Τώρα, πώς τα κάνουνε, πώς τα πάνε, πώς τα φέρνουνε, πώς τα γυρνάνε, πώς τα τυλίγουνε, πώς τα ξετυλίγουνε, πως τα τουμπάρουνε – ούτε κρέπα να ήτανε, ούτε σουβλάκι τυλιχτό, ντονέρ ή γύρος – τη μία ώρα σουρομαδιώνται και ξεκατινιάζονται και την αμέσως επομένη γλείφουν τα σάλια τους, λησμονώντας προφανώς τη σοφή λαϊκή ρήση και γνωμάτευση (για να μην πω: προσταγή) ότι «εκεί που φτύνεις δεν γλύφεις μετά».
Και η μόνιμη επωδός; «Έλα μωρέ καυμένε κι εσύ, που όλα τα ψιλοκοσκινίζεις. Πολύ ευαίσθητος μας προ-έκυψες [κυριολεκτικώς]! Εεε, πώς να το κάνεις; Το αίμα νερό δεν γίνεται. Όλοι μια οικογένεια είμαστε».
Φυσικά, από μίαν άποψιν δεν έχουν και άδικον. Κι όπως έλεγε ο αλησμόνητος Τσαγανέας στην κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου με τον προφητικό τίτλο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» στην ασπρόμαυρη εκείνη ταινία του Φίνου: «Άνθρωποι – άνθρωποι, προς τι το μίσος κι αλληλοσπαραγμός; Όλοι άνθρωποι είμεθα – τέκνα του ιδίου Θεού!». Αθάνατος!
Κι έλα μου ντε! Εγώ τώρα τι κάθομαι και τα ψιλοκοσκινίζω; Μα, χάριν παιδιάς, βρα χαζούλικα. Αφού σας αγαπάάάάώωωω. Αλλά μού είστε κάτι ζαβούλικα εσείς, μα κάτι ζαβούλικα. Αξιολάτρευτα.
Κάπως έτσι θα γεννήθηκε – φαντάζομαι – η κωμωδία. Από κάποιον τρελό, ακίνδυνο εν τούτοις και χαζοχαρούμενο. «Ό,τι θυμάται χαίρεται». «Ό,τι του φανεί του λωλο-Στεφανή» (κάνει κι ομοιοκαταληξία!). Θα επανέλθω. Ή μήπως θα έπρεπε να πω: θα επανακάμψω;