Από πέος που δεν τρως μην σε νοιάζει κι αν …χυθεί

Από πέος που δεν τρως μην σε νοιάζει κι αν …χυθεί

Δεν ξύπνησα καλά σήμερις. Καθόλου μα καθόλου καλά. Μάλιστα. Εφιάλτης. Εκεί μεταξύ πρώτου και δεύτερου εξυπνητηρίου. Πέντε βάζω μην τύχει και δεν τα ακούσω και δεν πάω εγκαίρως στη δουλειά και χάσω το μεροκάματο [πολυσύνδετο σχήμα –καικαιδισμός].

Ήμουνα που λες έξω από ένα βουλκανιζατέρ, με φράκο και ξυπόλητος (τι συνδυασμός!), ο δεσμός έκανε μέσα κάτι συντηρήσεις στην νταλίκα (δεν είχαμε υπογράψει ακόμα το σύμφωνο συμβίωσης – ευτυχώς!)… Ξαφνικά με πιάνουν τα διαβόλια μου, φοβάμαι ότι θα αργήσω στη δουλειά, μπουκάρω μέσα και τους βρίσκω (τα πιτσουνάκια μου!) να κουνάνε την αμυγδαλιά, την αχλαδιά, τη ροδιά, τη βερυκοκιά και τη …συκιά (αυτό το τελευταίο ταιριάζει περισσότερο ως δέντρο και καρπός, κοινώς …φρούτο). Εεεε, «ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!!!». «Έγινα Τούρκος» κι όρμηξα καταπάνω τους με το χατζάρι του παπού, που ήταν Μακεδονομάχος [στο όνειρο αυτά, μην με παρεξηγείτε, δεν είμαι τόόόόόσοοοοννννν πολεμοχαρής χαρακτήρ]… το τι έγινε δεν λέγεται. Και κυρίως δεν γράφεται. Τι να σας πω, δηλαδή; Ότι έκοψα τα αμελέτητα του μοιχού, και με την αιμάσσουσα μαλαπέρδα του έδωσα έναν πουτσοσκάμπιλο στην γριά σιτεμένη αδελφή να έχει να το θυμάται… τις κρύες νύχτες του χειμώνα δίπλα στο τζάκι;
Τςςςςςςςς. Άσχετη η περιγραφή. Ξέφυγα. Το χάσαμε. Δεν πειράζει. Εξάλλου στο όνειρο είναι όλα συγγνωστά.
Όχι όμως και στην καθημερινότητα. Εεεεε, έτσι όπως ξύπνησα κι εγώ φουρκισμένος, πήγα στο δωμάτιο του «δικού» μου, και δίχως να χτυπήσω την πόρτα, όρμηξα μέσα ως ταύρος εν υαλοπωλείω και τον «έκανα τ’ αλατιού». Εκείνος, συνηθισμένος από τέτοιες εξάρσεις παράνοιας μεγαλείου, υπέμεινε το μαρτύριο καρτερικά, σαν οσιομάρτυρας και μετά μου είπε μειλίχια: «Πάλι εφιάλτες είδαμε;». Ό          χι, πείτε μου τώρα: ποιος, μα ποιος λογικός άνθρωπος θα βρεθεί να πιστέψει ότι κάτι, τόσο παράλογο, συνέβη; Κι όμως φίλοι μου. Κι όμως. Η ζωή είναι πιο πλούσια και από την πλέον γόνιμη συγγραφική παρουσία. Είτε το πιστεύετε είτε όχι. Θα δείτε παρακάτω. Και θα δείτε και το τέλος του συγγράφοντος. Πωπωπω. Φτύνω πάνω. Σκόρδα! Μην αυτοματιαστώ καλέ. Οι κατάρες που ρίχνουμε στον εαυτό μας πιάνουνε! Ανυπερθέτως.

Έτσι κι εγώ γύρισα και είπα στον δαρμένο: «από πέος που δεν τρως μην σε νοιάζει κι αν …χυθεί». Άσχετο; Δεν ξέρω. Μπορεί και όχι. Εις το επανιδείν φίλοι μου. Και εις το επανακούειν. Τα ούφο δεν χάνονται, γιατί προσγειώνονται παντού. Είναι μέχρι να βρεθούν. Μετά όταν σταμπιλαριστεί η συχνότητα κι αποκατασταθεί η σύνδεση, δεν θα μας χωρίσει τίποτα και κανείς, μέχρι τη …Δευτέρα Παρουσία (που πλησιάζει, ούτως ή αλλέως πως)…

 

Leave A Response