Φτύνω κάτω φτύνω τ’ αρχίδια μου, φτύνω πάνω φτύνω τα γένια μου

Φτύνω κάτω φτύνω τ’ αρχίδια μου, φτύνω πάνω φτύνω τα γένια μου

Αυτό που γίνεται στην ένδοξη πατρίδα μας δεν το καταλαβαίνω. Πάω στην Αμερική, στην Ουάσινγκτον συγκεκριμένα, επί Κλίντον, συμμετέχω σε συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Ποιητών, διαβάζω ένα ποίημά μου μεταφρασμένο στην αγγλικήν και γίνομαι διακεκριμένο μέλος της. Πηγαίνω στο Ρίο ντε Τζανέιρο, συμμετέχω σε συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Συγγραφέων και Καλλιτεχνών, διαβάζω καμιά ντουζίνα ποιήματα σε τρεις γλώσσες (γαλλική, ισπανικά, ιταλικά) γίνομαι αμέσως μέλος (και «μέλλον», όπως έλεγε μια αγράμματα μικροχήρα, στην Καλαμάτα, όταν ήμουν παιδί πριν από πενήντα χρόνια).

Πηγαίνω  στη Mosselle στην Αλσατία το 2000 για να παραλάβω διεθνές βραβείο γαλλόφωνης ποίησης και βρίσκομαι, ανύποπτος κι απροετοίμαστος, σε μεσαιωνικό πύργο με τη μπάντα του Δήμου να παίζει.
Παραλαμβάνω ορειχάλκινον κύπελλον, δίκην πρωταθλητού, ελαιογραφία (πίναξ μεγάλων διαστάσεων παριστάνων την αλσατικήν φύσιν, έργο ντόπιου καλλιτέχνου), καθώς και την περγαμηνή του βραβείου, βεβαίως.
Παίρνω το τραίνο να γυρίσω Παρίσι, στο σπιτάκι μου, στη φτωχική Μονμάρτη, οι αστυνομικοί με συνοδεύουν με δόξες και τιμές, ως ολυμπιονίκη (τουλάχιστον!). Έρχομαι στο παλαιό διεθνές αεροδρόμιο του Ελληνικού, και παραλίγο να με συλλάβουνε ως ύποπτον τελωνειακής παραβάσεως. Και καλά, πες ότι αυτό το αντιπαρήλθα με τη γνωστή ρωμέικη καπατσοσύνη μου – και με την ανεξάντλητη πείρα που διαθέτω, επί της νεοελληνικής γραφειοκρατίας κι αναλγησίας. Όμως αυτό που δεν μπορώ ακόμα να χωνέψω είναι ότι ακόμα και τώρα – στα 54, και μετά από τριάντα βιβλία, τρεις διεθνείς διακρίσεις σε διαγωνισμούς και άλλα παρόμοια – ακόμα και σήμερα οι ασήμαντοι, ανεπαρκείς, αφανείς, ανεγκέφαλοι, συμπλεγματικοί «ποιητές» και
«συν-ραφείς» με μαυρίζουν κάθε φορά που πάω να κάνω αίτηση σε λογοτεχνική εταιρεία (από εκείνες που ροκανίζουν εθνικά και κοινοτικά κονδύλια). Έλεος χριστιανοί κι ας είστε ειδωλολάτρες ή άθεοι!
Κι ας πιστεύετε μόνο εις τον θεόν της ματαιοδοξίας σας (εκτός από το Χρήμα, φυσικά).
Τι πρέπει να κάνει κανείς για να τον αποδεχθείτε; Ν’ αυτοκτονήσει. Ναι, αυτό, ορισμένως, θα σας εβόλευεν.
Για να ξεμπερδέψετε με έναν επικήδειον, άντε και με ένα αφιέρωμα σε «έναν μεγάλον του είδους, που έφυγεν νωρίς». Όχι ρε κουφάλες, όχι ρε ντενεκέδες ξεγάνωτοι, δεν πάω πουθενά, μέχρι να ψοφήσετε, να κατουρήσω στους τάφους σας, να χέσω στις γλάστρες σας, να κάνω φύλλο και φτερό τα βιβλία σας, με τα κακά – κάκκιστα ελληνικά και την παντελήν έλλειψιν παιδείας και ήθους! «Χαίρε βάθος δυσθεώρητον ανθρωπίνοις λογισμοίς».
Αλλά ό,τι και να πω το δίκιο μου χάνω. «Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω». Το μόνο που με στηρίζει είστε εσείς αναγνώστες μου, που με ανέχεστε τριάντα χρόνια τώρα και πλαισιώνετε κάθε απόπειρά μου.
Ευτυχώς που υπάρχουν κι αγνοί, εχέφρονες άνθρωποι σε αυτόν τον τόπο. Αλλιώς, θα είχαμε χειρότερο χάλι.
Τι να πω; «Φτύνω κάτω, φτύνω τα αρχίδια μου, φτύνω πάνω φτύνω τα γένια μου». Εεε, θα τα πιάσω κι εγώ και θα τα κουνάω, σαν καρύδες στη μούρη σας, ανόητοι. Που με κάνατε …Αριστοφάνη, στα γεράματα.
Πεπόνια μου τα κάνατε κι …ευθυμογραφώ, ο άθλιος …του Βίκτωρα …Ουγκού!!!

 

Leave A Response