπε πολύ.

Κοντά στον Υπερίωνα στάθηκε η Θεία, η μητέρα του Ήλιου, της Σελήνης  και της Ηώς. Με τον Κοίο έσμιξε η Ευρυφάεσσα η Φοίβη, κι από την ένωσή τους γεννήθηκε η Λητώ. Δυο άλλες Τιτανίδες απόμειναν χωρίς σύντροφο: η Θέμις και η Μνημοσύνη. Η Θέμις είναι ο Νόμος, η Τάξη, η Ισορροπία. Σ’ αυτήν υποτάχθηκαν οι δυνάμεις του Χάους, όρος απαραίτητος για να να παρουσιαστεί η οργανική ζωή. Η Μνημοσύνη είναι η πνευματική δύναμη, η μνήμη από το Σύμπαν. Χωρίς αυτής ο κόσμος δε θα μάθαινε πως υπάρχει.

Ανάμεσα στους Τιτάνες και τις Τιτανίδες, το πιο σημαντικό μα και πιο νεανικό ζευγάρι  είναι ο Κρόνος και η Ρέα. Από τούτους τους δυο ξεκινά η σειρά των θεών, που εξουσίαζαν αργότερα το σύμπαν. Ο στερνογέννητος Τιτάνας, ο Κρόνος έβγαλε από το θρόνο τον πατέρα του τον Ουρανό, για να βασιλέψει στη θέση του.

Οι Τιτάνες και οι Τιτανίδες δεν είναι τα μοναδικά παιδιά του Ουρανού και της Γης. Κοντά σ’ αυτούς υπάρχουν κι άλλοι δαίμονες, όπως οι Ουράνιοι Κύκλωπες. Τους έλεγαν έτσι γιατί ήταν γιοι του Ουρανού: ο Άργης, ο Στερόπης κι ο Βρόντης. Ήταν τα τρία πνεύματα της θύελλας, του κεραυνού και της αστραπής και της βροντής, επιφορτισμένοι να φτιάχνουν μέσα σε υπόγεια εργαστήρια, τους κεραυνούς για να τους έχουν οι θεοί. Τα εργαστήρια βρίσκονταν όπως έλεγαν, στη Λήμνο, ή τη Σικελία ή στα δεκαεπτά Νησιά του Αιόλου, που λέγονται και Λιπάρες, μ’ άλλα λόγια στους ηφαιστειώδεις τόπους.

Εκτός απ’ αυτούς τους Κύκλωπες, ο Ουρανός και η Γη γέννησαν τους τρεις Γίγαντες, Εκατόγχειρα τέρατα με πενήντα κεφάλια, τον Κάττο, τον Βριάρεω και τον Γύη. Αργότερα γεννήθηκαν από τη Γη κι άλλοι Γίγαντες, πελώριοι και βίαιοι. Οι άνθρωποι δεν υπήρχαν ακόμα. Και οι Έλληνες φαντάστηκαν απάνω στο ευκολοσημάδευτο χώμα και στα νερά που δύσκολα ξεχώριζαν από τις ακρογιαλιές, μορφές τερατώδεις, με τεράστιο, φιδίσιο κορμί. Τις εικόνισαν ύστερα από πολλούς αιώνες στις μετώπες των ναών τους: μορφές που με τη στάση του κεφαλιού, το στήθος, τους ώμους και τα χέρια τους, αναγγέλλουν του μελλοντικούς ανθρώπους.

Ο Κόσμος περίμενε τον άνθρωπο. Μα οι μυθοπλάστες δε συμφωνούν στον τρόπο που παρουσιάστηκε στη Γη το γένος των θνητών. Μερικές φορές έλεγαν πως ο πρώτος άνθρωπος ήταν αυτόχθων, πως βγήκε μέσα από τη γη. Στο Άργος τον πρώτο άνθρωπο τον έλεγαν Φορωνέα. Μητέρα του ήταν η νύμφη Μελία και πατέρας του ο Ίναχος, ο Θεός του ποταμού που βρέχει την Αργολίδα. Όπως ξέρουμε, τα ποτάμια φέρνουν στους ανθρώπους τη δροσιά, το νερό για να ποτίζουν τα σπαρτά τους, να πλένονται και να πίνουν. Έτσι, όπως είναι φυσικό οι άνθρωποι χτίζουν τα χωριά τους στις ακροποταμιές. Στη φαντασία των ανθρώπων της Αργολίδας, ο πρόγονός τους γεννήθηκε απ’ το ποτάμι κι από ένα δέντρο.

Όλοι οι ποταμίσιοι θεοί ήταν γιοι του Ωκεανού. Όπως ο πατέρας τους, ήταν αθάνατοι. Οι νύμφες και ιδιαίτερα οι δρυάδες, είχαν κι αυτές γεννηθεί από το αίμα του Ουρανού. Δεν ήταν όμως αθάνατες. Μπορούσαν μόνο να ζούνε πολύ καιρό, όσο κρατάει έλεγαν, η ζωή δέκα φοινίκων. Πέθαιναν μόνο τη μέρα που ξεραινόταν το δέντρο τους κι έπεφτε.
Έτσι για τους Έλληνες οι άνθρωποι δεν είναι ολότελα διαφορετικοί από τους θεούς, που τους έχουν προγόνους. Όλοι είναι από την ίδια γενιά κι από το αίμα του Ουρανού.

Θεοί και άνθρωποι είναι παιδιά του Ουρανού. Μα οι θνητοί είναι κάπως αποκληρωμένοι συγγενείς. Έχουν μικρότερη δύναμη και σιγουριά από τους προγόνους τους. Διαβαίνουν πιο γρήγορα και χάνονται ενώ οι θεοί μένουν. Ωστόσο, που και που, καταφέρνουν μερικοί να ξαναβρούν μέσα τους την ουράνια σπίθα και να κατακτήσουν την αθανασία. Αυτοί είναι οι ήρωες. Τα κατορθώματά τους και η αξία τους πιάνουν ρίζες παντοτινές μέσα στη μνήμη κι όταν παίρνει τέλος η θνητή ζωή τους, βρίσκουν ανάμεσα στους θεούς την αθανασία.


Υπήρχαν κι άλλοι θρύλοι ακόμα, για να εξηγήσουν τη γέννηση των ανθρώπων. Το πιο συχνά, με αλλαγές στο όνομα και στον τόπο, η ιστορία μοιάζει με αυτήν του Φορωνέα. Οι πρώτοι θνητοί βγήκαν από τη Φύση, τα δέντρα, τις πηγές, τα βουνά. Αυτό για τους αρχαίους Έλληνες ήταν πολύ φυσικό, γιατί τους φαινόταν πως οι άνθρωποι συγγενεύουν με ολάκερη τη Φύση. Όπως τα ζώα στα δάση και στους αγρούς έτσι κι αυτοί χαίρονται την άνοιξη, μουδιάζουν το φθινόπωρο κι αποτραβιούνται μέσα στο σπίτι τους. Όπως τα δέντρα, μεγαλώνουν, δυναμώνουν, δίνουν καρπό-τα παιδιά τους, όπως οι καρποί είναι τα παιδιά των δέντρων- και ξεραίνονται για να πεθάνουν.

Στην αρχή του Κόσμου, έλεγαν οι Έλληνες, οι άνθρωποι γνώρισαν την ευτυχία, ζώντας σε μια Φύση πλασμένη γι’ αυτούς. Η Γη τους πρόσφερε από μόνη της κάθε λαχταριστή τροφή, καρπούς και αρώματα, σε τόσο μεγάλη αφθονία, που κανείς σε σκεπτόταν να μαζέψει πλούτη, κι ούτε υπήρχε κανένας φτωχός. Η ειρήνη βασίλευε, γιατί κανείς δεν ποθούσε ό,τι ανήκε σε όλους. Ήταν η Χρυσή Εποχή. Από τότε όλα άλλαξαν. Άλλες γενιές ήρθαν. Κουράστηκε η Γη να βγάζει όλα εκείνα τα αγαθά και έμαθαν οι θνητοί την εργασία. Ύστερα από τη Χρυσή εποχή ήρθε η εποχή του Χαλκού. Τότε παρουσιάστηκε η βία και ο πόλεμος. Έπειτα η εποχή του Σιδήρου που είναι ακόμα η δική μας, μια εποχή γεμάτη δυστυχία.

Όλη τούτη η γέννηση του Κόσμου κι ο ερχομός της μιας γενιάς ύστερα από την άλλη, προερχόταν όπως πιστεύουν οι αρχαίοι Έλληνες, από μια σκοτεινή θέληση, πιο δυνατή από τους θεούς τους ίδιους : τη Μοίρα.

 

https://sites.google.com/

 

Κράτα το

Leave A Response