Πάντα απορούσα, «από ανέκαθεν [sic]» που λένε, ποιος δίνει λεφτά σε αυτά τα ξασπρισμένα με χλωρίνη πρόσωπα που παριστάνουν τα αγάλματα, ντυμένα ρούχα αυτοκρατόρων, εξωγήινων ή τρελών, στο Σύνταγμα μπροστά από το σιντριβάνι ή στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου ανάμεσα στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης και στην είσοδο του Ιερού Βράχου;
Τι ακριβώς σημαίνει η άσπρη μπογιά παπουτσιών στη μούρη (το αντίθετο του φούμο, υποθέτω), η παντελής ακινησία (μόνο τα μάτια παίζουν, ενίοτε) κι υποκλίνονται ίσως όταν κάποιος καμιά φορά τους ρίξει κανένα νόμισμα στο δισάκι μπροστά στο βάθρο του ζωντανών ανδριάντων-γυναικάντων [πωπω νεολογισμοί – λυπάμαι αυτούς που θα προσπαθήσουν να το μεταφράσουν χίλια χρόνια μετά – οποία φιλοδοξία!]… Κι επανέρχομαι. Πρέπει να έχει χοντρό κόλλημα κανείς με τα αερικά και τα αλλοδιαστασιακά όντα, τις αιθερικές υπάρξεις και τα φαντάσματα εχθρών και φίλων για να τσιμπάει συναισθηματικώς και να πληρώνει αυτά τα κινούμενα ξόανα. Τέλος πάντων. Ας είναι αυτό το μόνο που δεν καταλαβαίνω στον ταραγμένο πλανήτη που περιφερόμεθα σα νυχτερίδες ή σαν πάνθηρες, αναζητώντας την έξοδο από το κλουβί μας.
«Ω μα γελοοιτάτη μου!» έλεγε η αγράμματη δούλα στην κυρά της εν μέσω πάγκων βαρυφορτωμένων με ζαρζαβατικά στη λαϊκή της Καλλιδορμίου (κάτω από το Λυκαβηττό και δίπλα στο λόφο του Στρέφη), την ώρα που σχολάει βεβαίως, γιατί οι μπαϊλντισμένοι από την κούραση, τη φωνασκία και την ορθοστασία μανάβηδες, βιάζονται να ξεφορτωθούν την απούλητη πραμάτεια τους όσο-όσο, μόνο και μόνο για να μην αναγκαστούν να ξαναφορτώσουν τα ασήκωτα καφάσια στα χιλιοτρακαρισμένα και σκουριασμένα φορτηγά που αναμένουν αγωνιωδώς, με τα πίσω φώτα ν’ αναβοσβήνουν και τους οδηγούς βραχνούς από τα πολλά τσιγάρα.
Η συγκεκριμένη οικιακή βοηθός, ζαβή και φωνακλού τα είχε πάντα με την κυρά της (που υπεραγαπούσε, βεβαίως), παρ’ όλο που αυτή η ψηλομύτη συναίνεσε να δοθεί για υιοθεσία η κόρη της, καρπό του βιασμούς της πτωχής πλην όμως τιμίας υπηρετρίας, που υπέπεσεν εις το προπατορικόν αμάρτημα στα πλακάκια του λουτρού την ώρα που τα γυάλιζε, ότε την πλησίασε από πίσω ο μεγάλος κι ανύπνατρος αδερφός της κυράς της, αρεοπαγίτης, παιδεραστής και πισωγλέντης και την ξέσκισε πανταχόθεν («κι από όλες τις τρύπες»), όπως τον κατήγγειλε η παθούσα στον χωροφύλακα, αλλά εκείνος – φυσικά και – δεν την πίστεψε! Ο λόγος μιας λειψής εναντίον του ήθους ενός εξέχοντος μέλους της κοινωνίας; Μα τι λέτε τώρα; Ασύλληπτα πράγματα! Σε ποια κοινωνία ζούμε; Εδώ είναι τριτοκοσμική χώρα, κατ’ επίφασιν μόνον δημοκρατική. Χίλιες φορές βασιλεία, ακόμα και φεουδαρχία. Εκεί τουλάχιστον θα ξέραμε με ποιον έχουμε να κάνουμε. Εδώ το τέρας έχει χίλια κεφάλια. Περισσότερα κι από τη Λερναία Ύδρα. Και μην τολμήσεις να αποκόψεις ένα. Ξεπετάγονται ευθύς σιντριβάνια πελώρια από καινοφανή. Κάτι σαν τα βεγγαλικά το βράδυ της Ανάστασης, που διακτινίζονται στον αιθέρα. [Πελαγοδρομώ…].
Τόσο πολύ μου άρεσε αυτό το νεολογιστικό επιφώνημα έκπληξης, απορίας και αποδόμησης μαζί, που το μιμήθηκα σε μια σύσκεψη, όταν η διευθύντριά μου άρχισε να λέει διάφορες ανοησίες κάνοντας κατάχρηση των προνομίων που νόμιζε ότι της έδιδε η θέσις της (κληρονομικώ τω δικαιώματι, για να μην πω «πιπικώ» τω δικαιώματι – ξέρετε από το πιπί… «τι να πεις για το πιπί της αλληνής»… και τα τοιαύτα). Όταν λοιπόν ξεστόμισε το ηλίθιο ρητό μιμούμενη την συχωρεμένη πια προκάτοχό της: «Κοίτα να δεις, Υπαλληλόπουλε, πας ανώτερος εξυπνότερος», της αντέτεινα δήθεν σοβαρά και με ιδιάζοντα (προσποιητό) σεβασμό: «Ω μα γελοιοτάτη μου!». Κάτι τέτοια λέω και δεν θα δω προαγωγή εις τον αιώνα τον άπαντα. Αλλά δεν πειράζει. Εγώ θα τα βγάζω από μέσα μου και θα τα λέω. Προς γνώσιν και συμμόρφωσιν των επερχόμενων γενεών. Γιατί αυτή εδώ, η περίφημη «γενιά του Πολυτεχνείου» είναι προ πολλού καμμένη. Δεν είναι εύκολο από τις πορείς να ξαπλάρεις σε πισίνες κοσμικών νησιών κι από τις ερπύστριες των τανκς (από κάτω) να βρεθείς σε καγιέν (πάνω). Τέλος πάντων. Γελάτε γιατί χανόμαστε. Ένα γέλιο θα σας θάψει. Ποτέ δεν θα πεθάνουμε κουφάλες νεκροθάφτες. Και τα λοιπά και τα λοιπά…