Οι αρχαίοι Έλληνες, πρόγονοι ημών και υμών και άλλων και αλλήλων, έλεγαν ότι η θεά Τύχη είναι μια πανέμορφη γυναίκα από μπροστά, αλλά όταν την κοιτάς από πίσω είναι φαλακρή, γιατί όλοι την τραβολογάνε και την κυνηγάνε αφού τους έχει προσπεράσει. Πολύ αργά πια. Ας πρόσεχαν!
Έτσι κι εγώ την επάτησα πολλές φορές εις αυτήν την ζωήν. Πάντα έβλεπα το τραίνο να φεύγει, και με τις βαλίτσες μου μέσα!!! Όχι ότι απέδιδα μεγάλην σημασίαν εις τα υλικά αγαθά. Τουναντίον. Χάριζα σπίτια, πορτοφόλια, συνάλλαγμα, χρυσά δαχτυλίδια και βέρες, χτήματα, ελαιοπερίβολα και οικόπεδα, με την ευκολίαν του θεού επί της γης, ή ενός πρίγκιπος, υιού φεουδάρχου, που ό,τι έβλεπεν του ανήκε, κι όποιαν έκτασιν μπορούσε να διατρέξει εις μίαν ημέραν με το άλογό του, καθαρόαιμο φαρί, κατάλευκο, ήτο δική του έκτασις.
Βεβαίως, κάποια στιγμή ήρθεν το γήρας και η Κρίσις, όμως η φτώχεια δεν έφτασε ποτέ στην κυριολεξία της. Είχα πάντα ένα πιάτο φαΐ και με το παραπάνω. Δεν ήτο βεβαίως χαβιάρι, αλλά αυγοτάραχο Μεσολογγίου άντεχε το πουγκί μου ν’ αγοράσει, ακόμα κι εις εκείνα τα δύσκολα χρόνια που ήρθαν και εις εκείνα οπού θα έρθουν.
Ξέρετε, ο πλούτος προσμετράται σε γνώσεις-εμπειρίες-δεξιότητες, σε ό,τι μπορεί να χωρέσει δηλαδή μέσα εις μίαν βαλίτσαν. Ούτε καν. «Οι νεκροί δεν έχουν τσέπες». Κι εγώ έμαθα να επιβιώνω προσπερώντας ή υπερπηδώντας ενίοτε τους κινδύνους. Και πιστέψτε με, πέρασα υπεράνω από πολλούς «λάκκους με τα κωλοδάχτυλα» (όπως αποκαλούνται ούτοι λαϊκώς – και μην ξεγελιέστε από την αριστοφανικήν εκφοράν του λόγου και τα καλαμπούρια που μετέρχομαι – είμαι από πολύ αριστοκρατικήν γενεάν, υψηλήν, σας διαβεβαιώνω – περισσότερα δεν δύναμαι να πω, κωλύομαι… για να μην σας παίξω τώρα εδώ αθηναϊκή διασκευή από το «Ημερολόγιον ενός τρελού» του Γκόγκολ – κλείνει η παρένθεσις… ουφ!).
Αυτά λοιπόν περί Τύχης. Ναι, ήμουνα τυχερός εις την ατυχίαν μου. Γνώρισα πόλεις κι ανθρώπους και φυλακές και κάτεργα (τον έρωτα υπονοώ και την μισθωτήν δουλείαν, βεβαίως…), σπούδασα σε πανεπιστήμια, αλλά και στα βρεγμένα μάτια κι αχαμνά των ανθρώπων, αριστοφάνισα κι ευριπίδισα, πήδησα πάνω από μαντρότοιχους, αυλές, κοτέτσια και δρακόσπιτα, εκμαίευσα την τρυφερότηταν τσοπαναραίων και τσολιάδων [που λέει ο λόγος – με παρέσυρεν η τόση γλαφυρότητα] και, ναι, εν τέλει είμαι τυχερός… απλώς και μόνον διότι είμαι ζωντανός, χαίρω άκρας υγείας και τα έχω τετρακόσια [αυτό παίζεται – μπορεί και τριακόσια ενενήντα εννέα, παζάρια θα κάνουμε τώρα;]. Άντε, σας διπλοχαιρετώ και πάλι φίλοι μου. Ες αύριον τα σπουδαία. Και τα σοβαρά.