Αισθητικός με αισθητικό έχει διαφορά. Όπως και πλαστικο-χειρούργος από πλαστικοχειρουργό. «Άλλα τα μάτια του λαγού άλλα της κουκουβάγιας» [αυτή η παροιμιο-μανία σε καλό δεν θα μου έβγει – ίσως πάλι και όχι]. Αλλά κι από συγραφέα σε συγγραφέα βρίσκεις διαφορά [ομιλώ ως κριτικός τώρα – σε αυτόν τον τόνο!]. Άλλοι βασίζονται στην παρατήρηση, χρειάζονται μοντέλο ή μοντέλα και «ζωγραφίζουν» πάντα «εκ του φυσικού».
Άλλοι , οι εγωκεντρικοί, οι περιαυτολογούντες, αυτοί που «ό,τι θυμούνται χαίρονται» κι ό, τι αναμασούν το αναχαράζουν και το γράφουν, αυτοί οι ταλαίπωροι είναι ένα τεράστιο «εγώ», πληγωμένο που ζητά υπερ-ανα-πλήρωση [μα πού τις βρίσκουν αυτές τις λέξεις και τις λανσάρουν; Ε;]. Εμένα, φυσικά, με ενδιαφέρουν οι πρώτοι. Σιχαίνομαι κι απεχθάνομαι [συνώνυμα, αλλά το δεύτερο εντονώτερον του πρώτου] τους γερασμένους νάρκισσους, με τις πατσιές να κρέμονται, που έχουν ήδη πάρει την άγουσα προς το νεκροταφείο, που ονειρεύονται την οδόν Αναπαύσεως κι όμως συνεχίζουν να φαντασιώνονται ότι οι άλλοι (απαξάπαντες δηλαδή, ανεξαρτήτως φύλου) τους θέλουν για …το κορμί τους. Κραυγάζει αυτό στην π-οίηση και στην πεζογραφία τους. Πικρόχολοι, κακιασμένοι, ακκιζόμενοι, ελεεινολογούντες… απαπαπα. Καμία σχέση με μένα, βεβαίως. [Οποία έλλειψις αυτογνωσίας!].
Οι άλλοι όμως, οι εργατικοί, οι παρατηρητικοί, οι συμπάσχοντες με τον πλησίον τους, οι αγαπησιάρηδες, οι αισθηματίες, που δεν είναι (ουδαμώς!) θύματα της αισθητικής και της μοδός, του συρμού και της μαζικής βλακείας. Αυτοί, φυσικά, μοι αρέσκουν. Παράδειγμα αυτός ο πλαστικοχειρουργός, που λόγω Κρίσεως, μετεβλήθη εν μία νυκτί εις …αισθητικόν [για οικονομικούς, αλλά όχι μόνον, λόγους]. Αυτός λοιπόν ο καλός επιστήμων, λογοτέχνης και άνθρωπος, μου περιέγραφε ανάμεσα σε δύο …μπότοξ (όχι στη μούρη μου, σε μιας φίλης μου τη μάπα, που όσο πάει και φέρνει στην Μαίρη Χρονοπούλου και στην Πάμελα Άντερσον – αμφότερες τον ίδιον αισθητικόν έχουσι…
Μου περιέγραφε λοιπόν μία ξεκαρδιστική σκηνή αλήστου μνήμης από σκυλάδικο, όπου είχαν καταφύγει για να αποφύγουν μία πορεία αγροτών με τρακτέρ στο κέντρο της Αθήνας, μαζί με άλλες αντι-ασθητικές και πελάτισες («εδώ ο κόσμος χάνεται και το απευθυσμένο χτενίζεται»)…
Για να μην σα τα πολυλογώ και σας τα κάνω …καρύδες, ιδού εν τέλει η περιγραφή: «Εκεί που καθόμουνα με τις άλλες καρακαηδόνες, τι να δω; Ένας κωλόγερος, έκανε μπαμ από μακριά ότι είναι γλοιώδης δικηγόρος, εκβιαστής και παραδόπιστος, από αυτούς που αναλαμβάνουνε τους χειρότερους κακούργους και τους βγάζουν λάδι (βγάζοντάς τους το λάδι, βεβαίως-βεβαίως)… Ο τύπος κάθεται ανάμεσα σε δύο μοντέλα (παστρικές και κακοβαμένες – ούτε το άι-λάινερ δεν ήξεραν να χρησιμοποιούν). Ο άνθρωπος είχε μεθύσει, είχε καπνίσει το …καράβι από την Περσία, είχα χαπακωθεί, ή απλώς τον …είχε πάρει λιγουλάκι, μετά τη χθεσινή κραιπάλη κι ολονυκτία, βυθισμένος ή πεσμένος με τα μούτρα πάνω σε κάποια …δικογραφία… Ο χριστιανός, που δεν ήταν καθόλου χριστιανός, μηδέ ειδλωλολάτρης, ανυπερθέτως, ανάμεσα σε δυο ροχαλητά κι ένα ανατίναγμα λές και του κάνανε ηλεκτροσόκ, εύρισκε τον χρόνο να μπαλαμουτιάσει τις συνοδούς του. Κάτι που δεν φαίνεται να ενοχλούσε καθόλου εκείνες, αν υποθέσουμε ότι το …επρόσεχαν. Η σκηνή είχε κάτι το αστείο. Σαν γκαγκς του βωβού κινηματογράφου. Σαν τα σύντομα επαναλαμβανόμενα βιντεάκια που αναρτούν στο φατσοβιβλίο, και σου δίνου μια (πρό-γευση) της Κολάσεως: ύπνος-ροχαλητό-ηλεκτροσόκ-μπαλαμούτι-ύπνος-ροχαλητό-ανατίναγμα-τρομαγμένο βλέμμα αριστεροδεξιά-«δεν μας πιάσανε ακόμα»- μπαλαμούτι-«έχουμε καιρό»- ύπνος… Και ούτω καθεξής εις το διηνεκές. Και, για να καταλάβεις, φίλη μου [σε εμένα απευθυνόταν, εις το θηλυκόν, από επαγγελματική συνήθειαν]… Και για να καταλάβεις, κουκλίτσα μου, καμία άλλη από τις γιατρέσες και τις συγγραφίνες που με συνόδευαν δεν πήρε χαμπάρι. Γι’ αυτό σου λέω κι εγώ “άλλα τα μάτια του λαγού άλλα της κουκουβάγιας”»… [για να κλείσουμε ακριβώς όπως ξεκινήσαμε – κυκλική δομή, το λένε αυτό – για τους αδαείς, όχι για εσάς, φυσικά… μα τι λέτε τώρα; Τι λόγος!]. Ουφ. Το τέλειωσα κι αυτό. Του έδειξα και κατάλαβε. Πρώτα γράφω τους τίτλους (καιρό πριν), κάτι σαν περίληψη και μετά τα παραγεμίζω με τα πρώτα σκουπίδια που μου έρχονται στο μυαλό, και κάποια μαεστρία, βεβαίως. Αν δεν το έχεις το τάλαντος, μην το παιδεύεις καλύτερα. Αν ήμουνα σαν κι αυτούς, άσπονδοι εχθροί, λυκόφιλοι, ο φίλος και το φίδι αρχίζουν από φι… αν ήμουνα από δαύτους που κάνουν τρεις μήνες για να σιάξουν μια πρόταση κι ένα εξάμηνο να σκαρώσουν μια παράγραφο, θα ήμουνα κι εγώ λακωνικός, υποδυόμενος τον σοφόν. Όμως εγώ διαθέτω την παιγνιώδην διάθεσιν ενός Μότσαρτ και την αθυροστομίαν Αριστοφάνους – τόσο σεμνά και καθόλου ταπεινά, δεν επιθυμώ να επεκταθώ περαιτέρω ομιλών περί του ταλάντου μου, πρώτον γιατί σεμνύνομαι, δεύτερον γιατί θα σας χάσω και τρίτον γιατί θα με …δέσουνε – σταματώ λοιπόν εδώ και κλείνων την απύλωτον καμπύλη – πωπωπω τέτοια ευφράδεια λόγου (και έργων) ούτε ο Καλιγούλας δεν επεδείκνυε!]…