Το βράδυ της 30ης Μαΐου 1941, δύο πρωτοετείς φοιτητές, ο Απόστολος Σάντας και ο Μανώλης Γλέζος, αποφάσισαν να δώσουν τη δική τους απάντηση στη ναζιστική τρομοκρατία. Την ημέρα που οι Ναζί ανακοίνωσαν πανηγυρικά την κατάληψη και του τελευταίου ελεύθερου ελληνικού εδάφους, μετά τη νίκη τους στη μάχη της Κρήτης, οι Σάντας και Γλέζος αφαίρεσαν τη ναζιστική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης. Ήταν μια κίνηση με μεγάλο συμβολικό βάρος, η οποία έδειχνε στους Ναζί την απόφαση του ελληνικού λαού ν’ αντισταθεί.
Η παρακάτω αφήγηση του Απόστολου Σάντα σκιαγραφεί το κλίμα μέσα στο οποίο, από κοινού με τον Μανώλη Γλέζο, έλαβαν την απόφαση να επιχειρήσουν μια αδιανόητη, για πολλούς, αντιστασιακή πράξη:
«Και βρεθήκαμε από τη μια στιγμή στην άλλη, ο ελληνικός λαός, από νικητές ηττημένοι. Φυσικά αυτό το συναίσθημα το οποίον ήτανε μεγάλο μπέρδεμα και υπήρχε μια θλίψη και μια λύπη και μια οργή και μια πικρία, ήτανε φυσικό να έχει αντίκτυπο στους νέους. Εμείς λοιπόν ενώ είχαμε ζητήσει όταν άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος να πάμε εθελοντές στο αλβανικό μέτωπο, αλλά δεν μας δεχτήκανε γιατί ήμασταν νέοι, βρεθήκαμε λοιπόν αργότερα όταν άρχισε η γερμανική επίθεση κι εμείς σ’ αυτή την κατάσταση και μάλιστα πιο έντονη επειδή ήμαστε νέα παιδιά. Από τον ενθουσιασμό που υπήρχε […] βρεθήκαμε ξαφνικά όχι μόνο ηττημένοι αλλά και κατειλημμένοι από μια ξένη χώρα».
Την επόμενη ημέρα οι αρχές κατοχής, με ανακοίνωση στον Τύπο, ανέφεραν ότι «διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις» και γνωστοποιούσαν ότι «οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι δια της ποινής του θανάτου». Οι Σάντας και Γλέζος, όχι μόνο δεν έπεσαν στα χέρια των Ναζί, αλλά συνέχισαν την αντιστασιακή τους δράση σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.
Η ανταμοιβή που έλαβαν από τις μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις για την αντιστασιακή τους δράση ήταν: εξορία στη Μακρόνησο για τον Απόστολο Σάντα, καταδίκη δύο φορές σε θάνατο (η ποινή δεν εκτελέστηκε) και φυλάκιση συνολικά για 15 περίπου χρόνια (1948-1954, 1958-1962 και 1967-1971) για τον Μανώλη Γλέζο.
(Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο, Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2012, σ. 109.)