Όταν πήγα μια φορά, παιδί κι εγώ, με τη συχωρεμένη τη μανούλα μου, την κυρία Νίκη, σε ένα ορεινό χωριό του Ταϋγέτου, για να εκκλησιαστούμε, στην Αγία Άννα, ανήμερα της εορτής της, πρόσεξα την επιθετικότητα, τη φιλαυτία, την αρχομανία και την επιδειξιομανία των ορεσίβιων εκείνων τσοπαναραίων. Μάλιστα, ήκουσα μίαν παροιμίαν, πρωτοφανήν δια το παιδικό μου μυαλό και την αγνή μου καρδιά, ήτις ακόμα με παιδεύει και μοι προκαλεί προβλήματα δυσεπίλυτα και καταστάσεις πρωτάκουστες: «Δώδεκα νοματαίοι, δεκατρείς καπεταναίοι!». Μάλιστα. Στην αρχή δυσκολεύτηκα να κατανοήσω, όταν όμως ευρέθην εκεί στρατιώτης, στο εκλογικό τμήμα, ότε έφθασαν τα ψηφοδέλτια, ανακάλυψα έντρομος ότι σε έναν οικισμό με δέκα και τρία σπίτια, υπήρχαν δέκα και τέσσερις συνδυασμοί. Τουτέστιν, σε κάποιο από τα σπίτια η οικογένεια είχε διχασθεί (μπορεί και …τριχασθεί) κι εκατέβαινε με άλλο ψηφοδέλτιο!!!
Τελικά, η λαϊκή παροιμία καλά κρατεί: «Στην Ελλάδα, αν πετάξεις πέτρα, ή πρόεδρο θα χτυπήσεις ή …σκύλο».
Και καλά, τα αθώα τετράποδα τι μας φταίνε. Αλλά για τους ανθρώπους δεν μπορώ να νιώσω πάντα την ίδια συμπάθεια. Εδώ πήξαμε στα προληπτικά κατηγορούμενα: νομπελίστας, υπουργός, αρχηγός (τίνος;), προϊστάμενος (του εαυτού του – ενίοτε). Αααα, και τα άλλα: τέως (με ψιλά, αδιόρατα σχεδόν γραμματάκια) κι από δίπλα βαρύγδουπα και bold, σαν τα αφεντικά τους, ο τίτλος του τυπώσαντος την καρτ-βιζίτ!!!
Μήπως διανοήθηκε ποτέ κανείς ότι αντί για «τέως», θα μπορούσε να βάλει – ας πούμε – «πρώην»; Λέω. Μήπως ταίριαζε καλύτερα. Αλλά για να απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα πρέπει να παίζεις την ελληνική γλώσσα στα δάχτυλα των …τριών χεριών. Αλλιώς, όλ’ αυτά είναι …ψιλά γράμματα.
Εξάλλου, όπως λέγανε αι αθυρόστομοι γραίοι εις το ορεινόν εκείνον χωρίον: «Δεν ημπορείς να ζητείς από τον κώλον της μυλωνούς καλλιγραφία, την ώρα που απατεί τον σύζυγόν της πάνω στο σακί με τα αλεύρια». Μα μπορείς να απαιτήσεις από την απατώσα κάτι τέτοιο; Πώς θα γίνει δηλαδή; Όσο κι αν της είναι ανεβασμένες οι …αδρεναλίνες και …τα φουστάνια, βεβαίως, δεν ημπορεί να έχει την ακρίβειαν σχιστομάτη μοναχού, ασκούμενου εις το κουνγκ-φου και ζωγραφίζοντας ταυτοχρόνως με φτερό χήνας καρφωμένου εις την άκρην του σπαθιού του, το οποίο έχει βουτήξει προηγουμένως εις σινικήν μελάνην; Μπορείς; Όχι πες μου: μπορείς;
Ουφ, τα είπα όλα με μιαν αναπνοή. Το έχω εγώ αυτό. Και με πιάνει μετά μια βουλιμία, που κατεβάζω επτά καζάνια με μακαρόνια κιμά στην καθισιά, κι ένα κεφάλι μυζήθρα τριμμένο. Το σκορδόψωμο κι η Σουρωτή, δεν προσμετρώνται. Επιβάλλονται! Με πολλά στυμένα λεμόνια, για την χώνεψη. Ταλαίπωραι λεμονόκουπαι. Σας λυπούμαι… Αλλά που να βρείτε το δίκιο σας; Ποιος το έχασε δια να το βρείτε εσείς;